Ανακεφαλαιοποίηση

Μαριλένα Κοππά 21 Δεκ 2012

Το βασικό σκεπτικό του προγράμματος ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, με κριτήριο τη συστημική τους βαρύτητα (βλ. μερίδιο αγοράς), είναι να δημιουργηθούν μεγάλα και υγιή σχήματα. Ένα κλισέ που ακούμε συχνά, είναι ότι «η αγορά της Ελλάδας χωράει τρεις και μισή τράπεζες». Κινούμαστε, λοιπόν, με στρατηγική επιλογή τη συγκέντρωση του κλάδου και όχι με τη λογική κρατικού πυλώνα.

Αυτό που δεν είναι ξεκάθαρο, είναι η σχέση εξυγίανσης και συγκέντρωσης. Είναι μάλλον προφανές ότι στο δημόσιο χρέος, θα «φορτωθεί» εξ ολοκλήρου το βάρος της ανακεφαλαιοποίησης. Οι τράπεζες χωρίς ισχυρή κεφαλαιακή βάση, θα ενωθούν με άλλες τράπεζες με αδύναμη κεφαλαιακή βάση. Αλλά μηδέν συν μηδέν, θα κάνει περισσότερο από μηδέν. «Πώς» είναι το εύλογο ερώτημα. Το όφελος που θα προκύψει θα είναι από τις «συνέργειες», δηλαδή το κλείσιμο καταστημάτων όπου υπάρχει αλληλοεπικάλυψη δικτύων, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Η λέξη «απολύσεις» δεν έχει χρησιμοποιηθεί και ίσως οι εργαζόμενοι ελπίζουν ότι αυτές θα περιοριστούν στο εξωτερικό δίκτυο (βλ. Βαλκάνια). Όμως, αυτό που είναι σαφές, είναι ότι όταν γίνεται εξαγορά, αργά ή γρήγορα, γίνεται επαναδιαπραγμάτευση επιχειρησιακών συμβάσεων που πρέπει να οδηγούν στη μείωση του κόστους λειτουργίας. Επίσης, όλες οι (τρεισήμισι) τράπεζες, θα προσφέρουν μια ευρύτερη γκάμα υπηρεσιών, βασισμένες στην τεχνογνωσία που αποκτούν με την ενσωμάτωση των νέων θυγατρικών τους.

Και καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι νέες τράπεζες, θα απολαμβάνουν μεγαλύτερης εμπιστοσύνης, σε συνδυασμό με τη σίγουρη βελτίωση των μακροοικονομικών δεδομένων της χώρας. Έτσι, οι τράπεζες θα αποκτήσουν ξανά πρόσβαση με καλύτερους όρους στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου, οι λίρες και τα χαρτονομίσματα θα βγουν από τις θυρίδες και θα πάνε στους λογαριασμούς, το χρηματοπιστωτικό σύστημα θα έχει μεγαλύτερη κεφαλαιακή επάρκεια και η αγορά – δηλαδή η πραγματική οικονομία – θα χρηματοδοτηθεί. Και θα επέλθει ανάπτυξη.

Στην πράξη, υπάρχουν μερικά κενά σε αυτόν το συλλογισμό. Ο πρώτος είναι πώς και κυρίως πότε οι τράπεζες θα κατανοήσουν τι εξαγόρασαν. Από τη μια πλευρά βέβαια, γνωρίζουμε ότι η Έκθεση της Black Rock έχει αποτιμήσει τις ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης. Βέβαια, αυτό που ξέρουμε από τη συγκεκριμένη έκθεση, είναι σε ποιο βαθμό τα δανειακά χαρτοφυλάκια είναι επαρκώς εξασφαλισμένα με συγκεκριμένες εγγυήσεις και ποια είναι επισφαλή. Δε γνωρίζουμε όμως πώς αυτό το χαρτοφυλάκιο εξελίσσεται σε βάθος χρόνου, αφού για παράδειγμα μιλάμε σήμερα για νέο κούρεμα ομολόγων, για υποτίμηση εμπράγματων αξιών (βλ. ακίνητα), για τον κίνδυνο ακόμα και των πιο αξιόχρεων επιχειρήσεων να εκτραπούν, αφού δεν έχουν πίστωση από προμηθευτές τους ή έχουν πρόβλημα με τις ροές τους, δεδομένου ότι δεν έχουν επιστροφή ΦΠΑ. Υπάρχουν πολλά που δεν γνωρίζουμε. Και μέχρι να τα γνωρίσουμε, ποιος θα δανείζει;

Κεντρικός πυλώνας της χρηματοπιστωτικής εργασίας, είναι η αποτίμηση κινδύνων. Αυτή τη στιγμή, η ελληνική οικονομία βυθίζεται στην κινούμενη άμμο της ύφεσης και η αποτίμηση κινδύνου είναι πολύ δύσκολη. Το μέγεθος ίσως να επιτρέπει καλύτερη άμυνα. Αλλά η επιθετική ανάληψη ρίσκου που απαιτεί η δανειοδότηση της πραγματικής οικονομίας στις παρούσες συνθήκες, είναι μια μάλλον αφελής προσδοκία.

Στο μεταξύ, οι μεγάλες τράπεζες στο Λονδίνο, το Παρίσι και τη Φρανκφούρτη, κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση. Η αποσύνδεση επενδυτικών και παραδοσιακών τραπεζικών λειτουργιών (βλ. στεγαστικά/καταναλωτικά), είναι ο νέος κανόνας. Και το θαύμα του γερμανικού Mittelstand – ανάπτυξη βασισμένη στη μικρομεσαία επιχείρηση – βασίζεται στις εξειδικευμένες, μικρές και ευέλικτες τοπικές τράπεζες (Lander), με γνώση της τοπικής οικονομίας και την άνεση να εξετάζουν σε βάθος το αξιόχρεο επιχειρήσεων στον κλάδο τους. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι αυτές ακριβώς οι τράπεζες, δεν θα εποπτεύονται από τη νέα Ευρωπαϊκή Αρχή που συστήνουμε, σε αντίθεση με το 95% των ισπανικών τραπεζών και σχεδόν το 100% των ελληνικών. Επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η τραπεζική ένωση που περιορίζεται στην εποπτεία και δε βάζει τέλος στο ερώτημα εάν οδεύουμε για Grexit, Spexit, Italxit, δεν ανακόπτει την αιμορραγία καταθέσεων από το Βορρά προς το Νότο.

Παράλληλα, έχουμε και άλλες εξελίξεις. Αντί οι μεγάλες τράπεζες από το Παρίσι έως το Λονδίνο να εγκαταλείπουν τις αγορές στις οποίες κυριαρχούν, στρέφονται σταδιακά σε υπηρεσίες μεσιτείας, οδηγώντας υποψήφιους δανειστές απευθείας σε υποψήφιους αποταμιευτές/επενδυτές, δηλαδή σε νέα προϊόντα χρηματοδότησης. Έτσι, οι νέες καινοτόμες επιχειρήσεις και οι υγιείς μικρομεσαίοι, μπορούν να αντλήσουν απευθείας και με μικρότερο κόστος από επενδυτικά και συνταξιοδοτικά Funds – όπως στην Αμερική – με ή χωρίς εγγυήσεις του δημοσίου. Η ίδια δυνατότητα δεν προσφέρεται στο Νότο, αφού κανείς δεν είναι σίγουρος για το «ρίσκο χώρας». Εάν περιμένουμε τα ξένα Funds να χρηματοδοτήσουν την πραγματική ανάπτυξη, τότε μάλλον ελπίζουμε στις ιδιωτικοποιήσεις – δηλαδή την πώληση φυσικών μονοπωλίων με εξασφαλισμένη κερδοφορία – και όχι σε οργανικές επενδύσεις που οδηγούν σε νέες θέσεις εργασίας.

Αντίθετα, εγκαταλείπουμε ή επιτρέπουμε την απορρόφηση μικρών συνεταιριστικών τραπεζών στην Ελλάδα, που είναι οργανικά συνδεδεμένες με την πραγματική οικονομία, δηλαδή των τραπεζών που είναι διατεθειμένες ή σχεδόν εξαναγκασμένες να αναλάβουν το επιθυμητό για τον Έλληνα φορολογούμενο ρίσκο.

Το κυρίαρχο επιχείρημα για την μη κρατικοποίηση των τραπεζών, είναι ότι δεν έχουμε εμπιστοσύνη στο πολιτικό-κομματικό σύστημα να διαχειριστεί τη χρηματοπιστωτική μας πίστη. Θέλουμε ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Αλλά θέλουμε και «εθνικούς πρωταθλητές». Όμως, τι θα συμβεί εάν οι εθνικοί πρωταθλητές δανειοδοτούν μόνο εθνικούς πρωταθλητές, εμποδίζοντας ουσιαστικά τη μετουσίωση σε πράξη των συνθημάτων «καινοτομία», «εξωστρέφεια», «στροφή στην παραγωγή», κ.ο.κ.; Εάν έχει κανείς να επιλέξει ποιον θα δανειοδοτήσει, δεδομένου ότι τα λεφτά που υπάρχουν είναι μετρημένα, ποιον θα προκρίνει: τον παλαιό και εδραιωμένο, ή τον νέο και μικρό, πολύ μικρό και περισσότερο επισφαλή; Εάν ο στόχος είναι να σπάσουμε την ολιγοπωλιακή διάρθρωση της οικονομίας, αυξάνοντας τον ανταγωνισμό, γιατί θέλουμε τρεισήμισι τράπεζες; Και μήπως σε αυτήν την περίπτωση τα περιθώρια διαπλοκής αυξάνονται, αντί να μειώνονται;