Υπάρχουν λοιπόν οι πόροι και μάλιστα άφθονοι, οι περισσότεροι μάλιστα μη επιστρεπτέοι, δωρεάν από τα διάφορα ευρωπαϊκά ταμεία, παλιά και καινούργια. Πολλές όμως και οι ανάγκες της χώρας στην οικονομία, στην κοινωνία, στην απασχόληση, στους θεσμούς, στο κράτος. Χρειάζεται βέβαια να διανυθεί με επιτυχία ένας δύσκολος δρόμος προκειμένου να «συναντήσουν» οι πόροι τις ανάγκες και να τις καλύψουν με λύσεις αποτελεσματικές και βιώσιμες.
Πρώτο, θα πρέπει να υπάρξουν προτεραιότητες και κατευθύνσεις και σε αυτό θα λειτουργήσει ως τροχιοδεικτικό η Έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη όταν ολοκληρωθεί μετά από διάλογο που θα συμπληρώσει, θα εμπλουτίσει και θα οριστικοποιήσει το Προσχέδιο που δημοσιεύτηκε. Οι ανάγκες είναι πολλές λόγω της οικονομικής κρίσης που προηγήθηκε, της πανδημίας που ακολούθησε και των υστερήσεων που καταγράφει η χώρα σε κρίσιμους τομείς. Και πρώτα απ΄όλα, το ετήσιο επενδυτικό έλλειμμα των 20 δισ. ευρώ με βάση το μέσο όρο της ΕΕ που επιμερίζεται σε ελλείψεις στις βασικές υποδομές και στα δημόσια συστήματα υγείας, παιδείας, έρευνας και δια βίου μάθησης, στις παραγωγικές επενδύσεις, στην προσαρμογή του κράτους και του παραγωγικού τομέα στα νέα δεδομένα της 4ης βιομηχανικής επανάστασης και του ψηφιακού μετασχηματισμού, αλλά και στις νέες ανάγκες θωράκισης και πολιτικής προστασίας απέναντι στις πανδημίες και τις επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή.
Δεύτερο, ο δημόσιος διάλογος θα πρέπει να είναι οργανωμένος με επίδειξη υπευθυνότητας από όλους, λαμβάνοντας υπόψη ότι το Αναπτυξιακό Σχέδιο είναι μια εθνική και όχι κομματική υπόθεση που υπερβαίνει τη θητεία μιας κυβέρνησης. Θα πρέπει επομένως να πρυτανεύσει η ανάγκη να αξιοποιηθεί με τον καλύτερο τρόπο η ευκαιρία, με τη συμμετοχή της κοινωνίας και των εκπροσώπων της. Η βουλή, τα κόμματα, τα περιφερειακά και δημοτικά συμβούλια, οι κοινωνικοί φορείς από το χώρο της παραγωγής και της εργασίας και οι λοιποί κοινωνικοί εταίροι θα πρέπει να φροντίσουν να ενημερωθούν και να προετοιμαστούν κατάλληλα για να διατυπώσουν υπεύθυνα ιεραρχημένες, ώριμες προτάσεις με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα, χωρίς τις παλιές πρακτικές των μικροκομματικών, τοπικιστικών και συντεχνιακών σκοπιμοτήτων. Όσο πιο ανοιχτή, δημόσια, διαφανής και συναινετική είναι η διαδικασία σχεδιασμού και επιλογών τόσο θα περιορίζονται οι βλαβερές αυτές παθογένειες.
Τρίτο, το αναπτυξιακό εγχείρημα της επόμενης δεκαετίας περιλαμβάνει ένα συνδυασμό δημόσιων και ιδιωτικών έργων και δράσεων, αλλά και μια δέσμη μεταρρυθμίσεων στους θεσμούς στον επιτελικό ρόλο του κράτους, στο φορολογικό και ασφαλιστικό σύστημα, στη στήριξη της καινοτόμου και εξωστρεφούς επιχειρηματικότητας, στη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, στη σύνδεση έρευνας και παραγωγής, στο σύστημα παραγωγής των έργων. Μόνο η συνδυασμένη εφαρμογή όλων αυτών των παρεμβάσεων θα μεγιστοποιήσει το θετικό αποτέλεσμα.
Τέταρτο, είναι κατεπείγουσα η ανάγκη αύξησης της ικανότητας της χώρας να οργανώνει, να συντονίζει, να διαχειρίζεται και να ολοκληρώνει έγκαιρα πολύ μεγαλύτερα προγράμματα από τα συνήθη στα οποία μάλιστα οι επιδόσεις της μέχρι σήμερα είναι χαμηλές. Η απορρόφηση του τρέχοντος ΕΣΠΑ των 26 δισ. (εθνικοί και ευρωπαϊκοί πόροι μαζί) που βρίσκεται στο 40% το 7ο έτος υλοποίησης αναδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος. Σημειωτέον ότι τη νέα περίοδο, πέρα από τα 72 δισ. θα «βαρύνει» μέχρι το 2023 και ένα ποσό αναπορρόφητων πόρων του τρέχοντος ΕΣΠΑ της τάξης των 10 δισ. και μέχρι το 2025, άλλα τόσα του Εθνικού Προγράμματος Ανάπτυξης. Αν δε, προσθέσουμε και την εθνική συμμετοχή, όπου απαιτείται, προκύπτει μια, να το τονίσουμε, δυνητική προεγκεκριμένη αλλά όχι εξασφαλισμένη χρηματοδότηση της ανάπτυξης, της τάξης των 100δισ.
Οι απαιτήσεις λοιπόν είναι τεράστιες και επομένως χρειάζονται υπερβάσεις παντού και από όλους για να μετατραπεί αυτή η χρηματοδότηση σε πραγματική για την ελληνική οικονομία και κοινωνία.