Οταν η χώρα μας βρέθηκε εκτός αγορών το 2010, προκειμένου να μην οδηγηθεί σε άτακτη χρεοκοπία, έγινε η εξής συμφωνία: η Ελλάδα θα αναλάβει να εξαλείψει το δημοσιονομικό έλλειμμα του 15% και να προωθήσει μεταρρυθμίσεις που θα κάνουν την οικονομία ανταγωνιστική και οι εταίροι θα αναλάβουν την εξυπηρέτηση του χρέους,δανείζοντας τα απαραίτητα ποσά σε επιτόκια που θα μπορούσε να αντέξει η χώρα.
Ωστόσο τα τρία προβλήματα (δημοσιονομικό έλλειμμα, έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, δημόσιο χρέος) για πολλούς λόγους ενδογενείς κι εξωγενείς δεν αντιμετωπίστηκαν στο χρονικό διάστημα που είχε προβλεφθεί αρχικά και το οικονομικό και κοινωνικό κόστος ήταν πολύ υψηλότερο του αναμενόμενου. Ετσι λοιπόν ενω η προσαρμογή προβλεπόταν σε 3 χρόνια (εκτίμηση πολύ αισιόδοξη), διήρκεσε αρχικά 5 χρόνια.
Στο τέλος του 2014 η χώρα κατέγραφε ανάπτυξη 0,4% σε ετήσια βάση, η δημοσιονομική ισορροπία είχε αποκατασταθεί (είχε αρχίσει να δημιουργείται πρωτογενές πλεόνασμα), το έλλειμμα στο ισοζύγιο είχε επίσης μηδενιστεί (κυρίως λόγω της μεγάλης πτώσης των εισαγωγών) ενω το ζήτημα του χρέους με βάση την απόφαση του Eurogroup τον Νοέμβριο του 2012 θα εξεταζόταν ξανά όταν η χώρα θα είχε πρωτογενές πλεόνασμα.
Στον τομέα των μεταρρυθμίσεων, πέραν των περικοπών είχαν γίνει κάποιες αλλαγές στον τομέα της φαρμακευτικής δαπάνης, στο ασφαλιστικό, στην αγορά εργασίας, στο άνοιγμα επαγγελμάτων αλλά η υστέρηση σε σύγκριση με τη δημοσιονομική προσαρμογή ήταν εμφανής. Πολλά ακόμη έπρεπε να γίνουν στη δημόσια διοίκηση, στην αναμόρφωση της δικαιοσύνης, στην διαδικασία δημιουργίας επιχειρήσεων, στο φορολογικό, στην εκπαίδευση, στη δημιουργίου σύγχρονου κοινωνικού κράτους. Παρότι υπήρχε υστέρηση στις διαρθρωτικές αλλαγές, η Κομισιόν προέβλεπε ανάπτυξη 2,9% για το 2015 και ακόμη μεγαλύτερη της τάξης του 3,7% για το 2016. Οι προβλέψεις ανατράπηκαν.
Η χώρα επέλεξε να δοκιμάσει τις θεωρίες Τσίπρα-Βαρουφάκη σύμφωνα με τις οποίες αρκούσε η υπερψήφιση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ για να τελειώνει η λιτότητα και να ζούμε περίπου όπως πριν από την κρίση. Με υψηλούς μισθούς και συντάξεις και χαμηλούς φόρους. Οι εταίροι θα παρείχαν αφειδώς χρηματοδότηση επειδή δεν θα ρίσκαραν παγκόσμια αναταραχή, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα του χρέους θα διαγραφόταν μονομερώς ύστερα από λογιστικό έλεγχο (συγκροτήθηκε μάλιστα και σχετική επιτροπή).
Το αποτέλεσμα ήταν να φορτωθούμε ένα νέο Μνημόνιο με πρόσθετο χρέος 86 δισ. και από την προβλεπόμενη ανάπτυξη, να περάσει η Ελλάδα ξανά σε ύφεση (0,2% για το 2015) ενώ το 2016 έληξε με 0,0%. Για να διατηρηθεί η δημοσιονομική ισορροπία σε συνθήκες νέας ύφεσης (η αυστηρή επιτήρηση δεν επέτρεπε υπερβάσεις) η κυβέρνηση έλαβε πρόσθετα φορολογικά μέτρα και προχώρησε σε νέες περικοπές. Το 2016 μάλιστα η υπερφορολόγηση των πολιτών οδήγησε σε πρωτογενές πλεόνασμα 3,9%.
Τα δύο χρόνια καθυστέρησης στον τομέα της ανάπτυξης και οι επιβαρύνσεις δημιούργησαν πρόσθετα προβλήματα σε μια βαριά τραυματισμένη οικονομία που είχε χάσει το 27% του ΑΕΠ της. Η καθυστέρηση στην πραγματοποίηση επενδύσεων μείωσε ακόμη περισσότερο την ανταγωνιστικότητα, το υψηλό κόστος χρηματοδότησης και τα capital controls επιβάρυναν ακόμη περισσότερο την οικονομία και σε αυτά προστέθηκε και η διαρκής αβεβαιότητα.
Παρ΄όλα αυτά η δημοσιονομική ισορροπία που είχε αποκατασταθεί από το 2014 διατηρείται και στο χρέος θα γίνουν οι απαραίτητες παρεμβάσεις μετά τις γερμανικές εκλγές ώστε οι χρηματοδοτικές ανάγκες εξυπηρέτησής του κάθε χρόνο (Gross Financing Needs), να μην ξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ. Η μεγάλη πτώση των αξιών και το γεγονός ότι σε πολιτικό επίπεδο μειώνεται το ρίσκο αφού τα χειρότερα τα έχουμε δει και η όποια πολιτική αλλαγή θα δημιουργήσει πιο φιλικό επενδυτικό κλίμα, θα οδηγήσουν σε κάποια αναιμική ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια (για φέτος η Κομισιόν προέβλεπε 2,7% όμως θα είναι τουλάχιστον κατα 1 μονάδα μικρότερη).
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Pricewaterhouse Coopers με τίτλο “Από την ύφεση στην αναιμική ανάκαμψη” είναι εξαιρετικά πιθανό ότι η επερχόμενη ανάκαμψη θα υποφέρει από την έλλειψη χρηματοδότησης και όπως δείχνει η εμπειρία από αντίστοιχες περιπτώσεις χωρών, η ανάκαμψη σε αυτές τις συνθήκες είναι περιορισμένη.
Καταγράφονται δε ως δομικές δυσκολίες για την πραγματοποίηση επενδύσεων ότι : • οι επιχειρήσεις προσφέρουν χαμηλές αποδόσεις • δεν υπάρχει πιστωτική επέκταση • οι αποταμιεύσεις δεν αυξάνονται • τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια διευρύνονται και • η “μαλακή” χρηματοδότηση έχει συρρικνωθεί
Οπως αναφέρεται στην έκθεση “Οι επενδυτικές ανάγκες, για την περίοδο 2017 -2022, συμβατές με γρήγορη οικονομική μεγέθυνση εκτιμώνται se €270 δισ. αλλά οι πηγές χρηματοδότησης με τα σημερινά δεδομένα υπολείπονται σημαντικά των απαιτήσεων, με το κενό χρηματοδότησης εκτιμώμενο στα €155 δισ.”
Μπορεί να καλυφθεί αυτό το κενό;
Η ανάπτυξη θα μπορούσε να είναι δυναμική υπό τις εξής προϋποθέσεις:
Κυβέρνηση που θα έχει ως πρώτο στόχο της την αύξηση των επενδύσεων κι όχι την διανομή επιδομάτων σε μια οικονομία που διαρκώς συρρικνώνεται στην οποία θα έχουν τον πρώτο λόγο οι εκσυγχρονιστικές-φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις.
Δημιουργία όρων λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος με αντιμετώπιση του προβλήματος των “κόκκινων δανείων” και άρση των capital controls.Παγιδευμένα περιουσιακά στοιχεία στους ισολογισμούς των τραπεζών και των εταιρειών πρέπει να απελευθερωθούν για να συμμετάσχουν στην αύξηση του δυναμικού της οικονομίας
Πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων στη δημόσια διοίκηση και στη Δικαιοσύνη
Η χώρα έχει όλες τις προϋποθέσεις να φύγει μπροστά. Αρκεί να τεθούν οι σωστές προτεραιότητες. Κι αυτό δεν μπορούν να το κάνει η σημερινή κυβέρνηση.