Τα μαύρα σκυλιά αλυχτούν ξανά στους δρόμους. Το ματοβαμμένο νήμα της Ιστορίας ξετυλίγεται και πάλι. Από την προπολεμική φασιστική οργάνωση «Τρία Εψιλον» και τους χίτες της Κατοχής, τους κυνηγούς κεφαλών του εμφυλίου, την προδικτατορική «Καρφίτσα» και τους χουντικούς που έγραφαν στις ψυχές και στα σώματα των πολιτών το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», τώρα ο μίτος βρίσκεται στα χέρια των μαυροφορεμένων της Χρυσής Αυγής.
Δυστυχώς, η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται σαν φάρσα, αλλά εμφανίζεται ξανά σαν τραγωδία. Η σημερινή έκφραση της ακραίας ακροδεξιάς είναι πιο οργανωμένη, ιδεολογικά πιο συνεκτική, βιαιοπραγεί αδίστακτα και δολοφονικά και τείνει ολοφάνερα προς το εθνικοσοσιαλιστικό της πρότυπο. Και όμως, τον Ιούνιο του 2012 υπήρξαν 425.990 πολίτες που ψήφισαν το μόρφωμα αυτό. Το ψήφισαν γνωρίζοντας τα όσα πρεσβεύει και τα όσα πράττει. Και το ερώτημα είναι πώς και γιατί οι πολίτες αυτοί ψήφισαν ένα μόρφωμα που αρνείται την ιδιότητα του πολίτη.
Οι αιτίες της ψήφισης της Χρυσής Αυγής είναι πολλαπλές: οι φασιστικές και εθνικιστικές πεποιθήσεις, η οικονομική και κοινωνική ανασφάλεια, η ψυχολογική μειονεξία και η ανάγκη του ανήκειν, η προσχώρηση στον αντισημιτισμό, στον ρατσισμό, στις ανορθολογικές συνωμοσιολογικές δοξασίες.
Οι αιτίες αυτές συνέκλιναν στο εύφορο πεδίο της οξύτατης κρίσης όπου και συναντήθηκαν με την απονομιμοποίηση του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος. Μεγάλα τμήματα του χτυπημένου από την κρίση πληθυσμού θεώρησαν το μεταπολιτευτικό σύστημα ως κύριο υπαίτιο της οικονομικής και κοινωνικής έκπτωσής τους και υιοθέτησαν έναν ακραίο αντισυστημικό λόγο.
Μια σημαντική μερίδα του κόσμου αυτού «αποενοχοποιήθηκε» και στράφηκε στον μόνο χώρο που ήταν εκτός του μεταπολιτευτικού συστήματος, στην ακραία ακροδεξιά.
Το πολιτικό και ιδεολογικό αντικοινοβουλευτικό μίσος που εξέπεμπε η Χρυσή Αυγή συντονίστηκε με το διάχυτο πλέον μίσος και τη στοχοποίηση της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας ως υπεύθυνης για την κρίση και τη διαφθορά. Η Χρυσή Αυγή βρήκε ευήκοον ακροατήριο και αντίστοιχα πολλοί βρήκαν τον φορέα της οργής, του μίσους και των υπό συγκρότηση αντιδραστικών αντιλήψεών τους. Ομως, όλη αυτή η διαδικασία της πολιτικής και ιδεολογικής νομιμοποίησης του νεοναζιστικού λόγου δεν θα εκτυλίσσονταν απρόσκοπτα, εάν δεν είχε διαμορφωθεί το κατάλληλο περιβάλλον της βίας και της ανομίας και της ανοχής τους. Η δικαιολόγηση, ακόμα και από τα αριστερά, της σωματικής και της λεκτικής βίας αλλά και πολύ πιο ακραίων πρακτικών, σχετικοποίησε τη ναζιστική αντικοινοβουλευτική διαφορά και ευνόησε την αποδοχή και την πρόσληψή της. Τώρα, πλέον, το ζήτημα είναι τι κάνουμε.