Η οικονομική κρίση στον ευρωπαϊκό χώρο από το ένα μέρος διαμορφώνει αρνητικές συνθήκες στις ευρωπαϊκές κοινωνίες ως προς την προοπτική της ολοκλήρωσης του οράματος της οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης, ώστε μαζί με την ήδη υπάρχουσα νομισματική στην Ευρωζώνη να δρομολογηθεί η αναγκαία ευρωπαϊκή διακυβέρνηση, από το άλλο όμως δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την αναγκαία ευρωπαϊκή επανεκκίνηση, ώστε το όραμα της ουσιαστικής πραγματοποίησης της σύγκλισης των επιμέρους κοινωνιών και της ενιαίας διακυβέρνησης να αποκτήσει ρεαλιστικά χαρακτηριστικά. Σίγουρα δεν είναι εύκολο, διότι ο εθνικισμός διαπερνά την ευρωπαϊκή πολιτική πραγματικότητα. Το πολιτικό σύστημα δεν φαίνεται, προς το παρόν τουλάχιστον, ικανό να ηγηθεί της αναγκαίας ενοποίησης της γηραιάς ηπείρου, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στις προκλήσεις του μέλλοντος στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Συνεχίζει να βασίζει την λειτουργία του στο ιδεολόγημα πλέον του εθνικού συμφέροντος, τη στιγμή που το κεφάλαιο και η εργασία έχουν πια υπερεθνικά χαρακτηριστικά.
Αρκεί να ληφθεί υπόψη, ότι μόνο το 2014 στην Ελλάδα της κρίσης 341.334 κάτοικοι της χώρας συμπλήρωσαν το ευρωπαϊκό βιογραφικό σημείωμα (Europass CV), το οποίο αποτελεί διαβατήριο για την ευρωπαϊκή αγορά εργασίας. Η πλειονότητα δε αυτών βρίσκεται στην πλέον παραγωγική ηλικία (21 έως 35 ετών). Επίσης σύμφωνα με έρευνα (Decoding Global Talent) της εταιρείας συμβούλων The Boston Consulting σε 189 χώρες το 55 % των Ελλήνων θα μετακόμιζε στο εξωτερικό για εργασιακή απασχόληση. Προτιμητέες χώρες προορισμού είναι Βρετανία (18 %), Ελβετία (13 %), Η.Π.Α. (12 %) και ακολουθούν Γερμανία, Γαλλία, Σουηδία, Ιταλία, Καναδάς. Αυτά τα φαινόμενα είναι φυσιολογικά, όταν η ανεργία και η φτωχοποίηση χτυπούν κόκκινο. Τότε αρχίζει να αποδυναμώνεται το «δέσιμο» του ατόμου με την τοπική κοινωνία. Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Έχει ευρύτερες διαστάσεις, διότι η κρίση πλήττει και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι διαπιστώσεις μιας έρευνας, την οποία πραγματοποίησαν οι οικονομολόγοι Zsolt Darvas (μέλος του Thinktank Bruegel στις Βρυξέλες) και Olga Tschekassin, με ανάθεση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, για τις επιπτώσεις της κρίσης χρέους στην Ελλάδα και άλλες ευρωπαϊκές χώρες σε σχέση με τη ζωή των πολιτών. Βάση για την έρευνα αποτέλεσαν στατιστικά στοιχεία της Eurostat. Ο μέσος όρος φτώχιας στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι 9 %. Στην Ελλάδα βέβαια έχει ξεπεράσει το 20 % και η δυναμική είναι ανοδική. Και αυτό δεν ισχύει μόνο για την Ελλάδα. Στην Ισπανία 2,8 εκατομμύρια άνθρωποι κινούνται στα όρια της φτώχιας, δηλαδή πάνω από 1 εκατομμύριο περισσότεροι από ό,τι το 2008. Στην Ιταλία ο αριθμός των ανθρώπων, οι οποίοι κινούνται στα όρια της φτώχιας, αυξήθηκε κατά 3 εκατομμύρια. Στην Ελλάδα είχαμε διπλασιασμό στο ίδιο χρονικό διάστημα.
Ιδιαιτέρως επικίνδυνη εξέλιξη είναι, ότι η κρίση πλήττει με σφοδρότητα τους νέους. Στον ευρωπαϊκό Νότο διαπιστώνεται αισθητή άνοδος του αριθμού των νέων κάτω των 18 ετών, οι οποίοι ζουν σε συνθήκες φτώχιας. Επίσης το ποσοστό των παιδιών με άνεργους γονείς στην Ισπανία και στην Ιταλία διπλασιάσθηκε σε σχέση με το 2008, ενώ στην Ελλάδα σχεδόν τριπλασιάσθηκε. Επίσης, σύμφωνα με αρκετές έρευνες, ένας μεγάλος αριθμός παιδιών με άνεργους γονείς διατρέχουν τον κίνδυνο να πληγούν αργότερα από την ανεργία και να έχουν χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης.
Ο Zsolt Darvas καταλήγει, ότι είναι αναγκαίο ένα Marshall-Plan για τον ευρωπαϊκό Νότο. «Μόνες τους αυτές οι χώρες δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την φτώχια και την ανεργία».
Σε σχέση με την ανεργία στις χώρες, οι οποίες πλήττονται από την κρίση, έχουν ενδιαφέρον τα στοιχεία της Eurostat, τα οποία δείχνουν την δυναμική, που αναπτύχθηκε την περίοδο 2007 έως 2014 σε αντιδιαστολή με τα αντίστοιχα χωρών, που δεν βιώνουν άμεσα την κρίση, όπως η Γερμανία.
Ελλάδα Ισπανία Πορτογαλία Ιταλία Ιρλανδία Γαλλία Γερμανία
2007 8,4% 8,2% 9,2% 6,1% 4,7% 8,0% 8,5%
2014 26,5% 24,5% 14,1% 12,7% 11,3% 10,2% 5,0%
Οι επιπτώσεις αυτής της κατάστασης στη σχέση των πολιτών της γηραιάς ηπείρου με την ευρωπαϊκή προοπτική είναι ήδη ορατές. Οι ευρωπαίοι στην πλειοψηφία τους δεν πιστεύουν στο εγχείρημα της Ενωμένης Ευρώπης, ενώ αρχίζουν να εμφανίζονται πάλι τα αρνητικά στερεότυπα του παρελθόντος στο προσκήνιο. Οι Έλληνες βλέπουν αναβίωση της ναζιστικής λογικής στη Γερμανία, ενώ οι Γερμανοί θεωρούν τους Έλληνες τεμπέληδες. Η πραγματικότητα βέβαια είναι διαφορετική και απέχει πάρα πολύ από αυτές τις λανθασμένες γενικεύσεις. Ούτε οι Γερμανοί είναι Ναζί, ούτε οι Έλληνες είναι τεμπέληδες. Σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.) «ο Έλληνες εργάζονται κατά μέσο όρο 2.000 ώρες το χρόνο, που είναι ο τρίτος υψηλότερος δείκτης στον Ο.Ο.Σ.Α».
Ταυτοχρόνως αναπτύσσεται και ο αριστερός ριζοσπαστισμός, στο πλαίσιο του οποίου «αριστερή στρατηγική δεν είναι πλέον να κινητοποιείς τους ανθρώπους για την αλήθεια, αλλά να συμμετέχεις σε κινήματα, που παράγουν αλήθειες» (Mario Neumann, Institut Solidarische Moderne, ISM και ακτιβιστής). Κινήματα βέβαια δεν θεωρούνται τα κόμματα, τα οποία έχουν αποστασιοποιηθεί από την κοινωνική βάση. Η αναζήτηση του νέου κινείται στο πλαίσιο του κινηματικού αυτοπροσδιορισμού, του κρατικού σχεδιασμού και της αγοράς. Είναι εμφανές, ότι σε πολύ μεγάλο βαθμό επικρατεί ρευστότητα και δεν αποφεύγονται οι εσωτερικές αντιφάσεις αυτής της αναζήτησης, όπως κινηματικός αυτοπροσδιορισμός αλλά και κρατικός σχεδιασμός. Ταυτοχρόνως στο πλαίσιο της ανάπτυξης της ριζοσπαστικής σκέψης θεωρείται, ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα διαλύει την προσωπικότητα του ατόμου με την κυριαρχία των αξιών του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Μετατρέπεται σε «βιοδύναμη», η οποία ελέγχει ακόμη και τις διαπροσωπικές σχέσεις και τα συναισθήματα. Από αυτά τα δεσμά μπορεί το άτομο να απαλλαγεί με τον κινηματικό αυτοπροσδιορισμό του. Μόνο που η προς το παρόν περιθωριακή λειτουργία της ριζοσπαστικής κινηματικής λογικής έξω από το συστημικό πολιτικό γίγνεσθαι οδηγεί στην μη επίτευξη του στόχου της «συμμετοχής στην παραγωγή της αλήθειας». Παράλληλα με την εμφάνιση του αριστερού ριζοσπαστισμού έχουμε και το φαινόμενο της αποστασιοποίησης από την πολιτική και της ευδοκίμησης της λογικής της κοινωνίας του θεάματος και του καταναλωτισμού, χωρίς να αμφισβητείται το κυρίαρχο σύστημα αξιών, το οποίο αντιμάχεται ο αριστερός ριζοσπαστισμός. Σε αυτή την περίπτωση βεβαίως η πολιτική λειτουργία χωρίς πολιτική συνείδηση σημαίνει χειραγώγηση και όχι συμμετοχική δημοκρατία. Επίσης με αυτό τον τρόπο θα μειώνεται το ενδιαφέρον για την προώθηση της Ενωμένης Ευρώπης, ενώ η απουσία κριτικής προσέγγισης του πολιτικού γίγνεσθαι και ενεργού συμμετοχής δεν θα προλαμβάνει αρνητικές εξελίξεις.
Βέβαια δεν πρέπει να παραβλέπεται και η άνοδος σε πολιτική επιρροή του ακροδεξιού λαϊκισμού, ο οποίος προωθεί τον εθνικισμό και αμφισβητεί επικίνδυνα την οικοδόμηση της Ενωμένης Ευρώπης. Ως προς τον εθνικισμό σε ηπιότερη μορφή είναι σκόπιμο να επισημανθεί, ότι τον εκφράζουν πολιτικά και τα υπόλοιπα κόμματα του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος με την λογική του εθνικού συμφέροντος και της εθνικής κυριαρχίας. Δεν ακολουθούν πολιτική προώθησης του κοινωνικού συμφέροντος. Πώς να το κάνουν, όταν από το άλλο μέρος η πολιτική τους ύπαρξη εξαρτάται από τις τοπικές κοινωνίες, ενώ δεν λογοδοτούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτές οι αντιφάσεις του σημερινού οργανωτικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης τροφοδοτούν τον ευρωσκεπτικισμό και σε βάθος χρόνου την κατάρρευση του υπάρχοντος, έστω και ατελούς, οικοδομήματος. Με αυτή την έννοια θέτει ένα καίριο πρόβλημα ο Έλληνας υπουργός οικονομικών Γ. Βαρουφάκης στην εισήγηση του στο Συνέδριο του Institute for New Economic Thinking (Ινστιτούτο Νέας Οικονομικής Σκέψης) για το 2015 στο Παρίσι, όταν επισημαίνει, ότι «Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια ασύμμετρη ένωση και σε κάποιο σημείο, εν τέλει, οι ασύμμετρες ενώσεις θα συντριβούν».
Εάν συνεχίσει η Ε.Ε. να πορεύεται με την λογική, την οποία έχει σήμερα το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα, σίγουρα θα «πέσει στα βράχια». Πρέπει άμεσα να αρχίσουν διεργασίες επανεκκίνησης με στόχο την οικονομική και πολιτική ενοποίηση. Ειδάλλως οι μεμονωμένες χώρες μέλη της Ε.Ε., αναγκάζονται ως ένα βαθμό να αναζητούν οδικές διαδρομές εκτός Ευρωζώνης για να διασφαλίσουν τα συμφέροντα τους. Ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός στις πολιτικές αποφάσεις των κρατών-μελών προϋποθέτει την κυριαρχία του ευρωπαϊκού κοινωνικού συμφέροντος. Τώρα όλοι ομιλούν για την διασφάλιση του εθνικού συμφέροντος και στην πλειοψηφία τους εννοούν την αναπαραγωγή ενός μοντέλου κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης, το οποίο προωθεί την λογική και το συμφέρον οικονομικών ελίτ. Γι’αυτό είναι αναγκαία η ευρωπαϊκή επανεκκίνηση και αυτή τη φορά με πρωτοπόρο την κοινωνία πολιτών. Δεν αρκεί το 80%, για παράδειγμα, των Ελλήνων πολιτών να θέλει την παραμονή στην Ευρωζώνη. Πρέπει οι πολίτες, με τις δομές που διαθέτουν, να ενεργοποιηθούν προς αυτή την κατεύθυνση και να αρχίσει ένας συστηματικός διάλογος τόσο στο επίπεδο της κοινωνικής βάσης όσο και με το πολιτικό σύστημα. Αυτό θα συμβάλλει επίσης στην κάλυψη του δημοκρατικού ελλείμματος σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ο διάλογος δε δεν πρέπει να εξαντλείται στα όρια των τοπικών κοινωνιών, αλλά να έχει ευρωπαϊκές διαστάσεις. Βασικό εργαλείο μπορούν να αποτελέσουν ευρωπαϊκά δίκτυα των δομών της κοινωνίας πολιτών. Η ευρωπαϊκή επανεκκίνηση δεν έχει περιθώρια για μεγαλύτερες καθυστερήσεις.