Το πρώτο μέρος του κειμένου, αφορούσε στα σχετικά με την οργανωτική δομή και διάταξη των θεσμών της εξωτερικής μας πολιτικής. Συνοπτικά, αναφέρω την επισήμανση αναγκαιότητας περιορισμού των Αρχών Εξωτερικού, δημιουργίας αδιάβλητου και διαφανούς συστήματος επιλογής-αξιολόγησης-τοποθετήσεων των διπλωματικών υπαλλήλων, καθώς και στην προτεραιότητα αναβαθμίσεως του οργάνου σχεδιασμού πολιτικής του Υπουργείου Εξωτερικών με παράλληλη ενίσχυση της δημιουργίας δεξαμενών σκέψεως που θα λειτουργεί ενισχυτικά στην προσπάθεια των κρατικών φορέων. Σημείωσα επίσης, ως επιβεβλημένη και πολλαπλά χρήσιμη την παραγωγή εκπαιδευτικού έργου προς ευρύτερη χρήση, εις τρόπον ώστε να γίνονται κατανοητά θέματα εξωτερικής πολιτική της χώρας από την πλειοψηφία των πολιτών, προκειμένου και αυτοί με την σειρά τους, ενημερωμένοι, να προσφέρουν την αναγκαία στήριξη στην υλοποίησή της.
Στο δεύτερο μέρος του κειμένου, στόχος είναι να θιγούν κάποια σημεία που αμελούνται ή παρακάμπτονται ή συνιστούν αστοχίες της εξωτερικής μας πολιτικής. Έχει αναφερθεί σε όλους τους τόνους, ότι ο σχεδιασμός της πολιτικής μας στον διεθνή στίβο, οφείλει να αποστεί από την μονοδιάστατη Ευρωκεντρική οπτική. Δεδομένων των πολιτικών ηθών μας, περάσαμε από τις αρνήσεις της πρώτης περιόδου ένταξης, στο ακριβώς αντίθετο άκρο. Εξαρτήσαμε την όλη μας θεώρηση των εξωτερικών σχέσεων σε μονοδιάστατη ευρωκεντρική λογική με συνέπεια τούτο, να περιορίζει την ανάπτυξη εθνικής και επεξεργασμένης στρατηγικής πολιτικής, γεγονός απαραίτητο, εν όψει και των αλλαγών οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κατά την 10ετία του 1990.
Η αρχή της δεκαετίας αυτής, συνοδεύτηκε από την ύπαρξη γεγονότων που οδήγησαν στην ανακατάταξη του παγκόσμιου status (πτώση του τείχους το 1989, διάλυση της ΕΣΣΔ και η πτώση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης), με την ταυτόχρονη επικράτηση των σοσιαλδημοκρατών στην Δύση· οι σοσιαλιστές με τον Phelippe Gonzalez στην Ισπανία, η κεντροαριστερά με τον Massimo Dalema στην Ιταλία, και κυρίως η κυριαρχία των Εργατικών του Tony Blair στο Ηνωμένο Βασίλειο) και στις Η.Π.Α. των Δημοκρατικών του Bill Clinton, αναμφισβήτητα υπήρξαν οι σημαντικοί παράγοντες στα πρώτα βήματα της πορείας στην νέα, παγκόσμια συνθήκη και αλλαγή. Είναι αναμφισβήτητο ότι το 1989, αποτελεί το σημείο εκείνο όπου οριοθετείται η νέα διάκριση Ανατολής – Δύσης.
Σε αυτή τη χρονική περίοδο, ο ελληνικός μηχανισμός ανάλυσης –όποιος και αν είναι αυτός-, εμφανίζεται αιφνιδιασμένος και αμήχανος, από τις ραγδαίες εξελίξεις που προκάλεσαν ανατροπές, και δεν νομίζω ότι έχει αποκατασταθεί και σήμερα η ισορροπία. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της ασυνάρτητης εξωτερικής πολιτικής και των επιπτώσεων που προκύπτουν εξ αυτού, αποτελούν τόσο η επίσκεψη του τότε ΥΠΕΞ Σαμαρά στην Αλβανία το 1990, που ως αποτέλεσμα, επέφερε την μαζική έλευση μεταναστών σε μια απροετοίμαστη να τους υποδεχθεί χώρα και η στάση του, επίσης, στην διάσκεψη της Ε.Ε. για την διάλυση της Ο.Δ. Γιουγκοσλαβίας και στο θέμα το οποίο ανέκυψε από την δημιουργία της ανεξαρτήτου FYROM. Το ότι η κακή ή εν πάση περιπτώσει, ασύντακτη διαχείριση των διεθνών θεμάτων της χώρας, οδήγησε στην περίπτωση αυτή σε πτώση της Κυβέρνησης, δεν είναι απόδειξη των επιπτώσεων μιας κακής διαχείρισης θεμάτων εξωτερικής πολιτικής και στο εσωτερικό;
Με δεδομένη την δημοσιονομική δυσχέρεια, εκτιμώ ότι υπάρχουν τα περιθώρια για βελτιώσεις και αναθεωρήσεις στις λανθασμένες εκείνες επιλογές οι οποίες, αν δεν έχουν επιφέρει μη ανατάξιμες βλάβες, έχουν προκληθεί επιπλοκές και δυσκολίες στην διαχείριση της εικόνας και των υποθέσεων της χώρας στο εξωτερικό. Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική κυριαρχείται από παθογένειες όπως αυτές που έχουν ρίζες σε εμμονές ιστορικής προελεύσεως, ανεπαρκή σχεδιασμό στρατηγικής στον μέσο ή μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα, ελλείμματα στην ανάλυση και αντιφάσεις με παράλληλη αδυναμία τηρήσεως μιας συντεταγμένης συνεκτικής και συνεχούς γραμμής, ενώ ο δυσλειτουργικός και μη αποτελεσματικός –όπως προανεφέρθη κατά το πρώτο μέρος του κειμένου-, μηχανισμός διαχειρίσεως των εξωτερικών υποθέσεων, μεγεθύνει τα μειονεκτήματα και σμικρύνει τα όποια θετικά σημεία.
Κατ’ αρχάς πρέπει να εξετασθεί κατά προτεραιότητα, το ζήτημα της επίλυσης των ανοικτών θεμάτων με τις γειτονικές χώρες. Οι λύσεις οι οποίες θα επιλεγούν, προδήλως, πρέπει να τυγχάνουν ευρείας αποδοχής από την κοινωνία. Τούτο, αφ’ ενός γιατί δεν πρέπει να προκαλούνται αντιδράσεις και εσωτερικές αντιπαραθέσεις, οι οποίες θα ερμηνεύονται ως ενδείξεις αβεβαιότητος και αδυναμίας της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας και αφ’ ετέρου διότι, όπως είναι κοινή παραδοχή, ότι καμία εξωτερική πολιτική, ακόμη και αυτή με τον καλύτερο σχεδιασμό, δεν είναι δυνατόν να επιτύχει εάν δεν υπάρχει η στήριξη της κοινής γνώμης προς αυτήν, τόσο στην χώρα η οποία εφαρμόζει όσο και στην χώρα όπου μέλλει να εφαρμοσθεί. Αυτό το τελευταίο, συνεπάγεται και την ανάγκη συνεκτιμήσεως των θέσεων και των άλλων χωρών καθώς τα κράτη σχεδιάζουν πολιτική με βάση τα συμφέροντά τους και όχι το συναίσθημα ή ευήκοες μυθοπλασίες. Πάντοτε επί τη βάσει αρχών και αξιών, αλλά, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να επικρατεί το θυμικό, έναντι της λογικής ανάλυσης και των πραγματικών δεδομένων.
Ατυχώς, η κρατούσα πρακτική μεταθέσεως της επιλύσεως των προβλημάτων σε επόμενο χρόνο –πρακτική που επικρατεί σε όλο το φάσμα της ελληνικής πολιτικής και σε άλλα ζητήματα, εσωτερικού ενδιαφέροντος-, οδηγεί εν τέλει σε αδράνεια και συντηρεί ανοικτά εθνικά ζητήματα με τις γειτονικές χώρες, που έχουν περιέλθει σε χρόνια κατάσταση. Θα έπρεπε να έχει ληφθεί υπ’ όψιν ότι η διαιώνιση σειράς εκκρεμοτήτων δίδει πολύτιμο χρόνο στην άλλη πλευρά και παραλλήλως, επηρεάζει αρνητικά, δημιουργείται κακή προδιάθεση στην διεθνή κοινότητα με την προβολή της χώρας ως «στριφνής γεροντοκόρης», η οποία γκρινιάζει με όλους και όλα αδιακρίτως, δίχως να επιδιώκει επίλυση των προβλημάτων της, αλλά, απλώς συντηρεί τις αφορμές για την γκρίνια της ως ζωτικής σημασίας πρακτική αυτεπιβεβαίωσης ή και αυτοϊκανοποίησης. Τα σημεία τα οποία, κατά την κρίση μου πάντοτε, χρίζουν παρεμβάσεων διακρίνονται σε δύο κύριες κατηγορίες. Εκείνα που αφορούν στον προσανατολισμό και διεκδικήσεις συναφείς με το παγκόσμιο περιβάλλον και σε εκείνα, που αφορούν στις σχέσεις με τις γύρω χώρες.
Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται α) η περίπτωση της εμμονής στην μονοδιάστατη ευρωκεντρική προσέγγιση, η οποία περιορίζει την ευελιξία της χώρας κατά την κίνησή της στο διεθνές πεδίο και β) η στερεότυπη προσήλωση στην βαρύτητα, που θεωρητικά μόνον, έχει ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, κάτι που εκ των πραγμάτων δεν υφίσταται. Επί παραδείγματι, πόσα ψηφίσματα των Η.Ε. υλοποιήθηκαν για το Κυπριακό, σε τι εμπόδισε ο Οργανισμός την επέμβαση των Η.Π.Α. και του Συνασπισμού (Coalition) στο Ιράκ και πλείστα όσα παραδείγματα. Είναι προφανές, πως δίχως εκτελεστική δυνατότητα και ισχύ επιβολής κυρώσεων, αυτοδικαίως και μονομερώς από τα Η.Ε., δεν είναι δυνατόν να έχουν βαρύνοντα θεσμικό ρόλο στην διεθνή σκακιέρα, αλλά, χρησιμοποιούνται και ο μηχανισμός τους ενεργοποιείται, μόνον στις περιπτώσεις εκείνες που κρίνεται ότι εξυπηρετεί τις μεγάλες δυνάμεις οι οποίες και καθορίζουν το παγκόσμιο παιχνίδι. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί η στρατηγική διαμορφώσεως συμμαχιών και ανευρέσεως υποστηρικτών σε άλλες οργανωμένες δομές της διεθνούς κοινότητας, όπως π.χ. της ομάδας G20 (παρακαλώ, αυτό το σημείο να συγκρατηθεί καθώς είναι συναφές και με την τακτική της Τουρκίας), διότι εκεί λαμβάνονται σημαντικές και καθοριστικές αποφάσεις και παρά το καθεστώς «άτυπης συγκρότησης», η ομάδα αυτή είναι εκείνη που έχει τον βαρύνοντα ρόλο στην διαμόρφωση των παραμέτρων στις εξελίξεων του παγκόσμιου χώρου. Δηλαδή, απαιτείται σχεδιασμός που θα επιδιώκει να στοχεύει στην υπερεθνική συνεργασία. Είναι ενδεικτική η ελαφρότητα στην αντιμετώπιση των σχέσεων αυτών με άλλες χώρες -οι οποίες και μεγάλες αγορές και ισχυρές είναι-, αν σκεφθούμε ότι παρά την υπογραφή της κατάλληλης συμφωνίας με την Κίνα και ενώ το Υπουργείο Εξωτερικών αυτής της χώρας διαθέτει ειδική διεύθυνση για την Ελλάδα, στελεχωμένη με περισσότερους των 10 Διπλωματικούς, οι οποίοι έχουν άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας, ιστορίας και σημερινής πραγματικότητας εφ’ όσον οι περισσότεροι εξ αυτών διαθέτουν μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών από Ελληνικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, στο Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών δεν υπάρχει ούτε ένας Σινομαθής Διπλωματικός. Για ποια χώρα είναι πιο σημαντική η δημιουργία ισχυρών δεσμών άραγε? Βέβαια πως θα μπορούσαμε να σχεδιάσουμε και να αναπτύξουμε δράση σε αυτό το επίπεδο όταν αδυνατούμε να το πράξουμε για ζητήματα με γειτονικές χώρες. Ακολούθως, παραθέτω κάποια θέματα που θεωρώ ότι χρίζουν παρεμβάσεων και αναφέρω μερικές πρώτες βασικές σκέψεις επ’ αυτών:
Αλβανία: Η σχέση καλής γειτονίας και ανάπτυξη ουσιαστικών και ισχυρών σχέσεων και δεσμών με την Αλβανία, έχουν ιδιαίτερη σημασία και κρισιμότητα, γιατί παρά το μικρό μέγεθός της, πρέπει να αντιληφθούμε ότι από μιας αρχής, είναι απολύτως αποδοτική και συμφέρουσα η ανάπτυξη συμμαχιών στην περιοχή και συντελούν καθοριστικά στην προβολή της καλής εικόνας της χώρας στην διεθνή κοινότητα. Η μονομερής στροφή της κοινής γνώμης προς την Σερβική πλευρά κατά την διάρκεια της κρίσεως στο Κοσσυφοπέδιο, δημιούργησε στεγανά και εχθρότητες. Η αντιμετώπιση της περιόδου αυτής, αποτυπώνει χαρακτηριστικά την αφέλεια και θυμικότητα με τις οποίες προσεγγίζουμε τα θέματά μας. Το δημιουργούμενο κακό κλίμα έναντι των Αλβανών μεταναστών εκείνη την περίοδο (1999-2000), δεν επέτρεψε μια ψύχραιμη ανάγνωση της πραγματικότητας, και μονομερώς υποστηρίχθηκε η Σερβική πλευρά. Δεν είναι θέμα που μπορεί να αναλυθεί εδώ, αλλά, αυτό ήταν τραγικό σφάλμα, καθώς αποστέρησε από την φαρέτρα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, την αξιοποίηση της Αλβανικής συνιστώσας της FYROM, προκειμένου να δημιουργηθούν ευνοϊκοί, για την ελληνική πλευρά, όροι στο θέμα της ονομασίας.
Επιπροσθέτως, ο μεγάλος αριθμός Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα και η ύπαρξη της ελληνικής εθνικής μειονότητας στον Νότο της Αλβανίας, ενώ θα μπορούσαν να είναι εργαλεία και γέφυρες επικοινωνίας, έχουν καταλήξει να θεωρούνται –εξ αιτίας κακών χειρισμών και από τις δύο πλευρές-, αγκάθια στις μεταξύ μας σχέσεις. Επιπροσθέτως η αμήχανη αντιμετώπιση του ζητήματος αποζημιώσεων των περιουσιών των τσάμηδων, από την ελληνική πλευρά, επιτρέπει την κατά περιόδους χρησιμοποίησή του από κύκλους που δεν επιθυμούν την προσέγγιση Ελλάδος και Αλβανίας, προκειμένου να δημιουργούνται εντάσεις στις διμερείς σχέσεις μας. Πρέπει να κατανοηθεί ότι η αποδοχή και ένταξη μειονοτικών ομάδων ή ομάδων μεταναστών, σε μια χώρα, είναι μια σύνθετη και μακρά διαδικασία και αποτέλεσμα αμφίδρομης προσπάθειας και πρωτίστως εκούσιας διεργασίας. Ουδόλως, επομένως εξυπηρετεί σήμερα -και μάλιστα εν όψει της Ευρωπαϊκής προοπτικής-, η διατήρηση των υψηλών τόνων και η αναμόχλευση παθών, πρακτική που εδράζεται σε κενές εθνικιστικές αιτιάσεις, απευθύνονται στα πλέον ταπεινά ένστικτα των πολιτών, ανασύρουν τον φόβο και ως παραγόμενο προϊόν έχουν την αναζωπύρωση των εθνικιστικών, ανόητων, περιττών και για τις δύο χώρες, απόψεων και συμπεριφορών. Η πολιτική μας εδώ, πάντοτε σε συνεννόηση και συνεργασία με τις ενδιαφερόμενες ομάδες, πρέπει να ανασυνταχθεί. Το τσάμικο, είναι ένα ακόμη δείγμα των κακών χειρισμών μας. Η αδράνεια επέτρεψε την χειριστική δυνατότητα της αλβανικής πλευράς, καθώς μια ομάδα 50 εναπομεινάντων γερόντων, τρέπουν σε φυγή τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κατά την διάρκεια επίσημης επίσκεψής του, ενώ η εδώ έλευση του Προέδρου ή άλλου αξιωματούχου των Η.Π.Α., δικαιολογεί απολύτως και δικαίως την πυρπόληση του Αθηναϊκού κέντρου και τον αποκλεισμό της πόλης. Προφανώς και οι αιτιάσεις για αποζημιώσεις περιουσιών στερούνται σοβαρότητας –σημειώνεται ότι δεν υφίστανται διεκδικήσεις εδαφικών εκτάσεων, αλλά, αποζημιώσεων-, καθώς παρόμοια ζητήματα έχουν απαντηθεί και λήξει οριστικά προ πολλών ετών σε διεθνές επίπεδο. Η απάντηση είναι απλή: όποιος κρίνει ότι αδικείται ας προσφύγει σε διεθνή όργανα απονομής δικαίου. Δεν είναι δυνατόν όμως τέτοια ζητήματα να τίθενται στην ατζέντα, επίσημη ή μη, των διμερών σχέσεων. Πέραν πάσης αμφιβολίας, και σε κάθε περίπτωση, είναι επιβεβλημένη η αλλαγή στρατηγικής στην προσέγγιση με την Αλβανική πλευρά, διότι αδικεί την χώρα μας, ακόμη και αυτή η ουδετερότητα στις μεταξύ μας σχέσεις και λόγω υψηλού ενδιαφέροντος και λόγω της γειτνιάσεως.
Εδώ ας συγκρατηθεί και η αντιφατική θέση για το ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου, του οποίου, ναι μεν δεν αναγνωρίζουμε την ανεξαρτησία, αλλά παρέχουμε εγγυήσεις για την ενταξιακή του προοπτική στην Ε.Ε. και τους Διεθνείς Οργανισμούς.
FYROM: Η χαίνουσα πληγή για την ονομασία της χώρας αυτής, η οποία προέκυψε από την διάσπαση της πρ. Ο.Δ. Γιουγκοσλαβίας και επί ημερών της οποίας είχε την ονομασία «Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» χωρίς την υποβολή ενστάσεων από την Ελληνική πλευρά, και δίχως να υπάρχει προετοιμασμένο έστω και ως άσκηση, κάποιο σενάριο για παρόμοια εξέλιξη, αλλά, κυρίως δίχως να υπάρξει διαπραγμάτευση εντός της Ε.Ε. σχετικά με την αποδοχή από την ευρωπαϊκή οικογένεια της Γιουγκοσλαβίας και την αναγνώριση των νέων κρατών που προέκυπταν από την αποσκίρτηση των ομόσπονδων δημοκρατιών της. Επελέγη η πρόδηλα αδιέξοδη και άνευ ουσίας αντιπαράθεση περί της ονοματολογίας, θέση που περιέχει αδυναμίες, καθώς δεν είναι εύκολο να πειστεί η διεθνής γνώμη γιατί μια νέα χώρα δεν μπορεί να διατηρήσει το όνομα που είχε επι μια προηγούμενη 50ετία και ενώ τα 2/3 περίπου της εκτάσεώς της είναι τμήμα της Μακεδονίας. Εκ των υστέρων, προβάλλουν ως σώφρονες επιλογές εκείνες που υπαγόρευαν την διατήρηση επιθετικού προσδιορισμού (γεωγραφικού ή εθνολογικού) στο όνομα της χώρας και αποτροπή οικοιοποιήσεως από την ηγεσία των Σκοπίων της συνέχειας του Μακεδονικού έθνους και της καπηλείας της ιστορίας. Σήμερα, η ακολουθούμενη τακτική, από την Ελλάδα, οδήγησε στην κατάσταση «ο κόσμος να το έχει τούμπανο και εμείς κρυφό καμάρι», καθώς σε έγγραφα ή χάρτες διεθνών οργανισμών ή άλλων χωρών (ακόμη και εκείνων που δεν περιλαμβάνονται στις χώρες που έχουν αναγνωρίσει πλήρως την ΠΔΓΜ), η χώρα αυτή αναγράφεται και αναφέρεται ως «Μακεδονία». Μια ακόμη περίπτωση κατά την οποία οι λεονταρισμοί για εσωτερική κατανάλωση, δημιουργούν δυσάρεστη ατμόσφαιρα για την Ελλάδα, στην διεθνή πολιτική.
Τουρκία: Άφησα τελευταία την περίπτωση της Τουρκίας και διότι είναι μείζονος κρισιμότητας, αλλά και διότι έχω σε παλαιότερο ειδικότερο κείμενο περιγράψει την άποψή μου για τις μεταξύ μας σχέσεις. Το σημείο που θεωρώ πως πρέπει να συγκρατείται είναι ότι πρέπει η οπτική με την οποία εξετάζονται και καθορίζονται οι σχέσεις αυτές, είναι επιβεβλημένο να απαλλαγεί από εμμονές και φοβίες που επικρατούν στο όλο βάθος χρόνου και το γεγονός ότι το «μεγάλο» όπλο της ελληνικής εξωτερικής τακτικής, εκείνο δηλαδή περί της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, δεν είναι και τόσο ισχυρό σήμερα, καθώς η Τουρκία ως μέλος –έστω και ως παρατηρητής-, της ομάδας G20 καθίσταται πλέον άμεσος συνομιλητής των δυνάμεων στην χάραξη στρατηγικής και δεν είναι ένας απλός αποδέκτης της εφαρμογής της δικής τους πολιτικής, αλλά έχει περιθώρια παρεμβάσεων στην διαμόρφωσή της.
Το όλο θέμα, προφανώς, δεν εξαντλείται σε λίγες γραμμές, ούτε επιδέχεται απλουστεύσεις. Υπάρχουν ζητήματα που αφορούν στις ενδοευρωπαϊκές σχέσεις μας, στις σχέσεις με χώρες πέραν του Ατλαντικού –και όχι μόνο με τις Η.Π.Α., αλλά και με άλλες ενδιαφέρουσες χώρες της Αμερικανικής Ηπείρου-, και με χώρες της Ασίας.
Τέλος, πρέπει να τονίσω ότι στόχος μου δεν ήταν να υποκαταστήσω τους ειδικούς επιστήμονες ή αρμόδιους, θεσμικούς χειριστές των θεμάτων της εξωτερικής πολιτικής. Πρόθεσή μου είναι να μεταφέρω την άποψη υποψιασμένων πολιτών, οι οποίοι αντιλαμβάνονται την υψηλή σημασία αλλά και τα οφέλη που συνεπάγονται από την συνεπή υλοποίηση μιας επεξεργασμένης και σοβαρής στρατηγικής εξωτερικών σχέσεων.