Αναγκαίες σοσιαλδημοκρατικές υπερβάσεις

Χρίστος Αλεξόπουλος 21 Αυγ 2016

Πολύ χαρακτηριστικός για την κατάσταση, που επικρατεί στο χώρο της πολιτικής στην Ελλάδα και ιδιαιτέρως στον σοσιαλδημοκρατικό χώρο ή γενικά και αόριστα στην κεντροαριστερά, στην προσπάθεια δημιουργίας μιας ενιαίας παράταξης, είναι ο έμμεσος διάλογος μεταξύ της προέδρου του ΠΑΣΟΚ και κύκλων του Ποταμιού.

Σύμφωνα με την πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ «Ο εκλεγμένος επικεφαλής και ένα αναλογικής σύνθεσης συντονιστικό πολιτικό όργανο θα οδηγήσουν το νέο σχήμα σε ένα συνέδριο την ερχόμενη άνοιξη».

Από το Ποτάμι εκφράσθηκε δυσαρέσκεια «Για μια ακόμα φορά η Φώφη αποδεικνύει, ότι κινείται με βάση τα δικά της συμφέροντα και όχι τα συμφωνηθέντα» και τονίζεται «ή θα πάμε σε καθαρή εκλογή χωρίς χειροπέδες στα χέρια του αρχηγού ή δεν θα πάμε σε εκλογή» (Το Βήμα online, 8.8.2016).

Τελικά φαίνεται, ότι το πιο ουσιαστικό πρόβλημα για τους φέροντες την ευθύνη της πορείας για την ίδρυση του νέου πολιτικού σχηματισμού είναι η διασφάλιση των οργανωτικών προϋποθέσεων με κριτήρια ανάλογα με την σημερινή τους κομματική ταυτότητα ή η αποφυγή πιθανών παρεμβάσεων για την εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων.

Θα ήταν όμως χρήσιμο να προηγηθεί συστηματική προσπάθεια για την έναρξη διαλόγου σχετικά με τις αναγκαίες υπερβάσεις σε σχέση με την πολιτική λειτουργία τους στο παρελθόν. Αυτό θα διευκόλυνε και τις οργανωτικές διεργασίες για την ίδρυση του νέου σχήματος, το οποίο θα κινείται στο σοσιαλδημοκρατικό χώρο.

Ακόμη δεν έχει κατατεθεί τεκμηριωμένη και αξιόπιστη πρόταση ως προς τα οργανωτικά χαρακτηριστικά της δομής ενός σύγχρονου πολιτικού οργανισμού, ο οποίος θα μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τις παθογένειες του παρελθόντος και να κινηθεί αποτελεσματικά τόσο ως προς την ανάλυση του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι όσο και ως προς την σχεδίαση πολιτικής σε μια παγκοσμιοποιημένη και πολύπλοκη πραγματικότητα.

Η εθνική πορεία μόνο σε αυτή την περίπτωση θα είναι βιώσιμη. Η εθνικιστικού τύπου εσωστρέφεια θα οδηγήσει την κοινωνία στην αποσύνθεση και στην περιθωριοποίηση.

Ανάλογες επιπτώσεις θα έχει και η αναπαραγωγή του μοντέλου οργάνωσης των κομμάτων, το οποίο αντιστοιχεί σε συνθήκες (οικονομικές, πολιτισμικές, κοινωνικές) του παρελθόντος. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να κυριαρχεί ο παραγοντισμός των πολιτικών προσώπων τόσο στο εσωτερικό των κομμάτων όσο και στην κοινωνία στο πλαίσιο της λογικής του πελατειακού συστήματος.

Ούτε και ο κομματισμός στις δομές της κοινωνίας πολιτών (Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις), ο οποίος δεν επιτρέπει την έκφραση του κοινωνικού συμφέροντος και της ελεύθερης βούλησης των πολιτών, ώστε να αναπτύσσεται διάλογος στην κοινωνική βάση και να πραγματώνεται η δημοκρατία με ουσιαστικό τρόπο.

Αντί να αναλώνεται το κάθε κόμμα και ιδιαιτέρως ένα σοσιαλδημοκρατικό, σε πρακτικές αυτής της ποιότητας και η διαμόρφωση προγραμματικής πρότασης να στηρίζεται στην κατάθεση και συρραφή ιδεών και προτάσεων από άτομα, τα οποία έχουν κοινή ιδεολογική αναφορά (σοσιαλδημοκρατική), είναι αναγκαίο να αλλάξει με ριζικό τρόπο την οργανωτική του μορφή.

Στη σημερινή σύνθετη πραγματικότητα και την μεγάλη ταχύτητα της εξέλιξης, η οποία επιβάλλει μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και πολυδιάστατη προσέγγιση του κοινωνικού γίγνεσθαι, η διαμόρφωση προγραμματικών προτάσεων δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα συστηματικής και συνεχούς ενασχόλησης διεπιστημονικά στελεχωμένων μηχανισμών ανάλυσης της πραγματικότητας και σχεδίασης πολιτικής, οι οποίοι λειτουργούν στη δομή των κομμάτων.

Με αυτό τον τρόπο γίνεται ουσιαστική προσέγγιση των αναγκών της κοινωνίας στην προβολή τους στο μέλλον, διότι ο πολιτικός σχεδιασμός είναι μακροπρόθεσμος και καλύπτει όλες τις διαστάσεις της κοινωνικής δραστηριοποίησης.

Ένα κόμμα και μάλιστα σοσιαλδημοκρατικό με τέτοια εργαλεία στη δομή του θα μπορεί να προπορεύεται των εξελίξεων και να τις οριοθετεί σε μεγάλο βαθμό. Μέχρι τώρα έπεται και προσπαθεί να διαχειρισθεί τις επιπτώσεις τους.

Διαμορφώνονται επίσης οι προϋποθέσεις, ώστε ο πολιτικός ορίζοντας του κόμματος να μην εξαντλείται στα εθνικά σύνορα, αλλά να αποκτά ευρωπαϊκές και πλανητικές διαστάσεις, διότι διαθέτει τα επιστημονικά μεθοδολογικά εργαλεία για την επεξεργασία και ανάλυση του συνόλου των παραμέτρων, που συνθέτουν το πλανητικό γίγνεσθαι. Έτσι θα μπορεί να αντιμετωπίσει την παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα και να διαχειρισθεί τις επιπτώσεις του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας, ώστε η πορεία της χώρας να είναι βιώσιμη και να καταστεί εφικτή η αντιμετώπιση των πλανητικής εμβέλειας προβλημάτων (από την μείωση των αποθεμάτων πόσιμου νερού και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής μέχρι το φαινόμενο της μαζικής μετακίνησης πληθυσμών και την ανάγκη ανάπτυξης καθαρών μορφών ενέργειας π.χ. Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας).

Παράλληλα τόσο το κόμμα όσο και το πολιτικό προσωπικό πρέπει να αλλάξουν νοοτροπία και να μην λειτουργούν ως μεσάζοντες στην «παροχή ευκαιριών» στους πολίτες υποκαθιστώντας ένα λειτουργικό σύστημα αξιών, που θα εκφράζει το κοινωνικό συμφέρον.

Στις σύγχρονες κοινωνίες της γνώσης κριτήριο για την ατομική πορεία, από το επαγγελματικό μέχρι το κοινωνικό επίπεδο, δεν μπορεί να είναι ο βαθμός εξάρτησης των πολιτών από το πολιτικό προσωπικό, αλλά η απόδοση και η επίδοση του ατόμου στους διάφορους τομείς δραστηριοποίησης του, μέσα από τους οποίους προωθείται και το κοινωνικό συμφέρον.

Στο πλαίσιο της βελτίωσης της ποιότητας ζωής του κοινωνικού συνόλου ωφελείται και ο πολίτης ως ατομική οντότητα. Ειδάλλως έχουμε φαινόμενα κοινωνικής αδικίας και πρόκλησης μεγάλων ανισοτήτων, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει πρόβλημα η κοινωνική συνοχή.

Παράλληλα ο «μεσολαβητικός ρόλος» των κομμάτων και των πολιτικών φθείρει την δημοκρατία και την εμπιστοσύνη των πολιτών προς αυτήν. Όταν η «ελεύθερη βούληση» του πολίτη εξαρτάται από τον «μεσάζοντα» πολιτικό, τότε το δημοκρατικό πολίτευμα χάνει το ουσιαστικό του περιεχόμενο και αποκτά τυπικό, διαδικαστικό ρόλο για την εξυπηρέτηση συμφερόντων, πολιτικών και οικονομικών.

Βέβαια στο πλαίσιο της διεκδίκησης της διαχείρισης κυβερνητικής εξουσίας υπάρχουν και άλλα «εργαλεία» εκτός από τον ρόλο του «μεσάζοντα». Το πιο σημαντικό είναι η πλειοδοσία σε οραματικές πολιτικές στοχεύσεις, που εγγίζει τα όρια των φαντασιώσεων. Όταν όμως έχει επιτευχθεί ο στόχος της ανάληψης της διακυβέρνησης της χώρας, αιφνιδίως επικρατεί η λογική του πολιτικού πραγματισμού.

Αυτή η πρακτική βλάπτει σε βάθος χρόνου το πολιτικό σύστημα στο σύνολο του. Πολύ περισσότερο την Σοσιαλδημοκρατία, η οποία στο παρελθόν επικέντρωσε, όχι μόνο σε οραματικό αλλά και σε πρακτικό επίπεδο, στην τοποθέτηση της ανθρώπινης οντότητας στο κέντρο της πολιτικής της με την οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους.

Ο πολιτικός πραγματισμός εξαντλεί τα όρια του στην λειτουργικότητα και οικονομική απόδοση των κοινωνικών συστημάτων. Και αυτό απέχει πολύ από την σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση της πραγματικότητας, η οποία με την επικράτηση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής οπτικής λειτουργεί με σημείο αναφοράς τον ατομικισμό και τον χωρίς όρια ανταγωνισμό και όχι τον κοινωνικό ανθρωπισμό.

Τέλος ο κίνδυνος του λαϊκισμού και η αξιοποίηση του συναισθήματος ως επικοινωνιακού μέσου για την προώθηση και επιβολή πολιτικών απόψεων, οι οποίες δεν στηρίζονται στη γνώση των δεδομένων της πραγματικότητας αλλά στην εξιδανίκευση μορφών ολοκληρωτικής πολιτικής λειτουργίας ως προς τους στόχους, που υπηρετεί, έχει αρχίσει να αποκτά κοινωνικά ερείσματα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες και ευρύτερα στον πλανήτη (φαινόμενο Trump στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής).

Σε συνδυασμό μάλιστα με τις επικοινωνιακές δυνατότητες της ηλεκτρονικής τεχνολογίας και της «εντύπωσης», που προκαλεί η τηλεοπτική εικόνα, μεγιστοποιείται η προοπτική συρρίκνωσης της δημοκρατικής λειτουργίας και του ορθολογισμού, ως μέσου για την προσέγγιση και ανάλυση της πραγματικότητας και την διαμόρφωση πολιτικής άποψης και ελεύθερης βούλησης από τους πολίτες.

Είναι εύκολη η απόκτηση επιρροής, όταν οι πολίτες αγνοούν τις παραμέτρους διαμόρφωσης της πραγματικότητας και λειτουργούν με βάση την συναισθηματική φόρτιση, που προκαλεί ο λαϊκισμός. Όμως αυτό οδηγεί στην χειραγώγηση τους και πρέπει να αποφευχθεί.

Ο σοσιαλδημοκρατικός χώρος επείγει να αναλάβει άμεσα πρωτοβουλίες για την αξιοποίηση του ορθολογισμού στην πολιτική επικοινωνία και την σφαιρική και σε βάθος ενημέρωση των δομών της κοινωνίας πολιτών.

Ιδιαιτέρως λόγω της μεγάλης ρευστότητας, που επικρατεί αυτή την περίοδο σε πλανητικό επίπεδο (ασύμμετρες απειλές, οικονομική κρίση κ.λ.π.) η δημοκρατική λειτουργία απειλείται. Και η πρόκληση ανισορροπιών, που μπορούν να οδηγήσουν σε επικίνδυνες ανατροπές, είναι πιθανές, αν δεν υπάρξει άμεσα αντίδραση. Ο σοσιαλδημοκρατικός χώρος πρέπει να ηγηθεί αυτής της προσπάθειας. Χρειάζεται όμως στρατηγική και ολοκληρωμένος σχεδιασμός.

Για να μπορέσει να ανταποκριθεί σε όλες αυτές τις προκλήσεις, πρέπει να απομακρυνθεί άμεσα από τις αρνητικές πρακτικές του παρελθόντος και να κάνει τις αναγκαίες υπερβάσεις ξεκινώντας από την οικοδόμηση ενός σύγχρονου πολιτικού σχηματισμού, ο οποίος δεν θα αναπαράγει πολιτικά και οργανωτικά πρότυπα, παραλλαγές αυτών που κατασκεύασε κατά την διάρκεια της ιστορικής του διαδρομής μέχρι τώρα.

Οι συνθήκες είναι ώριμες. Η σοσιαλδημοκρατική πολιτική εκδοχή είναι; Θα φανεί από το αποτέλεσμα των διεργασιών για την δημιουργία του νέου πολιτικού σχήματος.