Μετά τις ευρωεκλογές (9 Ιουνίου 2024) και την πολύ μεγάλη αποχή (περίπου 60%) σε συνδυασμό με την μη επίτευξη των κομματικών στόχων σε σχέση με τα ποσοστά, που κατέγραψαν τόσο το κυβερνητικό κόμμα όσο και τα κόμματα στο χώρο της αντιπολίτευσης, διατυπώθηκαν ερωτήματα, τα οποία οριοθετούνται ανάλογα με την θέση τους είτε στην διαχείριση κυβερνητικής εξουσίας είτε στην διεκπεραίωση αντιπολιτευτικού ρόλου.
Ως προς το περιεχόμενο τους έχει ενδιαφέρον, ότι εξαντλούνται στο αν θα δημιουργηθεί νέο πολιτικό σχήμα (στο χώρο της λεγόμενης κεντροαριστεράς), τι θα γίνει με τα υπάρχοντα σχήματα, ποιος θα ηγηθεί, τι θα γίνει με τις υπάρχουσες ηγεσίες και ποιό θα είναι το προγραμματικό πλαίσιο.
Στο κυβερνητικό κόμμα το πρόβλημα περιορίσθηκε στην χρέωση ευθύνης για το χαμηλό εκλογικό ποσοστό σε σύγκριση με τις προηγούμενες εκλογές και στην ανάγκη ενασχόλησης της κυβέρνησης με τα προβλήματα της καθημερινότητας των πολιτών (π.χ. ακρίβεια).
Εκείνο, που δεν έκαναν όλοι, είναι να προβληματισθούν, να θέσουν ερωτήματα και να αναζητήσουν τόσο τα γενεσιουργά αίτια όσο και λύσεις για τις ανισορροπίες, που παράγει το σύστημα κοινωνικής οργάνωσης και λειτουργίας και επηρεάζουν την δυναμική της εξέλιξης και την προοπτική της κοινωνίας σε βάθος χρόνου.
Αντί για αυτό αναζητούν νέες ισορροπίες στο κοινωνικό πεδίο, τις οποίες καλλιεργούν επικοινωνιακά στο επίπεδο της πολιτικής με φαντασιακού τύπου επαγγελίες για το μέλλον ή ηθικολογικού χαρακτήρα κριτική των αντιπάλων, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη την πραγματικότητα ως δυναμικό μέγεθος, το οποίο οριοθετεί την κοινωνική δυναμική σε βάθος χρόνου υπερβαίνοντας τις συνθήκες, που διαμορφώνονται στο πλαίσιο του συστήματος κοινωνικής οργάνωσης και λειτουργίας.
Κανένα κόμμα δεν ασχολείται με τις παρενέργειες της κλιματικής αλλαγής και της ρύπανσης του περιβάλλοντος στον οικονομικό τομέα, στην υγεία, στα ζωτικής σημασίας για τον άνθρωπο οικοσυστήματα και σε άλλους τομείς.
Παράλληλα δεν απαντούν στο ουσιαστικό ερώτημα για τον ρόλο της κοινωνίας πολιτών ως εκφραστή του κοινωνικού και του ανθρώπινου συμφέροντος, η οποία ταυτοχρόνως αποτελεί βασικό εργαλείο για την λειτουργία των πολιτών ως συλλογικών υποκειμένων. Για αυτό τον λόγο δεν ενδιαφέρονται ούτε απαντούν στο ερώτημα για το πώς θα διασφαλισθεί η πολυδιάστατη και αντικειμενική ενημέρωση των πολιτών σε συνθήκες πολυπλοκότητας και ταχύτατης ροής της εξέλιξης.
Πολύ περισσότερο δεν απαντούν σε ερωτήματα για την διασφάλιση σχεδιασμού και λειτουργικής πολιτικής διαχείρισης της πολύπλοκης πραγματικότητας σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης και την αντιμετώπιση των παγκόσμιας εμβέλειας ανισορροπιών (κλιματική αλλαγή, ρύπανση του περιβάλλοντος, μείωση των φυσικών πόρων όπως το νερό κ.λ.π.).
Σε ανάλογο μήκος κύματος κινούνται τα κόμματα και ως προς τις προϋποθέσεις, που πρέπει να πληρούνται, ώστε να μειωθεί και ακόμη καλύτερα να μην υπάρχει ο κίνδυνος πρόκλησης ανισορροπιών, οι οποίες δεν έχουν προβλεφθεί στο πλαίσιο του σχεδιασμού. Με άλλα λόγια πως διασφαλίζεται η προληπτική διάσταση του πολιτικού σχεδιασμού (π.χ. μείωση έως απαλλαγή από τον κίνδυνο μεγάλης έκτασης πυρκαγιών με την δημιουργία αντιπυρικών ζωνών, έγκαιρη απομάκρυνση εύφλεκτων υλών, ευαισθητοποίηση των πολιτών σε σχέση με την αποφυγή δημιουργίας θετικών συνθηκών για την εκδήλωση πυρκαγιών κ.λ.π.);
Πολύ κρίσιμο ερώτημα, που πρέπει να απαντηθεί από το πολιτικό σύστημα με την αξιοποίηση και της επιστημονικής ανάλυσης, είναι, που οφείλονται τα φαινόμενα κοινωνικής αποσταθεροποίησης, όπως είναι η αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας, της νεανικής εγκληματικότητας και άλλα, τα οποία υποσκάπτουν την συνοχή των τοπικών κοινωνιών. Τα γενεσιουργά αίτια έχουν σίγουρα κοινωνική αναφορά και σχετίζονται με τις αξίες, που οριοθετούν την κοινωνική δραστηριοποίηση.
Επίσης πως ισορροπεί η ταχύτατη δυναμική της εξέλιξης σε δημοκρατικές συνθήκες και η εναλλαγή των κομμάτων στο επίπεδο της διακυβέρνησης; Είναι εφικτός ο διακομματικός διάλογος και η επίτευξη συγκλίσεων και συμβιβασμών, ώστε να μπορούν να οικοδομηθούν συνθήκες συνεργασίας και να εκπροσωπείται η κοινωνική πλειοψηφία στο επίπεδο διακυβέρνησης της χώρας;
Τέλος πως μπορεί να προωθηθεί η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση χωρίς ανισότητες μεταξύ των ευρωπαϊκών κοινωνιών; Δεν επιτρέπεται να συνεχισθεί η λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με οπτική κοινοπραξίας οικονομικών συμφερόντων, όπως γίνεται μέχρι τώρα. Το ίδιο ισχύει και στο γεωπολιτικό πεδίο. Σε συνδυασμό δε με την άνοδο της επιρροής των ακροδεξιών πολιτικών σχηματισμών η ευρωπαϊκή πορεία θα υποσκάπτεται και θα αυξάνεται επικίνδυνα ο ευρωσκεπτικισμός. Και αυτό δεν είναι καθόλου καλό για την ευρωπαϊκή προοπτική.
Προϋπόθεση, για να δοθούν απαντήσεις από τα κόμματα σε αυτά και πολλά άλλα ερωτήματα σε σχέση με τα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά της πορείας προς το μέλλον, είναι η αποστασιοποίηση από την οπτική του συστημικού συμφέροντος ως κριτηρίου για την λήψη αποφάσεων, οι οποίες εξαντλούνται στην εξυπηρέτηση οικονομικών ισορροπιών στο πλαίσιο του μοντέλου οργάνωσης και λειτουργίας της κοινωνίας και στην διατήρηση της πολιτικής διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας.
Βασικός και κυρίαρχος προσανατολισμός πρέπει να είναι η βιωσιμότητα της ανθρώπινης οντότητας και της βιοποικιλότητας. Αυτό προϋποθέτει ριζικές αλλαγές ακόμη και στον τρόπο ζωής σε λειτουργικό χρόνο, οι οποίες δεν θα είναι εύκολα υλοποιήσιμες, εάν δεν συμπορευθούν και οι πολίτες. Αυτό σημαίνει πρόσδωση ουσιαστικού περιεχομένου στην πολιτική επικοινωνία από τα κόμματα και ανάληψη ευθύνης από την κοινωνία πολιτών.
Είναι σε θέση το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα να ηγηθεί αυτής της νέας πορείας της κοινωνίας προς το μέλλον; Εάν ληφθεί υπόψη από το ένα μέρος η έλλειψη εμπιστοσύνης στα κόμματα από τους πολίτες και από το άλλο το περιεχόμενο και ο προσανατολισμός του διαλόγου στο εσωτερικό των κομμάτων μετά το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, τότε σίγουρα δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις.
Η δυναμική της εξέλιξης όμως είναι ταχύτατη και δεν μπορεί να επιβραδυνθεί για να βρεθεί ο αναγκαίος χρόνος για τον απαραίτητο πολιτικό επαναπροσανατολισμό. Δυστυχώς και στο κοινωνικό πεδίο δεν υπάρχουν τα κατάλληλα κοινωνικά κινήματα, που θα μπορούσαν στο πλαίσιο δημοκρατικών διαδικασιών διαλόγου στις τοπικές κοινωνίες να πιέσουν τον χώρο της πολιτικής για την αναγκαία επανεκκίνηση σε λειτουργικό χρόνο.
Αυτό δεν σημαίνει, ότι δεν μπορούν να δρομολογηθούν τόσο στο πολιτικό όσο και στο κοινωνικό πεδίο διεργασίες με λειτουργικό προσανατολισμό. Οι πλανητικών διαστάσεων ανισορροπίες, όπως είναι η κλιματική αλλαγή, οι οποίες απειλούν ακόμη και την ανθρώπινη ζωή (π.χ. έχουν αυξηθεί οι θάνατοι λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη), θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως καταλύτες για την ανάπτυξη βιώσιμης δυναμικής. Τα χρονικά περιθώρια βέβαια «στενεύουν» επικίνδυνα.