Η κυβέρνηση πήρε οριακή ψήφο εμπιστοσύνης, αλλά ο τρόπος που την πήρε δείχνει ότι θα λαχανιάσει για να φτάσει ώς τον Μάιο. Η συμφωνία των Πρεσπών ασφαλώς θα κλείσει και καλό είναι που κλείνει για να απαλλάξει την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας από ένα πρόβλήμα που την ταλανίζει επί δεκαετίες. Πέραν αυτού, είναι σίγουρο ότι η προεκλογική περίοδος που έχει ανοίξει θα εξελιχθεί σε κλίμα οξύτατου διχασμού. Δεν πρόκειται για πρόσκαιρη προεκλογική πόλωση. Ούτε για νέα φάση «ομαλοποίησης» της πολιτικής ζωής με την αντιπαράθεση ενός προοδευτικού και ενός συντηρητικού πόλου. Πρόκειται περισσότερο για την ενσωμάτωση των παθογενειών της περιόδου της χρεοκοπίας στο πολιτικό-κομματικό σύστημα, γεγονός που προοιωνίζει ότι αυτό θα λειτουργήσει σαν νάρκη στην οικονομία και στις κοινωνικές σχέσεις για απροσδιόριστο ακόμα διάστημα.
Το «μακεδονικό» προκάλεσε ανακατατάξεις αλλά δεν είναι η αιτία των μεταβολών του κομματικού τοπίου. Κυριαρχεί αυτόν τον καιρό στην ατζέντα, μοιάζει σαν εμβρυουλκό στη γέννα ενός νέου κομματικού συστήματος, αλλά ποτέ το παιδί δεν είναι του εμβρυουλκού. Με άλλα λόγια, το κομματικό σύστημα βρισκόταν ήδη σε κίνηση και ανασχηματισμό πριν από το «μακεδονικό», με την ενίσχυση του δικομματισμού, την ρευστοποίηση των μικρών κομμάτων που συστάθηκαν τα τελευταία χρόνια, και τις δυσκολίες των υπόλοιπων που διαθέτουν μια ισχυρότερη ταυτότητα – εκκρεμεί βεβαίως το ερώτημα αν αυτές οι τάσεις θα επαληθευτούν στην κάλπη.
Δεν είναι όμως η δομή του κομματικού συστήματος αφεαυτής που δημιουργεί ανησυχίες. Ούτε τα μικρά κόμματα είναι a priori καλά, ούτε ο δικομματισμός a priori κακός. Το ανησυχητικό είναι η τροπή που έχει πάρει για άλλη μια φορά ο κομματικός ανταγωνισμός σε σχέση με το πρόβλημα της χώρας. Η αυτονομία του πολιτικού συστήματος από την «κοινωνία» αποτέλεσε μια σταθερά στην εθνικής μας ιστορία. Αυτό άλλοτε ωφέλησε και άλλοτε έβλαψε, αναλόγως με την ποιότητα του πολιτικού προσωπικού και κυρίως της φυσιογνωμίας των κομμάτων. Ζούμε τη δεύτερη περίπτωση. Η Ελλάδα έμεινε επί οκτώ χρόνια σε μνημόνια για πολιτικούς λόγους, και σήμερα μετά το τέλος των προγραμμάτων εγκλωβίζεται στη στασιμότητα πάλι για πολιτικούς λόγους. Αναρωτιόμαστε κάθε τόσο τι πετύχαμε και τι διδαχτήκαμε από τα δέκα χρόνια της χρεοκοπίας. Ως προς την Πολιτική, λίγα ώς ελάχιστα. Για την ακρίβεια, πήγαμε πίσω. Ο πολιτικός λόγος και η κομματική πόλωση κινούνται ως επί το πλείστον ασύμπτωτα ως προς το εθνικό πρόβλημα της χώρας. Επιπλέον, δηλητηριάζουν από τα πάνω την κοινωνία που έτσι και αλλιώς βρίσκεται σε ένταση λόγω κρίσης.
Μία από τις κριτικές που ασκείται στον ακραίο πολωτικό λόγο που παράγει ο δικομματισμός είναι ότι πρόκειται για «ψευτοπόλωση». Ότι στην πραγματικότητα, οι πολιτικές των δύο «μονομάχων» όταν έρθουν στην εξουσία είναι σχεδόν ίδιες. Είναι η κριτική που ασκούν συνήθως οι εκτός των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, και μερικές φορές έχουν δίκιο ως προς την εφαρμοζόμενη κάθε φορά κυβερνητική πολιτική, πόσω μάλλον σήμερα που η Ελλάδα είναι ακόμα υπό κηδεμονία. Η μνημονιακή προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ εδραίωσε αυτή την διάχυτη άποψη. Η κριτική ωστόσο είναι άστοχη. Η «ψευτοπόλωση» παράγει πραγματικά αποτελέσματα – κατά κανόνα καταστροφικά. Αρχικά, καλλιεργεί μια παραποιημένη αντίληψη στην κοινή γνώμη για την κατάσταση της χώρας. Στη συνέχεια, αιχμαλωτίζει τις κυβερνήσεις στις αγκυλώσεις που δημαγωγικά έχει καλλιεργήσει στην κοινωνία. Η καταστροφική αντίληψη του αντιμνημόνιου ακόμα ταλανίζει τη χώρα, την οικονομία και τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο καθησυχασμός και η πολιτικάντικη τακτική των προεκλογικών παροχών ετοιμάζει τη νέα υποτροπή. Το γεγονός ότι συνδράμουν επικίνδυνα οι δικαστικές αποφάσεις δείχνει πόσο μακρύτερη είναι η διάρκεια επιρροής του κοινωνικού κλίματος που επικρατεί σε μια περίοδο και πόσο καθορίζει τις αποφάσεις του μέλλοντος αν δεν έχει μεσολαβήσει μια τομή που θα επαναπροσανατολίσει αποφασιστικά την κοινωνία. Έχει γίνει πολύς θεωρητικός λόγος για τον λαϊκισμό. Στη σημερινή Ελλάδα η επικίνδυνη εκδήλωσή του είναι ο δημοσιονομικός λαϊκισμός. Έχουμε μια κοινωνική δομή, ένα κρατικιστικό-συντεχνιακό μοντέλο οργάνωσης των συμφερόντων, μια παθογενή σχέση φορολογίας-δαπανών, εργαζομένων-συνταξιούχων, που ρέπει εγγενώς στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Όταν το πολιτικό σύστημα αντί να ρυθμίσει τις ανισορροπίες, μιζάρει δημαγωγικά επάνω τους τότε επέρχεται η κατρακύλα. Το έργο παίχτηκε επανειλημμένα στη μεταπολιτευτική περίοδο με αποκορύφωμα την οιονεί χρεοκοπία του 2008-2010. Και οι προϋποθέσεις μιας νέας υποτροπής βρίσκονται σήμερα μπροστά μας. Για λόγους πρωτίστως πολιτικούς, όχι οικονομικούς.
Όταν κάποιος φωνασκεί σε ένα δωμάτιο, οι άλλοι υψώνουν συνήθως τη φωνή για να ακουστούν συμβάλλοντας με τη σειρά τους στη χάβρα. Ο κάποιος είναι αναμφισβήτητα ο ΣΥΡΙΖΑ, και οι άλλοι είναι πρωτίστως η ΝΔ. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την απόλυτη ευθύνη για τον εθνικό διχασμό που του είναι αναγκαίος για να καλύψει το ιδεολογικό του κενό μετά την κωλοτούμπα. Τώρα βρίσκεται σε μια στιγμή ευφορίας. Όχι γιατί κερδίζει ψήφους, αλλά γιατί η συμφωνία των Πρεσπών είναι ένα από τα ελάχιστα μέτρα της θητείας του που ανταποκρίνεται στην ιδεολογία της αριστερής στελέχωσής του. Κατά τα άλλα, πόρρω απέχει από το να συνιστά το προοδευτικό πόλο, αν αυτό δεν σημαίνει κόμμα που απαγγέλλει εκθέσεις ιδεών μιας απονευρωμένης σοσιαλδημοκρατίας. Προοδευτικός πόλος σημαίνει Παράταξη μεταρρυθμίσεων, ικανή να καθοδηγήσει την οικονομικοκοινωνική ανασυγκρότηση της χώρας, με επίγνωση ότι στη σημερινή Ελλάδα η αποτελεσματικότερη κοινωνική πολιτική για τα αδύναμα στρώματα είναι η ανάπτυξη, οι επενδύσεις και η απασχόληση. Προοδευτικός πόλος σημαίνει παράταξη που ενδιαφέρεται για το ήθος και το ύφος της εξουσίας της, αντί να στήνει δικαστικό παρακράτος για να συκοφαντήσει με γκεμπελικό τρόπο τους αντιπάλους. Προοδευτικός πόλος σημαίνει παράταξη που καλλιεργεί τον πολιτικό πολιτισμό, σέβεται και ενισχύει τους θεσμούς αντί να τους εργαλειοποιεί και να τους υποτάσσει στις κομματικές σκοπιμότητες. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μπει ασφαλώς σε μια πορεία μετάλλαξης, αλλά βρίσκεται ακόμα μακριά από αυτή την πραγματικότητα. Εκκρεμεί ανάμεσα στις παλαιοαριστερές ιδεολογικές αγκυλώσεις και στις παλαιοκομματικές πολιτικάντικες πρακτικές τις οποίες αφομοίωσε με εντυπωσιακή πράγματι ταχύτητα. Φαίνεται μάλιστα ότι όσο υποχωρούν οι πρώτες τόσο πολλαπλασιάζονται οι δεύτερες. Όλα αυτά βεβαίως απέχουν πολύ από τις υγιείς πλευρές των παραδόσεων της ανανεωτικής Αριστεράς και της Δημοκρατικής παράταξης, οι οποίες εξακολουθούν να προσφέρουν μια αυτόνομη προοδευτική οπτική για την κριτική των εξελίξεων.
Σε κάθε περίπτωση, το κομματικό τοπίο μεταβάλλεται και ο κίνδυνος να εξελιχθεί ο ενισχυόμενος δικομματισμός σε παρατεταμένη θεσμοθέτηση του διχασμού είναι πολύ πιθανός. Και θα γίνει σίγουρος σε περίπτωση που αποσταθεροποιηθεί το διεθνές γεωπολιτικό και οικονομικό πλαίσιο, το μόνο δηλαδή που μπορεί να καναλιζάρει με σχετική ασφάλεια τη διαδικασία «κανονικοποίησης» της χώρας. Η ΝΔ, ο ενισχυόμενος σήμερα πόλος του δικομματισμού και προσεχής κυβέρνηση σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, δεν έχει λόγο να ρίχνει πετρέλαιο στη φωτιά, γιατί αργότερα θα χρειαστεί να περάσει μέσα από αυτήν.