Η Ευρώπη δεν είναι πλέον ένα άθροισμα κρατών. Αρχίζει να διαφαίνεται ένα άθροισμα περιφερειών και, ίσως, πολύ σύντομα, να δούμε ένα άθροισμα κοινοτήτων. Η ρήση της Θάτσερ, «Δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνο σκληρά εργαζόμενοι άνδρες και γυναίκες…» αρχίζει να διαφαίνεται ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Καθώς γνωρίζουμε αρκετά για τη διαίρεση κρατών σε πλούσια και φτωχά, ας στρέψουμε την προσοχή μας στις περιφέρειες.
Στο Βερολίνο, το 2020 η περιφέρεια δεν θα μπορεί να δανειστεί περισσότερα απ’ όσα αντλεί από φόρους. Η ανεργία είναι 13,2%. Έχει επιβληθεί φόρος τουριστών, ενώ η ανακαίνιση σχολείων έχει αναβληθεί. Και στη Βαυαρία, που έχει 4,2% ανεργία και επιδοτεί ουσιαστικά το Βερολίνο, οι φορολογούμενοι δεν είναι ευτυχισμένοι. Ας θυμηθούμε ότι και στη Γερμανία, η απαγόρευση των ελλειμμάτων – ο λεγόμενος χρυσός κανόνας – είναι στόχος και όχι πραγματικότητα. Σε κάθε περίπτωση, οι Βαυαροί αξιωματούχοι απαιτούν την εισαγωγή διδάκτρων στα Βερολινέζικα και άλλα πανεπιστήμια – όπως ισχύει στο Μόναχο – αφού δεν θέλουν να επιδοτούν υπηρεσίες που δεν έχουν.
Στην Ισπανία, η Καταλωνία μπήκε στο κόκκινο και ζητά 5 δις από τη Μαδρίτη για να διασωθεί. Έχει προηγηθεί η Βαλένθια, ενώ εκτιμάται ότι έξι από τις συνολικά 17 περιφέρειες της χώρας, θα χρειαστούν διάσωση. Εκτιμάται ότι η Ισπανική κυβέρνηση θα ανταλλάξει ομόλογα ισπανικού δημοσίου με περιφερειακό χρέος, προκειμένου να τις διασώσει, με κόστος περίπου 18 δις ευρώ. Το κόστος, βέβαια, θα είναι περικοπές.
Στην Ιταλία, ο Μόντι δηλώνει ότι «φοβάται» το ενδεχόμενο της χρεοκοπίας της Σικελίας, που, όπως και οι ισπανικές περιφέρειες, έχει το δικό της κοινοβούλιο και οι περικοπές είναι δύσκολες. Βέβαια, έχει ποσοστό μόλις 0,3% του συνολικού δημοσίου χρέους της Ιταλίας και μπορεί να διασωθεί. Οι περισσότεροι αναλυτές, λοιπόν, υποστηρίζουν ότι ουσιαστικά εκβιάζει την τοπική πολιτική ελίτ προκειμένου να περάσει περικοπές.
Για να σχηματίσει κανείς κυβέρνηση στο Βέλγιο – πράγμα καθόλου εύκολο – πρέπει να υποσχεθεί λίγη περισσότερη αυτονομία στη Φλάνδρα. Και εκεί, οι Φλαμανδοί βλέπουν τους γαλλόφωνους ως «βάρος».
Στην Ελλάδα, επίσης, οι περιφέρειες και οι δήμοι βρίσκονται υπό πίεση. Οι παιδικοί σταθμοί κινδυνεύουν, καθώς και πολλές ακόμα κρίσιμες – ιδιαίτερα σε εποχές κρίσης – υπηρεσίες.
Υπάρχει πίσω από αυτές τις κρίσεις ένα πολιτικό παρασκήνιο δεκαετιών. Ο πιέσεις που ασκούσε για χρόνια η Ε.Ε. προς τα κράτη-μέλη προκειμένου να αυξηθεί ο ρόλος που διαδραματίζουν οι περιφερειακές οντότητες στη διαδικασία χάραξης της κοινοτικής πολιτικής, ήταν σαφείς και ισχυρές. Η στάση «υπέρ των περιφερειών» συνέβαλε στην ενδυνάμωση των περιφερειακών αρχών σε όλα τα κράτη-μέλη. Η επιλογή αυτή προικοδοτήθηκε και με τη διάθεση κονδυλίων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000, ο μ.ο. δαπανών της τοπικής αυτοδιοίκησης έναντι της κεντρικής, ήταν 4%. Το ποσοστό αυτό, βέβαια, παρουσίαζε τεράστιες διακυμάνσεις, με τους ευρωπαίους πρωταθλητές να είναι η Ισπανία (15%), το Βέλγιο (14%), και η Γερμανία (12%).
Ένα από τα προβληματικά στοιχεία αυτής της μεταρρύθμισης, ήταν η αναθεώρηση του πλαισίου αναδιανομής. Αναλαμβάνοντας την ευθύνη παροχής βασικών κοινωνικών υπηρεσιών – αρμοδιότητες που προβλέπει και ο Καλλικράτης – οι περιφέρειες διαχωρίστηκαν με τρόπο οξύτερο και βαθύτερο σε πλούσιες και φτωχές. Οι πλούσιες περιοχές πίεζαν και πιέζουν για μεγαλύτερη πρόσβαση σε τοπικούς πόρους, ενώ προσέφεραν υψηλότερου επιπέδου παροχές. Οι τάσεις περιφερειακού ρατσισμού οξύνθηκαν, ενώ πολλές φορές η άκρα δεξιά ενδύθηκε το ρόλο του προστάτη έναντι του «καθεστώτος της πρωτεύουσας», ρητορική που μόνο ως παρωδία ζήσαμε στην Ελλάδα με το φαινόμενο Ψωμιάδη.
Η περιφερειοποίηση της Ευρώπης, συμπληρώνεται από μια ροπή «κοινοτικοποίησης». Μια πολιτική που προτείνεται και στον ελληνικό τύπο ως «η λύση στην κρίση» και έχει ήδη δοκιμαστεί στις ΗΠΑ, τη Βρετανία και τη Σουηδία (μεταξύ άλλων), είναι η αποτίμηση των κοινωνικών υπηρεσιών και η παράδοσή τους στον ιδιωτικό τομέα. Το επιχείρημα είναι απλό: το κράτος εγγυάται υπηρεσίες, δε χρειάζεται να τις προσφέρει.
Μια εμβληματική πολιτική υπό αυτό το πρίσμα, είναι αυτή των κουπονιών εκπαίδευσης. Αντί το κράτος να έχει δημόσια σχολεία, κοστολογεί το κόστος ανά μαθητή, αναθέτοντας το «έργο» στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Ο γονέας, ανάλογα με το εισόδημά του, έχει τη δυνατότητα έτσι να επιλέξει σχολεία που δέχονται μαθητές με βάση την αξία του κρατικού κουπονιού, ή να το συμπληρώσουν, διαλέγοντας ένα ακριβότερο σχολείο που παρέχει καλύτερες υπηρεσίες. Ο ανταγωνισμός οδηγεί σε καλύτερες υπηρεσίες. Μπορεί και να μην εκπλήσσει κανέναν ότι η πατρότητα της ιδέας αυτής ανήκει στον Μίλτον Φρίντμαν.
Το κουπόνι, φυσικά, διαμορφώνεται σε ένα «ρεαλιστικό πλαίσιο», που ανάλογα με την κατάσταση της οικονομίας μπορεί να γίνει και περισσότερο ρεαλιστικό. Στο μεταξύ, τα ταξικά κριτήρια αποκτούν σταδιακά και χωροταξικά χαρακτηριστικά, αφού είναι δεδομένο ότι κανείς δεν μπορεί να ζήσει σε μια περιοχή της πόλης, εάν δεν έχει τη δυνατότητα να καταβάλει το απαραίτητο «συμπλήρωμα» εκπαίδευσης. Το ίδιο μπορεί να ισχύει κατ’ αναλογία και στην υγεία.
Φτάνουμε, λοιπόν, από την Ευρώπη ως άθροισμα κρατών, στην Ευρώπη ως άθροισμα περιφερειών, και μπορεί σύντομα στην Ευρώπη ως άθροισμα σκληρά εργαζόμενων ανδρών και γυναικών (και ανέργων;), με τον καθένα στη γειτονιά που αντέχει η τσέπη του.
Αυτή η εξέλιξη μεταφράζεται και σε οξύτερη πολιτική κρίση. Η παραδοσιακή θεωρία πολιτικών συστημάτων, περιγράφει τα κόμματα ως μηχανισμούς που συνθέτουν παραδοσιακές αντιθέσεις, το καθένα με το δικό του τρόπο, ανάλογα με τις παραδοσιακές του καταβολές:
• σύνθεση ταξικών αντιθέσεων (εργατική και αστική τάξη)
• σύνθεση θρησκευτικών και άλλων πολιτισμικών αντιθέσεων (κράτος και εκκλησία)
• περιφέρεια και κέντρο (εθνική και περιφερειακή ταυτότητα)
Είναι προφανές ότι τουλάχιστον στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, τα μνημόνια λειτουργούν ως δύναμη veto. Συνεπώς, παραδοσιακές πολιτικές της σοσιαλδημοκρατίας, έχουν ουσιαστικά χάσει την ουσία τους. Η αναδιανομή σε ταξικό επίπεδο είναι απαγορευμένη και ολοένα και περισσότερο «τεχνικά δύσκολη».
Μεταξύ περιφέρειας και κέντρου, μεταξύ περιφερειών, μεταξύ ακόμα και προαστίων, οι αντιθέσεις αμβλύνονται, αφού το κράτος απαγορεύει σταδιακά τα «ελλείμματα». Και όταν δεν υπάρχει έλλειμμα, δεν υπάρχει και ανάγκη αναδιανομής. Ενώ όταν υπάρχουν κουπόνια, στην πραγματικότητα, καμία περικοπή δεν είναι «οριζόντια». Κάθε περικοπή οξύνει το χάος. Και είναι προφανές ότι η αναδιανομή με δανεικά, δε γίνεται.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα κόμματα ακολουθούν μια στρατηγική διαχείριση συμβόλων, προκειμένου να δημιουργήσουν ουσιαστικά μια πελατειακή σχέση με συγκεκριμένα τμήματα του πληθυσμού, που έχουν συγκεκριμένες συμβολικές αναφορές. Και κανένας υπό αυτό το πρίσμα δεν πρέπει να εκπλήσσεται από την άνοδο της ακροδεξιάς: που παλεύει για τους χριστιανούς, λευκούς, γηγενείς, νοικοκυραίους. Ο λαϊκισμός του νοικοκύρη – το σύνθημα του Νίξον περί σιωπηλής πλειοψηφίας – δε μας είναι άγνωστο. Το ενδύθηκε ο Σαμαράς προεκλογικά.
Σε μια Ευρώπη όπου οι κάθε είδους μειονότητες γίνονται ολοένα και περισσότερο ορατές – φυλετικά, χωροταξικά, περιφερειακά – η αναζήτηση εκλογικής πελατείας γίνεται ολοένα και λιγότερο εθνικό ζήτημα και περισσότερο μια πολιτική μάρκετινγκ για ένα «ειδικό κοινό». Πρόκειται για τη χαρά του μικρού κόμματος. Διότι το παιχνίδι τώρα, δεν παίζεται σε επίπεδο κοινωνικής πλειοψηφίας, αλλά – με όρους κοινωνικής δικτύωσης – σε επίπεδο πιστών followers και like. Υπό αυτό το πρίσμα, μπορεί η Ελλάδα να βρίσκεται σε ευρωπαϊκό πρόγραμμα, αλλά και η Ευρώπη βρίσκεται σε ελληνικό: μαθήματα πελατειακών σχέσεων για αρχάριους!
Σε κάθε περίπτωση, οι μελλοντικές αριστερές πολιτικές αναδιανομής πρέπει να γίνουν ευαίσθητες στο χώρο και τα σύμβολα. Τι θα γινόταν, για παράδειγμα, εάν αντί να μοιράζουμε λαθρομετανάστες σε περιφερειακά στρατόπεδα, υιοθετούσαμε μια πολιτική που έλεγε ότι τα δημόσια σχολεία πρέπει να έχουν ένα όριο μαθητών χωρίς μητρική γλώσσα τα ελληνικά – της τάξης του 10% — και αναδιανείμαμε τον πληθυσμό σε όλα τα σχολεία; Το έκανε ο Μπράουν στη Βρετανία, ενώ στην Ολλανδία – σε μια αντίστροφη λογική με αυτή του Φρίντμαν – επιδοτούσαν το κάθε σχολείο με περισσότερο χρήματα για κάθε μαθητή του οποίου η μητρική γλώσσα δεν ήταν τα Ολλανδικά. Σίγουρα, μπορεί να προκαλούσαμε τη σιωπηλή πλειοψηφία, αλλά το ερώτημα είναι σε ποιους και με ποιους όρους απευθυνόμαστε. Και τι σημαίνει να είσαι σοσιαλδημοκράτης στην παρούσα συγκυρία;
Μπορεί το δίλημμα «υπευθυνότητα και ανευθυνότητα» να είναι ενδιαφέρον, αλλά σίγουρα η διαχείριση της κρίσης πρέπει να έχει και άλλες διαστάσεις. Σε κάθε περίπτωση, αξίζει να αναρωτηθούμε πώς κατάφερε η Ισλανδία να περάσει μέσα από μία κρίση παρόμοια – αν και όχι ανάλογη – με τη δική μας, μειώνοντας τελικά το δείκτη κοινωνικών ανισοτήτων (δείκτη Gini); Σε μια κοινωνία που μπορεί σύντομα να φτάσει σε επίπεδα ανεργίας 29%, εάν δεν προβάλλουμε εμείς αυτά τα ερωτήματα, μπορεί να τα προβάλλουν άλλοι, χωρίς εμάς.