Αμέσως μετά τον Β? Παγκόσμιο Πόλεμο στη Δυτική Ευρώπη οι πολίτες που είχαν γνωρίσει από πρώτο χέρι τις συνέπειες του ακραίου πολιτικού λόγου, τις συνέπειες της αμφισβήτησης της πολιτικής και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας μπήκαν με ενθουσιασμό στην υπόθεση που λέγεται συμμετοχή στα κοινά και την πολιτική. Δεν θα υπήρχε όμως τέτοιος ενθουσιασμός για την πολιτική, αν αμέσως μετά την πτώση του φασιστικού ολοκληρωτισμού δεν είχαν κτιστεί στη Δυτική Ευρώπη θεσμοί που υποστήριζαν την κοινωνική συνοχή και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου των πολιτών. Θεσμοί που στηρίχθηκαν σ? έναν πρωτοφανές για την ιστορία κοινωνικό συμβιβασμό μεταξύ του κόσμου της εργασίας και των εργατικών συνδικάτων από τη μία και του κεφαλαίου από την άλλη. Συμβιβασμός που καθοδηγήθηκε με πολιτική μαεστρία από σοσιαλδημοκράτες και χριστιανοδημοκράτες.
Η επιτυχημένη πορεία του μεταπολεμικού δυτικοευρωπαϊκού καπιταλισμού στηρίχτηκε στην ευρεία συναίνεση για τον ενισχυμένο ρόλο του δημόσιου τομέα στην ανάπτυξη της οικονομίας. Βεβαίως αυτός ο δημόσιος τομέας ποίκιλλε σημαντικά από χώρα σε χώρα. Το Κράτος Πρόνοιας όμως, ανεξάρτητα από τη μορφή που πήρε και ανεξάρτητα από το ότι αρχικά προωθήθηκε από τη σοσιαλδημοκρατία, δεν αμφισβητούνταν από κανέναν. Οι φωνές των Χάγιεκ και Φρίντμαν ήταν τότε περιθωριακές. Το 1971 η απόφαση για την ελεύθερη διακύμανση των συναλλαγματικών ισοτιμιών συνδυαζόμενη με την πετρελαϊκή κρίση, αλλά και την πτώση των ποσοστών κέρδους, την οικονομική ύφεση έφεραν στο προσκήνιο τις ιδέες και τις πρακτικές αμφισβήτησης του Κράτους Πρόνοιας. Οι πολίτες έβλεπαν να χάνουν «κεκτημένα», που μέχρι εκείνη τη στιγμή φάνταζαν ακλόνητα. Φυσικό ήταν αυτοί να θεωρήσουν ως υπεύθυνο το πολιτικό σύστημα και την πολιτική. Αυτό ήταν αρκετό για να ανοίξει ο ασκός του Αιόλου και να ξεχυθούν οι άνεμοι της αμφισβήτησης της πολιτικής.
Τη δεκαετία του ?90 κυριαρχούσαν οι δημοσκοπήσεις, σύμφωνα με τις οποίες οι Ευρωπαίοι πολίτες εξέφραζαν αδιαφορία για την πολιτική. Σήμερα όμως, με την επιβολή του γερμανικού μοντέλου της αυστηρούς λιτότητας, κάτι που ελάχιστη σχέση έχει με τον απαραίτητο έλεγχο των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, αυτή η αδιαφορία έχει μετατραπεί σε «μίσος» κατά της πολιτικής. Η κρίση αντιπροσώπευσης της δεκαετίας του? 90 και της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα έχει μετατραπεί σε κρίση της δημοκρατίας και της πολιτικής.
Αυτή την κρίση εκφράζει ο Γκρίλο και όχι απλώς κάποιον λαϊκισμό. Ο λαϊκισμός είναι η λάθος απάντηση σ? ένα σωστό ερώτημα. Το ερώτημα αφορά το ποιες πολιτικές πρέπει να εφαρμόζονται ώστε οι πολίτες να ενσωματώνονται στην κοινωνία και να μην τίθενται στο περιθώριο. Αν αυτό το ερώτημα απαντηθεί σωστά, μέσω δηλαδή της οικοδόμησης θεσμών κοινωνικού κράτους και συμμετοχής, τότε αυτός ο λαϊκισμός -όπως υποστηρίζει σε άλλο πλαίσιο και ο Νίκος Μαραντζίδης- μπορεί να είναι θετικός.
Σήμερα όμως το φαινόμενο Γκρίλο δεν είναι μια εκδήλωση του συνήθους λαϊκισμού, αλλά μια αμφισβήτηση της σχέσης των ελίτ με τους υπόλοιπους πολίτες. Γι? αυτό και χρειάζονται νέα εργαλεία για την ερμηνεία του. Οι αναφορές σε «κλόουν» δεν μπορούν να ερμηνεύσουν το φαινόμενο, γιατί παραβλέπουν τις αιτίες που το γέννησαν.
Κάποιοι υποστηρίζουν πως για την άνοδο τέτοιων φαινομένων είναι υπεύθυνη η πολιτική της λιτότητας. Σίγουρα αυτή έχει βάλει το χεράκι της, όπως φυσικά και η τηλεόραση. Η δική μας τηλεόραση ήταν μπροστάρης στην ανάδειξη πολύ χειρότερων τύπων από τον Γκρίλο, όταν καλούσε κάθε λίγο και λιγάκι ρηχούς και αδαείς καλλιτέχνες να εκφράσουν γνώμη για το πολιτικό σύστημα. Πολλοί από αυτούς βρέθηκαν στη Βουλή για να εκφράσουν και εκεί μέσα τις «ανοησίες» τους περί ψεκασμών και δωσίλογων. Η ανάδειξη ως διαμορφωτών της κοινής γνώμης ανθρώπων με ιδιαίτερα χαμηλό προβληματισμό και ανύπαρκτη σκέψη είναι ένα πρόβλημα, δεν είναι όμως το μείζον.
Το μείζον πρόβλημα είναι πως οι ελίτ (οικονομικές και πολιτικές) έχουν χάσει την εμπιστοσύνη των λαών. Και την έχασαν γιατί εγκατέλειψαν το μέσο με το οποίο την είχαν αποκτήσει κατά τη χρυσή περίοδο της ευρωπαϊκής ιστορίας (1950-1975). Εγκατέλειψαν το κράτος παροχής υπηρεσιών πρόνοιας προς τους πολίτες. Αυτό το κράτος αν και γεννήθηκε ως σοσιαλδημοκρατική πρόταση, ουσιαστικά αποτελούσε πρόταση για το ποια Ευρώπη θέλουν οι πολίτες. Το Κράτος Πρόνοιας ήταν η Ευρώπη. Οι σημερινές πολιτικές λιτότητας αμφισβητούν ακριβώς αυτή την Ευρώπη. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να δούμε και τα φαινόμενα Γκρίλο, των δικών μας ασυνάρτητων Ελλήνων και πολλών άλλων παρόμοιων ρευμάτων σε όλη την Ευρώπη.
Οι αναφορές σε «κλόουν» δεν μπορούν να ερμηνεύσουν το φαινόμενο, γιατί παραβλέπουν τις αιτίες που το γέννησαν.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι επιστημονικός διευθυντής στο ΙΣΤΑΜΕ, συγγραφέας