Η καινοτόμος πολιτική σκέψη σε ζοφερούς καιρούς
—της Ελένης Κεχαγιόγλου—
Η πολιτική επιστήμονας Χάνα Άρεντ, που γονιμοποίησε τη φιλοσοφική σκέψη του 20ού αιώνα και κέρδισε την παγκόσμια προσοχή χάρη στα γραπτά της για τον ολοκληρωτισμό και την κοινοτοπία του κακού, καθώς και για το εβραϊκό ζήτημα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, γεννήθηκε στο Αννόβερο σαν σήμερα πριν από 111 χρόνια, στις 14 Οκτωβρίου 1906.
«Οι ζοφεροί καιροί δεν είναι κάτι καινούργιο, δεν αποτελούν κάτι σπάνιο στην Ιστορία. Πεποίθησή μου, […] είναι ότι ως και στους πιο ζοφερούς καιρούς έχουμε το δικαίωμα να περιμένουμε μιαν έκλαμψη και ότι μια τέτοια έκλαμψη ενδέχεται κάλλιστα να έρθει από το αβέβαιο, τρεμουλιάρικο και συχνά ασθενικό φως, που ορισμένοι άνθρωποι θ’ ανάψουν με τη ζωή και το έργο τους και θα το σκορπίζουν όσο ζουν».
—Χάνα Άρεντ—
Η Χάνα Άρεντ —γεννημένη στο Αννόβερο σαν σήμερα το 1906— συγκαταλέγεται στους κορυφαίους στοχαστές του 20ού αιώνα και είναι από τις πλέον διάσημες εκπροσώπους της πολιτικής φιλοσοφίας, άνθρωπος που επίσης «άναψε με το έργο της» ένα φως σε ζοφερούς καιρούς. Παιδί εβραϊκής οικογένειας, έχασε τον πατέρα της πολύ νωρίς. Το 1924, φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ, με καθηγητή της τον φιλόσοφο Μάρτιν Χάιντεγκερ. Ο Χάιντεγκερ —με τον οποίο είχε μια σύντομη αλλά θυελλώδη ερωτική σχέση— επηρέασε διά βίου τη σκέψη της. Ύστερα από έναν χρόνο στο Μάρμπουργκ, συνέχισε τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ, όπου επί ένα εξάμηνο παρακολούθησε τα μαθήματα του φιλοσόφου, και ιδρυτή της σχολής της φαινομενολογίας, Έντμουντ Χούσερλ. Την άνοιξη του 1926 πηγαίνει στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, για να γίνει μαθήτρια του Καρλ Γιάσπερς, φιλοσόφου, που ήταν επίσης φυσικός, ψυχίατρος και νομικός, με τον οποίο απέκτησε μια μακροχρόνια φιλία, που στηριζόταν εν πολλοίς στην πνευματική συγγένεια. Ολοκλήρωσε τη διδακτορική της διατριβή, σχετικά με τον Ιερό Αυγουστίνο, το 1929, έχοντας επιβλέποντα καθηγητή τον Γιάσπερς.
Το 1933 υποχρεώνεται να εγκαταλείψει τη Γερμανία, εξαιτίας της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία. Ύστερα από μια σύντομη διαμονή στην Πράγα και στη Γενεύη, μετακόμισε στο Παρίσι όπου έζησε επί έξι χρόνια, έως το 1939, και εργάστηκε για αρκετούς οργανισμούς εβραίων προσφύγων. Το 1936 χώρισε από τον πρώτο σύζυγό της, Gunther Stern, και άρχισε να ζει με τον Heinrich Blucher, τον οποίο παντρεύτηκε το 1940. Κατά τη διαμονή της στο Παρίσι, εξακολούθησε να γράφει τη βιογραφία του Rahel Varnhagen, έργο που δεν εκδόθηκε παρά το 1957. Το 1941 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει και τη Γαλλία, στην οποία εισέβαλαν οι ναζί, και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη μαζί με τον άντρα της και τη μητέρα της. Εκεί, σύντομα έγινε μέλος ενός δυναμικού κύκλου συγγραφέων γύρω από το περιοδικό Partisan Review. Τη μεταπολεμική περίοδο, δίδαξε σε αρκετά αμερικανικά πανεπιστήμια, συμπεριλαμβανομένων του Πρίνστον, του Μπέρκλεϊ και του Σικάγο, αλλά κυρίως συνδέθηκε με τη Νέα Σχολή Κοινωνικής Έρευνας (New School for Social Research), όπου εργάστηκε ως καθηγήτρια πολιτικής φιλοσοφίας έως το θάνατό της.
Το 1952, εξέδωσε το έργο της Οι ρίζες του ολοκληρωτισμού, μνημειώδη μελέτη για το ναζιστικό και το σταλινικό καθεστώς, η οποία, αν και σύντομα έγινε κλασική χάρη στη δύναμη και στην πρωτοτυπία της σκέψης της, ουδέποτε μεταφράστηκε ολόκληρη στην ελληνική γλώσσα (το 1998 έχει εκδοθεί μόνο το τρίτο μέρος του έργου με τον τίτλο Το ολοκληρωτικό σύστημα από τις Εκδόσεις Ευρύαλος, σε μετάφραση Γιάννη Λάμψα). Όπως έχει πει η ψυχαναλύτρια, γλωσσολόγος και θεωρητικός της λογοτεχνίας Τζούλια Κρίστεβα (η οποία, μεταξύ των άλλων, έχει υπογράψει το βιβλίο Χάννα Άρεντ. Η γυναικεία ευφυΐα· στα ελληνικά, Κέδρος 2008, σε μετάφραση Τάσου Μπέτζελου), «Η Χάνα Αρεντ λέει ότι (ο ναζισμός και ο σταλινισμός) διακήρυξαν “την ελαφρότητα της ανθρώπινης ζωής”. Γι’ αυτήν, αυτό είναι το ριζικό κακό. Άτομα —ο Χίτλερ, ο Στάλιν και οι ιδεολόγοι τους— αποφάσισαν ότι η ζωή ήταν «περιττή» για ορισμένους, οι οποίοι έπρεπε επομένως να εξοντωθούν. Η Άρεντ τα είπε αυτά σε μια στιγμή που όλος ο κόσμος πίστευε ότι υπήρχε πόλεμος μεταξύ των θεωριών του ναζισμού και του σταλινισμού. Εκείνη, όμως, κατέδειξε πόσο αυτές οι δύο θεωρίες έμοιαζαν, ιδίως στο επίπεδο της καταστροφής της σκέψης και της ανθρώπινης ζωής. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για την ιστορία του πολιτισμού, αλλά και επειδή το φαινόμενο δεν περιορίζεται στις δεκαετίες 1930 και 1940. Η σκέψη της Άρεντ είναι επομένως επίκαιρη».
Ακολούθησε η Ανθρώπινη κατάσταση (1958· στα ελληνικά, Γνώση 1998, σε μετάφραση Στέφανου Ροζάνη και Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, στη σειρά που επιμελείτο ο Παναγιώτης Κονδύλης, ο οποίος και σύστησε τότε την Άρεντ στο ελληνικό κοινό). Πρόκειται για το σπουδαιότερο φιλοσοφικό της έργο, στο οποίο προσπαθεί να κατανοήσει τον χαρακτήρα των σύγχρονων βιομηχανικών κοινωνιών, εκκινώντας από τη σύγκρισή τους με την αρχαιοελληνική κοινωνία και την τεράστια αλλαγή που επέφερε η τεχνολογική επανάσταση στη σχέση του ανθρώπου με την εργασία.
Διαβάστε την συνέχεια στο dimartblog.com