Αν ζούσε ο Ανδρέας Παπανδρέου το 2009;

Ευάγγελος Βενιζέλος 11 Φεβ 2019

Είκοσι τρία χρόνια μετά τον θάνατό του, ο Ανδρέας Παπανδρέου εξακολουθεί να έχει ενεργό συναισθηματική σχέση με ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας. Υπάρχουν αφοσιωμένοι οπαδοί και σκληροί επικριτές του. Η πολιτική του διαδρομή και η κυβερνητική του θητεία δεν έχουν γίνει ακόμη αντικείμενο μιας «ψυχρής» ιστορικής αξιολόγησης. Η πρόσληψη της μνήμης του είναι, σε μεγάλο βαθμό,  συναισθηματική. Αυτό ήθελε ο ίδιος. Δεν επιδίωξε να εξωραΐσει ή να σχολιάσει εκ προοιμίου τα ιστορικά τεκμήρια που τον αφορούν. Ήθελε να αφήσει τον εαυτό του εκτεθειμένο στη δοκιμασία της συλλογικής μνήμης, χωρίς να τον παραδώσει στις  επιστημονικά αποστειρωμένες μεθόδους της ιστοριογραφίας. 

Αυτή η επιλογή εμπεριέχει βεβαίως ισχυρούς κινδύνους, ιδίως ως προς την ακεραιότητα της μνήμης του. Η δεύτερη πρωθυπουργική του φάση, αυτή της περιόδου 1993-1996, η φάση της ολικής επαναφοράς μετά την περιπέτεια του «βρώμικου 1989», δεν κατέχει στη δημόσια συζήτηση θέση ανάλογη με αυτή της κυβερνητικής οκταετίας 1981-1989. Πρόκειται όμως για το ύστερο και πιο ώριμο στάδιο της πολιτικής του ζωής. Αυτό κατά το οποίο έκλεισε ο κύκλος της πρώιμης μεταπολίτευσης και τέθηκαν οι βάσεις του εκσυγχρονιστικού προτάγματος, θεμελιώδες στοιχείο του οποίου είναι ο αμετάκλητα ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας και η συμμετοχή της στη νομισματική ένωση. 

Οι μεγάλοι συμβολισμοί και οι μεγάλες στροφές χαρακτηρίζουν βεβαίως την πρώτη πρωθυπουργική περίοδο του Ανδρέα Παπανδρέου, κατά την οποία αυτός πρωτίστως διατυπώνει το κυρίαρχο αφήγημα για την κοινωνική διαστρωμάτωση και την ιδεολογία της μεταπολίτευσης. Ο εθνικός, κοινωνικός και πολιτικός ριζοσπαστισμός  και μια κοινωνία με κορμό τους μικρομεσαίους και προοπτική άμεσης κοινωνικής ανέλιξης. Μια αντιδυτική, αντιαμερικανική και αντιευρωπαϊκή ρητορεία που γρήγορα μετατρέπεται σε κυβερνητικό ρεαλισμό και σε καλή αίσθηση των συσχετισμών μέσα σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση που είναι μια διαρκής διακρατική διαπραγμάτευση. 

Την αφήγηση αυτή τη διατυπώνει με προνομιακούς όρους ο Ανδρέας Παπανδρέου λόγω των  πολλαπλών ιδιοτήτων  που διαθέτει και  ξέρει ότι διαθέτει: ως αναμφίβολα χειραφετημένος γιος του Γέρου της Δημοκρατίας, ως ακαδημαϊκός πιστοποιημένος μέσα στις ανταγωνιστικές συνθήκες των αμερικανικών  πανεπιστημίων, ως έγκυρος οικονομολόγος, ως βασική φυσιογνωμία της προδικτατορικής κεντροαριστεράς, ως δεσμώτης της χούντας και ηγέτης του ΠΑΚ, ως εκφραστής του ριζοσπαστικού αιτήματος της μεταδικτατορικής Ελλάδας, ως αρνητής και αποδέκτης ταυτοχρόνως της κληρονομιάς του κεντρώου χώρου, ως ιδρυτής της μόνης νέας πολιτικής ταυτότητας στην πρώτη φάση της μεταπολίτευσης, όταν σχεδόν όλο το άλλο πολιτικό φάσμα ακολουθούσε προδικτατορικά ίχνη.   

Το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου ενώνει τα μαγνητικά πεδία των δυο μεγάλων εθνικών συγκρούσεων του 20ου αιώνα, του εθνικού διχασμού και του εμφυλίου πολέμου.  Η δημοκρατική παράταξη διασταυρώνεται με την ανάμνηση της εθνικής αντίστασης και το μεταπολιτευτικό κύρος της αντιδικτατορικής αντίστασης, ο αστικός εκσυγχρονισμός με τα μετεμφυλιακά τραύματα, ο Βενιζελισμός με τη γενιά του 114, η χαμένη άνοιξη της Ένωσης Κέντρου με την κληρονομιά του ΠΑΚ, η νίκη του 1981 με τη ματαιωμένη νίκη του 1967 στις εκλογές που δεν έγιναν ποτέ.  Εισχωρεί στο αφήγημα των ηττημένων του εμφυλίου προτείνοντας το ΠΑΣΟΚ ως μια λύση πιο επίκαιρη και ελκυστική από την προδικτατορική  ΕΔΑ. 

Κινείται στο πεδίο των θεσμών, της εξωτερικής πολιτικής και των εμβληματικών ενεργειών με την ίδια άνεση με την οποία κινείται στο πεδίο της οικονομίας. Βεβαίως  μέσα στα συμφραζόμενα της δεκαετίας του 1980, με το εργαλείο της νομισματικής  πολιτικής στη διάθεσή του και με το δέλεαρ της αναδιανομής ως βασικό κριτήριο άσκησης πολιτικής.   

Συνεργάστηκα στενά και συνδέθηκα προσωπικά με τον Ανδρέα Παπανδρέου υπό συνθήκες διαφορετικές από αυτές που ισχύουν για τα περισσότερα ηγετικά στελέχη της Παράταξης. Υπό συνθήκες ήττας, απαξίωσης και δικαστικού διωγμού. Στα δύσκολα. Έζησα πολύ κοντά του την ύστερη κυβερνητική του περίοδο, ως υπουργός Τύπου και κυβερνητικός εκπρόσωπος. Ξέρω από πρώτο χέρι πώς οδηγήθηκε η χώρα στις μεγάλες επιλογές της δημοσιονομικής και μακροοικονομικής προσαρμογής για την ένταξη στη ζώνη του ευρώ και στις στρατηγικές επιλογές της εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας μέσα στο πολύπλοκο και απαιτητικό μεταψυχροπολεμικό περιβάλλον. Θεωρώ καταστατική πράξη της δεύτερης φάσης της μεταπολίτευσης το διάγγελμά του της πρωτοχρονιάς του 1995 που βρίσκεται στο θεμέλιο της συναινετικής αναθεώρησης του 2001. 

Δεν δικαιούμαι να πω πώς πιστεύω ότι θα αντιδρούσε ο Ανδρέας Παπανδρέου αν βρισκόταν αντιμέτωπος με  τα  δημοσιονομικά και χρηματοοικονομικά δεδομένα που είχαν διαμορφωθεί στο τέλος του 2009. Πώς θα χειριζόταν τα ασφυκτικά διλήμματα για την υπόσταση και την πορεία της χώρας. Πώς θα αντιλαμβανόταν τον πατριωτισμό και τον προοδευτικό ριζοσπαστισμό υπό την απειλή της χρεοκοπίας και με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δημοκρατία και την εθνική κυριαρχία. Είμαι όμως σίγουρος ότι δεν θα αναζητούσε τις απαντήσεις στα υπαρξιακά αυτά ερωτήματα ανατρέχοντας σε όσα είχε πει ή και κάνει αρκετά χρόνια πριν, υπό πολύ διαφορετικές συνθήκες. Επιστημονικά δεν θα δεχόταν το εύκολο παιχνίδι της υποθετικής ιστορίας. Πολιτικά, ήξερε πολύ καλά, στο τέλος της ζωής του,  ότι σημασία έχουν οι επιλογές ευθύνης. Το  βάρος όμως δεν έπεσε σε αυτόν, αλλά σε εμάς τους επόμενους, ανεξαρτήτως του βαθμού ατομικής συμμετοχής του καθενός στη διαμόρφωση του προβλήματος.   

Ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι όπως κάθε ηγετική προσωπικότητα που νιώθει ότι επικοινωνεί με την Ιστορία, πολύπλευρος και αντιφατικός. Αλλά πάντα σπουδαίος. Κεφάλαιο  του  εθνικού  κεκτημένου.  Μέσα από την αντίστιξή του με  τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και μέσα από την τομή και τη συνέχεια που σηματοδότησε ο Κώστας Σημίτης ως άμεσος διάδοχός του, αποκτά πρόσωπο η μεταπολίτευση. Αυτή η μεταπολίτευση που υπονομεύθηκε και απαξιώθηκε μέσα στα ισοπεδωτικά συμφραζόμενα της κρίσης, αλλά είναι – παρά τα κενά και τις ανακολουθίες της –   η πιο ήρεμη, ασφαλής  και δημιουργική περίοδος της Ιστορίας των διακοσίων ετών του νέου ελληνικού κράτους. –