Κύριε Υπουργέ,
Είναι δύσκολη η ζωή εδώ, μακριά από την Αθήνα. Έχουμε φύγει πια σχεδόν όλοι από τα χωριά. Πώς να ζήσεις μόνος, πώς να καταδικάσεις το παιδί σου να πηγαίνει σε ένα μονοθέσιο σχολείο μαζί με τρία άλλα παιδιά… Εκτός από τη γνώση, χρειάζεται την κοινωνικοποίηση που του προσφέρει το σχολείο, θέλει να μάθει και μια ξένη γλώσσα. Εντάξει, μετακομίσαμε πριν από 15 χρόνια στην κοντινή κωμόπολη, αλλά τα χωράφια είναι στο χωριό, πηγαινοέρχομαι σε δρόμους σκοτώστρες, δύο και τρεις φορές τη μέρα. Ναι, ξέρω, το εθνικό δίκτυο έχει προτεραιότητα, αλλά για εμάς και το επαρχιακό έχει ζωτική σημασία. Είναι κάτι σαν τις μεγάλες λεωφόρους που έχετε εκεί στην Αθήνα, καταλαβαίνετε… Έχετε πάνω απο 10 χρόνια να κάνετε μια επισκευή. Μήπως να το ξαναβλέπατε λίγο; Όπως βλέπετε, δεν είμαι παράλογος. Το μόνο που ζητώ είναι να έχουν οι αγροτικές κωμοπόλεις, που είναι διάσπαρτες παντού, τις απαραίτητες υπηρεσίες, διοικητικές (με τους υπολογιστές απλουστεύονται τα πράγματα), κέντρα υγείας, σχολεία. Αλλά με καθαρά κριτήρια εξυπηρέτησης των κατοίκων και όχι με την λογική των ψήφων του κάθε ντόπιου βουλευτή. Ναι, ξέρω για την κρίση, αλλά νομίζω ότι αν το ξαναδούμε από την αρχή, όχι μόνο δεν θα έχει πρόσθετο κόστος, αλλά ίσως να στοιχίζει και λιγότερο στο κράτος.
Το δεύτερο. Είναι δύσκολη η δουλειά μου. Ανασφαλής, διότι το μαγαζί έχει τον ουρανό ταβάνι. Οι τιμές, και στα εφόδια, αλλά και στα προϊόντα μας, απρόβλεπτες στην αγορά. Το κουβεντιάσαμε με τα παιδιά, κτηνοτρόφοι είμαστε και είπαμε να κάνουμε έναν μικρό συνεταιρισμό, «Ομάδα Παραγωγών» όπως λένε και στην Κοινότητα, θα μας τον χρηματοδοτήσουν κιόλας. Εντάξει, έχουμε προβλήματα συνεννόησης, ελπίζω κάποια στιγμή να τα βρούμε. Θα μιλήσουμε και με γεωργούς της περιοχής, να συμφωνήσουμε, να κάνουμε και συμβόλαια, να μας καλλιεργούν πρωτεϊνούχα φυτά, να ανασάνουμε και λίγο από την ακρίβεια των ζωοτροφών. Όμως, κ. Υπουργέ, όλοι οι σταύλοι στην Ελλάδα ειναι παράνομοι, δεν δίνει άδεια το δασαρχείο επειδή, λέει, είναι σε δασικές εκτάσεις. Να το δείτε, λύνεται, οι βοσκότοποι δεν είναι δάση και τα ζώα είναι προστασία. Μόνο στα καμμένα δεν επιτρεπεται να βοσκήσουν. Μέχρι τότε όμως, έγω δεν έχω ρεύμα, αρμέγω με τα χέρια γιατί το αλμεκτήριο είναι ηλεκτροκίνητο, δεν έχω μια παγολεκάνη να συντηρώ το γάλα και η εταιρεία που το παίρνει, περνά καθε 2 ή 3 μέρες. Τι τα θέλατε τα φωτοβολταϊκά στα χωράφια; Τι πατάτα ήταν αυτή και τώρα τρέχετε και δεν φτάνετε; Σ’ εμάς να δίνατε πέντε φράγκα, να βάλουμε ένα μικρό 100άρι φωτοβολταϊκό πάνω από τον σταύλο, να λειτουργεί ας πούμε σαν γεννήτρια. Να έχω ρεύμα να κάνω καλά τη δουλειά μου. Τρόφιμα παράγω, στο κάτω-κάτω της γραφής, πρέπει να τα συντηρώ καλά.
Από τότε που μπήκα στη δουλειά αυτή, πριν από 30 χρόνια, 18 χρονώ παιδί, όλο για αναδιαρθρώσεις μιλάτε. Για σταθείτε, δηλαδή. Εγώ έρχομαι στο σπίτι σας να σας πω τι καναπέδες θα βάλετε; Δικό μου το χωράφι, δικά μου και τα χέρια. Τώρα, αν μπορούσατε να μου δώσετε και καμιά πληροφορία της προκοπής, όχι σπουδαία πράγματα, μη νομίζετε… Να, ας πούμε: εδώ που θες να βάλεις βαμβάκι, δεν το σηκώνει το κλίμα. Ό,τι βγάζεις, θα είναι για πέταμα και θα ζεις μόνο από τις επιδοτήσεις. Πολλοί το κάνανε, δε λέω, εξάλλου και οι επιδοτήσεις ήταν καλά λέφτα, βάλε και τον ΕΛΓΑ από πάνω, μια χαρά. Τι θα μπορούσατε να κάνετε; Γιατί το ασφάλιστρο να είναι το ίδιο παντού; Γιατί είτε βάλω πορτοκάλια στην Άρτα (που θα καούν), να πληρώνω τα ίδια με αυτόν που βάζει στα Χανιά και δεν θα του πάθουν τίποτα. Ο Αρτινός θα πάρει πίσω το ασφάλιστρό του και ο Χανιώτης θα το χάσει. Γι’ αυτό σας λέω, δεν μπορείτε να απαγορεύσετε στον οποιονδήποτε τι θα βάλει, αλλά μπορείτε να τον βάλετε να πληρώσει μεγαλύτερο ασφάλιστρο αν κανει του κεφαλιού του.
Και μετά, βγαίνετε και λέτε ότι θα μας δώσετε γη. Σε ποιους; Σε όλους, από 10-20 στρέμματα; Και πώς να σε ζήσουν; Θα έπρεπε να μας ρωτήσετε: Βρε παιδιά, εσείς που δουλεύετε και τα φέρνετε δύσκολα βόλτα, εσείς που όπως μας λένε στο υπουργείο, «είστε στο όριο της βιωσιμότητας», πόση γη παραπάνω χρειάζεστε για να το ξεπεράσετε αυτό το όριο, να τα βγάζετε πέρα; Αντί να μας βοηθήσετε να ξεφύγουμε από τη μιζέρια, δημιουργείτε νέους, απαράδεκτα μικρούς και περιθωριοποιήμενους συναδέλφους, που θα τους βρείτε μετά στα μπλόκα.
Τώρα λέτε ότι θα φορολογήσετε τη γη μας. Εντάξει, κρίση είναι, να πληρώσω κι εγώ. Γιατί όμως δεν ξεκινάτε από εκεί που υπάρχει το πραγματικό λίπος: στα ενοικιαστήρια. Ξέρετε πόσο μπορεί να φτάσει το νοίκι της καλής γης; Μέχρι και 60% στο συνολικό κόστος και όλα μαύρα. Δώστε φοροκίνητρα, να βγει όλη αυτή η συναλλαγή στο φως, να μπει πάνω στο τραπέζι. Και αν αυτά που θα βγάλετε δεν φτάνουν τα όσα θέλουν τα μνημόνια, τότε να δούμε κι εγώ τι μπορώ να δώσω. Φέρτε τώρα «ένα νόμο για πολιτική γης» και θα δείτε πόσο άμεσα μπορούμε να συνεργαστούμε, να μπουν λεφτά στα ταμεία από τσέπες που τα έχουν.
Μετά, είναι τα ευρωπαϊκά λεφτά, οι επιδοτήσεις. Με τα λίγα σε πολλούς που δίνατε τόσα χρόνια, είδατε πού φτάσαμε. Ναι, δε λέω. Πριν από τις επιδοτήσεις, ζούσαμε πίσω από τον ήλιο. Και το σπίτι φτιάξαμε, με τον απόπατο μέσα και αυτοκίνητο και μηχανήματα. Άλλαξε η ζωή μας. Όμως, για να πούμε την αλήθεια, σαν αγρότες μας κάνανε και λίγο τεμπέληδες. Όχι όλους, δε λέω. Κύρια βαμβάκι και καπνό, εκεί που ήταν τα πολλά λεφτά. Όμως τώρα αυτά τελειώσανε. Επιδότηση θα παίρνουν όσοι παράγουν από δω και πέρα. Και σωστά. Βάλτε κριτήρια, ελέγξτε μας και αν μας βρείτε σωστούς, τότε να μας δώσετε. Φτάνει πια με το σύστημα «δώστε και σώστε». Ας περάσουμε σε μια εποχή όπου θα παίρνει, θα στηρίζεται, όποιος πραγματικά δουλεύει, παράγει, προσφέρει.
Θέλουμε γνώση, ενημέρωση. Γιατί να είμαστε υποχρεωμένοι να παράγουμε άνοστες «ντομάτες Ολλανδίας» και να ακριβοπληρώνουμε και τον σπόρο, ή να μεγαλώνουμε γαλλικά λαγκόν και όχι χιώτικα ή καρακατσάνικα. Θέλουμε εγχώριους σπόρους και ζώα από ντόπιες φυλές, που είναι προσαρμοσμένα στο κλίμα. Πληρώνετε ένα κάρο λεφτά για έρευνα που εγώ δεν την βλέπω πουθενά. Και αν δεν την βλέπω εγώ, τότε είναι σαν να μην υπάρχει.
Είναι πολλά που πρέπει να γίνουν, είπα τα κυριότερα, δεν θέλω να σας κουράσω. Ένα τελευταίο μόνο: έρχονται νέοι, παιδιά και εγγόνια συγχωριανών, που δεν βρίσκουν δουλειά στις πόλεις και σκέφτονται να κάνουν κάτι στα πατρογονικά χωράφια. Και ρωτάνε εμάς, που εμείς δεν ξέρουμε πού πάνε τα τέσσερα, ψάχνοντας πάμε. Και αυτό να το δείτε. Χρειαζόμαστε τρόφιμα, έχουμε πολλά περιθώρια ακόμα για να καλύψουμε με την παραγωγή μας αυτό που ζητάει η αγορά. Χρειαζόμαστε και νέους, εμείς γερνάμε σιγά-σιγά. Άσε που πολλά από τα παιδιά αυτά είναι και μορφωμένα. Δεν έχουν πουθενά να πάνε για να πάρουν πληροφορίες, να κατατοπιστούν, να κατασταλάξουν. Πουθενά! Και τους την πέφτουν και κάτι γεωπόνοι και όλο ακούω για ιπποφαές και σαλιγκάρια και στρουθοκαμήλους. Εγώ τους το λέω, εντάξει βρε παιδιά, ελάτε λίγο πιο κοντά σ’ αυτα που πάντα έβγαζε αυτός ο τόπος, αλλά δεν με ακούνε. Να το δείτε και αυτό. Τα παιδιά πρέπει να μείνουν, αλλά για να μείνουν, θέλουν οργανωμένη πληροφορία, διότι έχουμε και τα κοινοτικά, την ΚΑΠ, μην το ξεχνάμε. Δίνει λεφτά, αλλά βάζει και περιορισμούς. Όλα αυτά, βρες τε έναν τρόπο να φτάσουν στ’ αυτιά τους. Πώς; Πού να ξέρω εγώ, ένας απλός αγρότης είμαι, δεν είμαι και υπουργός…