Η Ευρώπη αλλάζει, όχι όμως και οι πολιτικές της. Αυτή η παρατήρηση δεν αφορά την οικονομική κρίση. Αφορά μια πολιτική, που όπως και η οικονομική, φαίνεται να είναι σε κατάσταση «αυτόματου πιλότου».
Αυτόν τον Δεκέμβριο θα λάβει χώρα, για πρώτη φορά μετά το 2008, μια Σύνοδος Κορυφής αφιερωμένη στην άμυνα και την ασφάλεια. Στη συζήτηση αυτή, έμμεσα, θα είναι παρόν και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, υποβάλλοντας μια εισηγητική έκθεση προς το Συμβούλιο, την οποία είχα την τιμή να συντάξω. Και οι προσδοκίες από τη Σύνοδο θα είναι υψηλές επειδή, όπως και στην οικονομία, πολλά πράγματα έχουν αλλάξει από το 2008.
Η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων δεν ασχολείται με την άμυνα και την ασφάλεια όσο εξελίσσεται η κρίση. Και είναι εύκολο να αγνοήσει κανείς τη «μεγάλη εικόνα».
Λίγο ενδιαφέρει, για παράδειγμα, ότι διεξήχθη στο Βίλνιους η Σύνοδος της Ανατολικής Εταιρικής Σχέσης, όπου υπεγράφη μια σειρά συμφωνιών με κράτη όπως η Μολδαβία, η Γεωργία και η Ουκρανία. Και αυτή η προοπτική δεν χαροποιεί καθόλου τη Ρωσία. Λίγο νοτιότερα, περιμένουμε να δούμε τι θα γίνει στη Συρία, όπου το πρόγραμμα καταστροφής των χημικών όπλων πρέπει να ξεκινήσει, ενώ παράλληλα θα εξελίσσεται ο εμφύλιος και με τον φόβο ότι ορισμένα χημικά μπορεί να καταλήξουν σε λάθος χέρια. Ολα αυτά συμβαίνουν την ώρα που η Γαλλία αρνήθηκε τη σύναψη μιας τελικής συμφωνίας με το Ιράν, την οποία στήριζαν οι ΗΠΑ, για τον έλεγχο του πυρηνικού προγράμματος.
Αλλωστε, εδώ και πενήντα χρόνια, νιώθουμε στην Ευρώπη ασφαλείς. Ομως, είμαστε;
Οι απειλές σήμερα δεν προέρχονται τόσο από συγκεκριμένα κράτη, όσο από μη κρατικούς δρώντες, με όχημα την τρομοκρατία, το οργανωμένο έγκλημα, τις επιθέσεις στον κυβερνοχώρο, τη διάδοση των όπλων μαζικής καταστροφής, ακόμη και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Απέναντι σε όλα αυτά, η Ευρώπη, έως σήμερα, παρά την ύπαρξη της Κοινής Πολιτικής Αμυνας και Ασφάλειας, στην πράξη έχει ένα άθροισμα εθνικών πολιτικών άμυνας και όχι μια «ευρωπαϊκή» άμυνα. Σύντομα, όμως, ίσως κληθεί να αναλάβει μεγαλύτερο βάρος για την εγγύηση της ποιότητας ζωής και των δικαιωμάτων των πολιτών της, ή ακόμα και να παρέχει ασφάλεια στην ευρύτερη περιοχή. Και αυτό γιατί οι προτεραιότητες των ΗΠΑ έχουν αλλάξει και η Ουάσιγκτον εστιάζει στην Ασία και τον Ειρηνικό, ενώ το ΝΑΤΟ δεν είναι ευπρόσδεκτο παντού.
Εξάλλου, η ασφάλεια είναι πια μια πιο ευρεία έννοια απ’ ό,τι παλιά: περιλαμβάνει τη θαλάσσια ασφάλεια, την ενεργειακή ασφάλεια (πόρων και υποδομών), ακόμη και την ασφάλεια των τηλεπικοινωνιών. Ως εκ τούτου, το σημείο εκκίνησης της έκθεσης που εισηγήθηκα είναι ότι απαιτείται σύνθεση πολιτικής. Το κάθε κράτος-μέλος της Ε.Ε. από μόνο του δεν μπορεί να αντιμετωπίσει καμία από τις σημερινές προκλήσεις. Αυτό φαίνεται να είναι προφανές. Αλλά το «μαζί», εάν δεν είναι ευχή, έχει κόστος.
Το κόστος υπονοείται στην έκθεση. Αναφέρεται, για παράδειγμα, ότι πρέπει να αναθεωρηθεί το πλαίσιο της Κοινής Πολιτικής Αμυνας και Ασφάλειας στη βάση μιας Λευκής Βίβλου, που μεταξύ άλλων να προβλέπει την ενεργοποίηση της ρήτρας αμοιβαίας συνδρομής και της ρήτρας αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών- μελών που προβλέπονται από τις Συνθήκες, ενισχύοντας την «αίσθηση κοινού πεπρωμένου» μεταξύ Ευρωπαίων. Η επισήμανση έχει ιδιαίτερο «ελληνικό» ενδιαφέρον αλλά μάλλον και πολωνικό. Αναφέρεται, επίσης, ότι η Ευρώπη πρέπει να αποκτήσει μια ολοκληρωμένη πολιτική θαλάσσιας στρατηγικής, στη βάση του διεθνούς δικαίου. Και αυτή η επισήμανση έχει ιδιαίτερο «ελληνικό» ενδιαφέρον, όπως άλλωστε και σκανδιναβικό. Με άλλα λόγια, τουλάχιστον όταν μιλάμε για άμυνα, δεν είμαστε μόνοι μας στην Περιφέρεια.
Αλλά όσο η ευρωπαϊκή πολιτική είναι άθροισμα και όχι σύνθεση, τόσο και ο κάθε «εταίρος» θα μπαίνει στον πειρασμό να κάνει τους δικούς του υπολογισμούς, οικονομικούς και πολιτικούς. Και υπό αυτό το πρίσμα, επισημαίνει η έκθεση, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Αμυνας πρέπει να έχει ρόλο όχι απλά συντονιστικό, αλλά τελικά επιτελικό, στο πλαίσιο καταρχήν της μόνιμης διαρθρωμένης συνεργασίας, προσβλέποντας όμως στη χάραξη μιας οργανικά ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής, που να προβλέπει κοινές ανάγκες εξοπλισμού, τεχνολογικής ανάπτυξης και έρευνας. Και εδώ αρχίζει να διαφαίνεται και το οικονομικό «μαζί».
«Μαζί» σημαίνει μια κοινή αμυντική βιομηχανική πολιτική, με παράλληλη στήριξη της συμμετοχής των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε αυτήν, που διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην καινοτομία, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την οικονομική ανάπτυξη. Και αυτή η επισήμανση έχει «ελληνικό ενδιαφέρον», αλλά και πορτογαλικό, ιταλικό, ισπανικό κ.ο.κ.. Οι 750.000 θέσεις εργασίας της αμυντικής βιομηχανίας στην παρούσα συγκυρία είτε θα γίνουν περισσότερες είτε δεν θα υπάρξει «ολοκλήρωση». Οι ευχές είναι ανέξοδες, αλλά το «μαζί» έχει κόστος και όχι μόνο για την Περιφέρεια.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή στις 5/12/2013