Αμήχανοι σοσιαλδημοκράτες

Γιώργος Σιακαντάρης 19 Ιουν 2017

Οι δηλώσεις του σοσιαλδημοκράτη Ντάισελμπλουμ για τους «Νότιους που τα έφαγαν στις γυναίκες» φανερώνουν ένα μεγάλο κενό στη σκέψη μιας πλευράς της Σοσιαλδημοκρατίας. Το κενό της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Από την άλλη, η δήθεν αριστεροποίηση των γάλλων, ισπανών, γερμανών και ελλήνων σοσιαλδημοκρατών δεν φαίνεται να αποδίδει.

Η δήθεν αριστερή στροφή όμως του Κόρμπιν φάνηκε να αποδίδει στη Μεγάλη Βρετανία. Αλλά από πότε η τρίτη συνεχόμενη από το 2010 εκλογική ήττα ενός κόμματος είναι νίκη; Τελευταία νίκη το 1997. Μια άλλη βρετανική  φιλοευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία ίσως κέρδιζε ακόμη και τις εκλογές.
Μα είναι κακό που ο Κόρμπιν πρότεινε την επιστροφή στο κράτος πρόνοιας; Οχι, καθόλου, αλλά ταυτοχρόνως με αυτό πρότεινε και επιστροφή στο κράτος-βιομήχανο. H ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία υποστήριζε τις αποκρατικοποιήσεις ως μέσο για στροφή των δαπανών στον τομέα των κοινωνικών υπηρεσιών. Η χειραφέτηση τόσο από τον κρατισμό-κορπορατισμό όσο και από την αγορά και η μετατροπή των κοινωνικών υπηρεσιών σε αποεμπορευματοποιημένο χώρο είναι το σοσιαλδημοκρατικό σήμα κατατεθέν. Αυτό υποστηρίζει ο Κόστα Εσπίνγκ Αντερσεν στο εμβληματικό του βιβλίο «Οι τρεις κόσμοι του καπιταλισμού της ευημερίας» (εκδ. Τόπος, μτφρ. Ασπα Γολέμη). Ο Κόρμπιν βρίσκεται μακριά από αυτό.
Το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα του Αμόν έπεσε σε μονοψήφια ποσοστά. Ο Πέδρο Σάντσεθ, με υποτιθέμενο αριστερό πρόγραμμα, επέστρεψε στην ηγεσία του Ισπανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, αλλά δεν φαίνεται να πείθει. Ο Σουλτς, πάλι, λόγω και μόνο της απλής αναφοράς του στην πιθανότητα συνεργασίας του με το «αριστερό» Die Linke – ένα κόμμα που οι Γερμανοί το ταυτίζουν με το ολοκληρωτικό ανατολικογερμανικό καθεστώς – υπέστη τρεις απανωτές ήττες. Στην Ελλάδα η ΔΗΣΥ παρά την αισθητή μείωση των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ δεν δείχνει να κερδίζει ψηφοφόρους. Παραμένει σε μονοψήφια ποσοστά. Στη Σοσιαλδημοκρατία πάντοτε υπήρχαν προγράμματα και «προγραμματικά συνέδρια». Αλλά δεν αρκούν.
Πολλά έχουν γραφεί περί της ανάγκης ενός Επινέ (1971) στην Ελλάδα. Καλό είναι όμως να γνωρίζουμε ότι στο Επινέ η πιο μετριοπαθής πλατφόρμα που κατατέθηκε ήταν αυτή της ευάριθμης κίνησης «Συμφωνία Ρεπουμπλικανικών Θεσμών» του Μιτεράν, η οποία ζητούσε ούτε λίγο ούτε πολύ την κατάργηση της μισθωτής εργασίας. Φανταστείτε τι ζητούσαν οι άλλοι!
Το Επινέ δεν ήταν καθόλου φούσκα όσον αφορά τα νέα πρόσωπα που πλαισίωσαν το αναγεννημένο Σοσιαλιστικό Κόμμα. Ηταν όμως «φούσκα» όσον αφορά τις ιδέες που κυριάρχησαν εκεί. Καμία από τις προγραμματικές του θέσεις δεν εφαρμόστηκε δέκα χρόνια αργότερα. Ας προστρέξουμε στον Φιλίπ Ασκεναζί («Οι τυφλές δεκαετίες 1970-2010», εκδ. Πόλις, μτφρ. Σώτη Τριανταφύλλου). Οι Αμόν – Κόρμπιν επαναφέρουν σήμερα προγράμματα α λα Επινέ. Αν τότε ένα τέτοιο πρόγραμμα «ενθουσίαζε» τους πολίτες, σήμερα απαξιώνει τους αμήχανους σοσιαλδημοκράτες.
Τα προγράμματα δεν είναι το παν. Οι πολιτικές και τα πρόσωπα που θα τα εφαρμόσουν είναι επίσης σημαντικό θέμα. Μπορεί οι σαραντάρηδες να μην είναι εγγύηση για να είναι καλός ένας πολιτικός ( βλέπε Τσίπρας), οι σαραντάρηδες όμως με σύγχρονες ιδέες είναι προϋπόθεση για την επιστροφή της πολιτικής στο προσκήνιο.
Σήμερα τα πίτουρα της λεγόμενης «αριστερής» Σοσιαλδημοκρατίας τα τρώνε «οι ριζοσπαστικές κότες» του κ. Μελανσόν και του κ. Τσίπρα. Η αντικαπιταλιστική και αντιμεταρρυθμιστική ρητορική δεν μπορεί να επανασυσπειρώσει γύρω από τη Σοσιαλδημοκρατία τα κοινωνικά στρώματα που τη στήριζαν άλλοτε.
Ούτε όμως η θεώρηση του λαϊκισμού ως μοναδικού εχθρού διευκολύνει τη Σοσιαλδημοκρατία να ανανεώσει τις πολιτικές της. Ο λαϊκισμός δεν πάει μόνος του. Τον συνοδεύουν ανασφάλειες που οδηγούν στον ρεβανσισμό και στον κοινωνικό αυτοματισμό, ανασφάλειες που αμφισβητούν την κοινωνική αλληλεγγύη και την κοινωνική δικαιοσύνη. Τον συνοδεύουν μεγάλα ρεύματα στις δυτικές κοινωνίες που ζητούν ρεβάνς από τον «μεγάλο εχθρό», το κράτος πρόνοιας, ρεύματα που με το πρόσχημα της άρσης της διάκρισης Αριστεράς – Δεξιάς ζητούν την κατάργηση της Αριστεράς, σημαντικότερο κομμάτι της οποίας είναι η Σοσιαλδημοκρατία. Στην αδυναμία να απαντήσει με φιλελεύθερο και παγκόσμιο τρόπο σε αυτές τις αμφισβητήσεις και όχι μόνο στον λαϊκισμό εντοπίζονται τα προβλήματα των σοσιαλδημοκρατών. Η απάντηση της Σοσιαλδημοκρατίας δεν μπορεί να είναι άλλη από την επανενσωμάτωση συγκεκριμένων κοινωνικών αναφορών στις, ούτως ή άλλως, φιλελεύθερες αρχές της.
Από την άλλη, τι εκπροσωπεί ο νικητής Μακρόν; Αυτός δεν υποστηρίζει το «ούτε Αριστερά ούτε Δεξιά» αλλά το «και Αριστερά και Δεξιά». Αυτό, τηρουμένων των αναλογιών και υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσε σήμερα να εκφράσει ό,τι ο Ζακ Ζιλιάρ ονομάζει γαλλική Δεύτερη Αριστερά («Οι Αριστερές της Γαλλίας», εκδ. Πόλις, μτφρ. Χριστιάννα Σαμαρά). Πολιτικές δηλαδή που δεν είναι κεντρώες, αλλά εστιάζουν στο κέντρο των κοινωνιών, στη συμμαχία δηλαδή μεσαίων στρωμάτων με το παραγωγικό κεφάλαιο και τα ασθενέστερα στρώματα. Το πώς πραγματικά θα μπορούσε να γίνει αυτό σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης είναι το στοίχημα που καλείται να κερδίσει η Σοσιαλδημοκρατία. Στα προβλήματα όμως της  παγκοσμιοποίησης δεν απαντάς με επιστροφή στο έθνος-κράτος, αλλά με περισσότερη και δημοκρατικότερη διαχείριση των διεθνών συνεργασιών.
Ο Μακρόν, όταν μετά την εκλογή του δήλωνε ότι θα αγωνιστεί ώστε ύστερα από πέντε χρόνια να μην υπάρχουν οι αιτίες που δυνάμωσαν τη Λεπέν δείχνει, αν μη τι άλλο, πως αυτό το έχει καταλάβει.