Για πολλά χρόνια στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης η ακροδεξιά βρισκόταν στο περιθώριο του κομματικού συστήματος. Αυτό άλλαξε από τη δεκαετία του 2000, όταν τα αντιμεταναστευτικά και ξενοφοβικά αντανακλαστικά της κοινωνίας συναντήθηκαν με τη στρατηγική της Νέας Δημοκρατίας να μετακινηθεί προς το κέντρο του πολιτικο-ιδεολογικού άξονα. Η δυναμική της ακροδεξιάς (ίδρυση του ΛΑ.Ο.Σ.) τότε αυξήθηκε μεν, αλλά παρέμεινε περιορισμένη, αποτέλεσμα του γεγονότος ότι τα κόμματα της κομματικής σκηνής εξακολουθούσαν να ευθυγραμμίζουν στις τάξεις τους τούς σταθερούς ψηφοφόρους τους και συγχρόνως να είναι σε θέση να διεκδικούν από τον αντίπαλο τους λιγότερο ιδεολογικά πολωμένους και μετακινούμενους εκλογείς.
Τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν μετά τις εκλογές του 2009. Τότε που η πόλωση αυξήθηκε, το ίδιο όπως και η εκλογική μεταβλητότητα. Η κρίση υπήρξε πολυεπίπεδη και αποτυπώθηκε, εκτός από την οικονομία, και στο κομματικό σύστημα: οι εκλογείς μετακινήθηκαν προς τα άκρα του κομματικού συστήματος, όπως και από τα κόμματα της διακυβέρνησης προς νέους ριζοσπαστικούς και αντισυστημικούς δρώντες. Το ΛΑ.Ο.Σ. που είχε συμμετάσχει στη διακυβέρνηση ως ο μικρότερος εταίρος στην κυβέρνηση του Λ. Παπαδήμου βρέθηκε στους χαμένους, ενώ η Χρυσή Αυγή από την επί δεκαετίες εκλογική ανυπαρξία της βρέθηκε (πια κατ’επανάληψη) στα έδρανα της Βουλής. Στους εκλογικά κερδισμένους συγκαταλέγονται και οι ΑΝΕΛ, οι οποίοι στην απογείωσή τους το 2012 απορρόφησαν προπάντων ένα τμήμα της δεξιάς εθνικολαϊκιστικής διαμαρτυρίας.
Από τον Μάιο/Ιούνιο 2012 τα πράγματα στην πολιτική σκηνή της χώρας έχουν μεταβληθεί σημαντικά: ο ΣΥΡΙΖΑ είναι στην κυβέρνηση, σε μια περίεργη συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ. Το παράδοξο αυτό κυβερνητικό σχήμα δείχνει να ευνοεί την περαιτέρω μετακίνηση μερίδας εκλογέων στα άκρα του κομματικού φάσματος: αριστερών-ριζοσπαστικών αντιλήψεων ψηφόφοροι του ΣΥΡΙΖΑ, απογοητευμένοι από τη μνημονιακή στροφή του αλλά και τη συγκυβέρνηση με ένα ακροδεξιό κόμμα, καθώς και εθνικολαϊκιστικών αντιλήψεων ψηφοφόροι των ΑΝΕΛ που θεωρούν ότι το κόμμα που ψήφισαν έχει υπαχθεί στην ατζέντα του αριστερού κυβερνητικού του εταίρου, ριζοσπαστικοποιούνται ακόμη περισσότερο. Το δημοσκοπικό αποτέλεσμα αυτής της διεργασίας είναι ήδη ορατό στις μετρήσεις που διεξάγονται μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, στις οποίες ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ μετρούν πλέον σημαντικές απώλειες.
Η ΝΔ παρακολουθεί με αμηχανία την όλη κατάσταση. Η φθορά του κυβερνητικού σχήματος την ευνοεί και θα μπορούσε να λειτουργήσει ως υποδοχέας μιας μερίδας απογοητευμένων ψηφοφόρων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, το πρόβλημά της όμως είναι ότι δεν γνωρίζει πώς να τους διεκδικήσει. Αν θα ήταν αποτελεσματικότερο δηλαδή για την ίδια να μετακινηθεί στο κέντρο του άξονα, όπως το είχε σχεδιάσει και υποσχεθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης με την εκλογή του στην ηγεσία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης ή αν θα τη συνέφερε εκλογικά να καλλιεργήσει (διατηρήσει) μια παραδοσιακή δεξιόστροφη ταυτότητα, όπως δηλαδή θα πορευόταν η ΝΔ αν παρέμενε στην ηγεσία της ο κ. Σαμαράς. Επί του παρόντος αυτή η αμφιθυμικότητα, η οποία γίνεται αντιληπτή από το εκλογικό σώμα, εμποδίζει τη ΝΔ από τη μια να εισπράξει μεγαλύτερο μερίδιο και να κερδίσει μια εκλογική απόσταση ασφαλείας από τη φθορά της κυβέρνησης και από την άλλη να μπορέσει να «επαναπατρίσει» ψηφοφόρους της που την είχαν εγκαταλείψει.
Η εμφάνιση του προσφυγικού ζητήματος και οι διαστάσεις που αυτό προσλαμβάνει δημιουργούν μια σημαντική ευκαιρία για την κινητοποίηση των ξενοφοβικών συναισθημάτων και την ανακατεύθυνση ψηφοφόρων στο δεξιό άκρο του ιδεολογικο-πολιτικού άξονα. Βέβαια το προσφυγικό δημιουργεί μια πλειάδα συναισθημάτων, όχι μόνο αρνητικών, και πάντως εν μέρει διαπλάσιμων, υπό την προϋπόθεση, πρώτον, ότι η θεματοποίησή του θα γίνει με έναν μη συγκρουσιακό τρόπο από τους κύριους κομματικούς δρώντες και παράγοντες της πολιτικής και κομματικής σκηνής και δεύτερον ότι η διαχείρισή του δεν θα εξελιχθεί σε ένα (ακόμη) εγχώριο παράδειγμα αποτυχημένης διακυβέρνησης.
Ούτε η πρώτη ούτε η δεύτερη προϋπόθεση είναι αυτονόητο ότι μπορεί να εκπληρωθούν στην παρούσα φάση.