Αμηχανία; Οπωσδήποτε. Μήπως και ανικανότητα;

Κώστας Σοφούλης 27 Φεβ 2017

Η κατάσταση της χώρας χειροτερεύει τόσο σε στενά οικονομικό επίπεδο, όσο και σε ευρύτερα κοινωνικό. Όλα δείχνουν ότι παρά την δημοσιονομική εξισορρόπηση που επιτέλους επιτεύχθηκε με αίμα και δάκρυα, η οικονομία και μαζί της η κοινωνία δεν λέει να ξεκολλήσει από το τέλμα της εσωτερικής υποτίμησης, που ήταν μεν αναγκαίο εργαλείο για την δημοσιονομική εξισορρόπηση αλλά όχι και ως τερματικός σκοπός. Όσοι οραματίζονται μια νομοτελειακή ως εκ τούτου έλευση της περιπόθητης «ανάπτυξης», απλώς ανοηταίνουν ή ψεύδονται. Η ανάπτυξη δεν πρόκειται να έλθει ως νομοτελειακή συνεπεία της δημοσιονομικής εξισορρόπησης. Απαιτεί εμπνευσμένη και αποτελεσματική πολιτική που δεν φαίνεται επί του παρόντος να προσφέρεται πειστικά από κανένα από τους παρόντες πολιτικούς σχηματισμούς.  Αντίθετα, μάλιστα, το τοπίο μυρίζει τέλμα.

Κι όμως, με αυτή την εικόνα της κατάστασης έκγλυφη, η δημοκρατική παράταξη, στο μέτρο που εκπροσωπείται από τη Δημοκρατική Συμμαχία στο κοινοβουλευτικό επίπεδο, εξαντλείται σε μια ατέλειωτη και εντελώς άγονη συζήτηση περί των ενδεδειγμένων μετεκλογικών συνεργασιών της και για τα οργανωτικά της σχέδια προς την ποθητή ενότητα που μυρίζουν από μακριά αρχηγικούς σεκταρισμούς. Παρά τις απαιτήσεις των καιρών δεν λέει τίποτα επί της ουσίας του οικονομικού και κοινωνικού ζητήματος προς χάριν του οποίου υποτίθεται ότι παίζει το κοινοβουλευτικό παιχνίδι της.

Εμείς όμως, οι δημοκρατικοί και, μέχρι τώρα, υπομονετικοί πολίτες, απαιτούμε ξεκάθαρες κουβέντες επί της ουσίας.  Θέλουμε απάντηση για το πώς σχεδιάζει η δημοκρατική παράταξη να βγάλει την χώρα από το τέλμα. Όταν μας πείσει η ΔΗΣΥ, τότε θα την ακούσουμε για τις προτιμήσεις της σε ότι αφορά τους αναγκαίους συμμάχους της ή τις προτάσεις της για ηγεσίες. Όσο, λοιπόν,  δεν μιλάει για την ουσία της πολιτικής της, εμείς υποπτευόμαστε είτε αμηχανία εξ αιτίας της ανετοιμότητάς της, είτε ανικανότητα που δεν θέλει να ομολογήσει. Το τελευταίο θα ήταν πράγματι δραματικό, αν συμβαίνει.

Δεν ξέρω τι ακριβώς συμβαίνει (παρά το ότι υποπτεύομαι πολλά που, όμως, δεν δικαιολογούμαι να τα αναφέρω ατεκμηρίωτα), αλλά για να διαμορφώσω γνώμη και να μπορέσω έτσι να την μεταφέρω και στους συμπολίτες μου θα ήθελα ρητές και απερίφραστες απαντήσεις στην εξής σειρά ερωτημάτων που απευθύνω στην Δημοκρατικής Συμπαράταξη:

  1. Εκτιμά ότι είναι υγιής και επαρκής η δημοσιονομική εξισορρόπηση που επετεύχθη, επί τέλους, δια μέσω των «μνημονίων»; Δηλαδή, ότι δεν εκφράζει απλώς μια λογιστική εξίσωση δούναι και λαβείν του δημόσιου προϋπολογισμού, αλλά αποτυπώνει και τον απαιτούμενο αναπτυξιακό ρόλο της δημοσιονομικής διαχείρισης; Και αν δεν συμβαίνει το δεύτερο, πώς σκοπεύει να επαναφέρει τον προϋπολογισμό στον αναπτυξιακό ρόλο του; Συγκεκριμένα, πράγματα, όμως και όχι γενικολογίες και αφορισμούς.
  2. Αντιλαμβάνεται ότι η δομή της δημοσιονομικής εξισορρόπησης κρύβει βόμβες μεγατόνων που απλώς τώρα έχουν καμουφλαριστεί για να μη φαίνονται; Και αν το αντιλαμβάνεται, ποιες νομίζει ότι είναι αυτές; Η απάντηση στο ερώτημα θα ξεκαθαρίσει και την μακροπρόθεσμη αντίληψη που έχει για τα πράγματα. Αν αποφύγει την απάντηση θα σημαίνει ότι απλώς εξισώνεται με τον πολιτικό οπορτουνισμό του συστήματος που μας έφερε σε αυτά τα χάλια.
  3. Αντιλαμβάνεται ότι η χώρα αντιμετωπίζει τεράστιο και άκρως φθοροποιό πρόβλημα εθνικής ασφαλείας; Πώς σκοπεύει να συμφιλιώσει την αμυντική και εξωτερική πολιτική με τις προτεραιότητες της αναπτυξιακής προσπάθειας; Η χώρα έχει τον υψηλότερο συντελεστή αμυντικών δαπανών από όλους τους εταίρους της στην ΕΕ. Ο μοναδικός λόγος για την ανωμαλία αυτή είναι πλέον η Τουρκική απειλή. Εάν οι αμυντικές δαπάνες συνεχίσουν να μένουν παγιδευμένες στο σπιράλ του πολεμικού ανταγωνισμού με μια δύναμη επταπλάσιου πληθυσμού και αυταρχικού καθεστώτος όπως είναι η περίπτωση της γείτονος, θα οδηγηθούμε ξανά σε μια ακατάσχετη οικονομική αιμορραγία χωρίς τέλος. Η ελπίδα ότι τα εξοπλιστικά προγράμματα θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν, δια μέσου των αντισταθμιστικών ωφελειών, σε εργαλείο νέων επενδύσεων, αποδείχθηκαν ουτοπία. Πώς μπορεί, επομένως, η ΔΗΣΥ να εξασφαλίσει ενεργές συμμαχίες που θα της επιτρέψουν να μειώσει τις αμυντικές δαπάνες της προκειμένου εξοικονομήσει πόρους για την χρηματοδότηση επενδύσεων;  Πώς σκοπεύει να αξιοποιήσει τη ρήτρα αλληλεγγύης των ευρωπαϊκών συμφωνιών για τον σκοπό αυτό;
  4. Τι ακριβώς προτείνει για το ασφαλιστικό σύστημα στον τομέα της συνταξιοδότησης, πρώτον, και στον τομέα της υγείας, δεύτερο, που συνεχίζει να καταρρέουν; Φιλότιμοι επιστήμονες έχουν ήδη προσφέρει εναλλακτικές προτάσεις. Ποια επιλέγει και αν δεν επιλέγει καμία από τις προσφερόμενες ποια είναι η αντίστοιχη δική της;
  5. Για την Εκπαίδευση, τι σχέδιο έχει; Σήμερα έχει γίνει πλέον σαφέστατο ότι η Εκπαίδευση όλων των βαθμίδων τελεί υπό διπλή κρίση: Πρώτον αντιμετωπίζει κρίση διακυβέρνησης που ανεβάζει σημαντικά το «αδρανές» κόστος λειτουργίας της. Δεύτερο, αντιμετωπίζει κρίση περιεχομένου που εκδηλώνεται από την στρεβλή γενική παιδεία που παρέχεται σε όλα τα επίπεδά της: Προάγει μια μηδενιστική παιδεία που αντιβαίνει εξοργιστικά στις ανάγκες εθνικής ανασυγκρότησης. Τι σκοπεύει να κάνει για να υπηρετήσει το ιδανικό της Δημοκρατικής Παιδείας σύμφωνα με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης και ορισμένων υποδειγμάτων του Κοινοτικού Κεκτημένου;
  6. Πώς ακριβώς σκοπεύει να λύσει το πρόβλημα της ανεργίας; Θα συνεχίσει την λαϊκίστικη πολιτική επιδότησης της ανεργίας ή θα προχωρήσει γενναία σε πολιτική νέων παραγωγικών επενδύσεων; Και αν επιλέγει το δεύτερο, εκτιμά ότι αρκούν τα μακροοικονομικά και θεσμικά εργαλεία για φέρουν νέες παραγωγικές επενδύσεις, ή μήπως απαιτείται και συγκροτημένη κινητοποίηση του κράτους για να παίξει τον ρόλο που έχει παίξει μεταπολεμικά ως μοχλός επενδύσεων και καινοτομίας; Τι σκοπεύει να κάνει απ’ αυτού;
  7. Τι πρόγραμμα έχει για να αναγάγει το Κράτος σε παράγοντα καινοτομίας και ανάπτυξης; Κι εδώ απαιτούνται απερίφραστες και συγκεκριμένες απαντήσεις δεδομένου ότι υπάρχει πλέον άφθονη γνωστική υποδομή για τις τεκμηριώσει. Η σοσιαλδημοκρατία έχει το ιδεολογικό προνόμιο να μη απορρίπτει τον ρόλο του Κράτους στην διαδικασία της ανάπτυξης και της καινοτομίας.
  8. Ποια είναι η σοβαρή και τεκμηριωμένη θέση της απέναντι στα φληναφήματα που διακινούνται τον τελευταίο καιρό για τις δυνατότητες του αγροτικού μας τομέα; Αντιλαμβάνεται ότι μια γεωργία που στηρίζεται σε μικροϊδιοκτησίες και κατακερματισμούς κλήρους είναι τεχνικά και κοινωνικά αδύνατο να παίξει αποτελεσματικά στον διεθνής ανταγωνισμό; Τι έχει να προτείνει επ’ αυτού; Καταλαβαίνει ότι θα κριθεί η επάρκειά της σε παραγωγή καινοτόμων ιδεών και προτάσεων και θα δοκιμαστεί η ικανότητά της να αντιμετωπίσει το τελευταίο αναχρονιστικό ζήτημα της κοινωνίας μας;
  9. Τι σχέδιο έχει για την προαγωγή της ευρωπαϊκής ιδεολογίας της; Αντιλαμβάνεται ότι το ζήτημα αυτό έχει ιστορική σημασία στη σημερινή συγκυρία; Πώς θα ξεφύγει από την παγίδα της αντιδικίας με την ΕΕ που έχει κατορθώσει νε περάσει ως ιδεολογία σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας ο αντιμνημονιακός μύθος που ζύμωσε η Σαμαρική ΝΔ και οι Συριζοανέλ;

Αυτά είναι τα ελάχιστα ερωτήματα που θα μου επιτρέψουν, ως ώριμος πολίτης,  να κρίνω την συνάφεια των γενικών διακηρύξεων της ΔΗΣΥ με τον ουσιαστικό πολιτικό σχεδιασμό της.

Δεν πετώ στα σύγνεφα. Ούτε δικαιολογείται η οποιαδήποτε «αφέλειά μου» στα χρόνια που βρίσκομαι και στη συσσωρευμένη πείρα της ζωής που βαραίνει την καμπούρα μου. Ξέρω πολύ καλά, ότι κάθε ουσιαστική και συγκεκριμένη απάντηση σε καθένα από τα παραπάνω ερωτήματα θα αρέσει σε μερικούς και θα δυσαρεστεί κάποιους άλλους. Εκεί φωλιάζει ο λογαριασμός του περιβόητου πολιτικού κόστους.  Έτσι, όμως,  συμβαίνει πάντα σε μια πολυταξική κοινωνία και όποιος το κρύβει, απλώς θέλει να καλύψει την εξαπάτηση που σχεδιάζει για τους ψηφοφόρους του. Δεν υπάρχει μέτρο πολιτικής που να μην έχει αναδιανεμητικό αποτέλεσμα κόστους/ωφέλειας. Η πρώτη κατανομή τέτοιων οφελών συνιστά το βραχυπρόθεσμα πολιτικό κόστος για τον προτείνοντα.   Η σύνθεση όμως ανήκει στην στρατηγική του κάθε πολιτικού σχηματισμού για να παρουσιάσει την συνολική του πρόταση προς εξυπηρέτηση του μέγιστου κοινού συμφέροντος. Η προοπτική των αποτελεσμάτων αυτής της στρατηγικής, αναδείχνει την προτείνουσα παράταξη σε καλή ή κακή υπηρέτρια του κοινωνικού συμφέροντος και της απονέμει ιστορικούς χαρακτηρισμούς.  Αλλά την καθιστά και ικανή να αναλάβει την ουσιαστική πολιτική ευθύνη των όσων προτείνει. Δεν μπορεί η ΔΗΣΥ να παραμένει ένα είδος εν αναμονή λάϊτ ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί, αν δεν διατυπώσει πρώτα τις λύσεις στα υπαρκτά πρόβλημα που προτείνει, δεν μπορεί να γίνει η όποια συζήτηση για την στρατηγική της εξυπηρέτησης του κοινωνικού συμφέροντος που θα την διακρίνει από την λαϊκίστικη τακτική της υπόσχεσης των πάντων προς τους πάντες.

Η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης του συγκεκριμένου, ιδίως στις μέρες μας, έχει παράλληλα και τεράστια διδακτική σημασία: Κοντράρεται ευθέως με την μηδενιστική τακτική του κυβερνώντος εθνικολαϊκισμού και σκληραγωγεί το κοινωνικό σώμα στο ουσιαστικό πολιτικό ήθος. Γιατί,  πολιτική χωρίς ανάληψη της ευθύνης της αυθεντίας των πολιτικών προτάσεων καταλήγει απλός τυχοδιωκτισμός περί το δέλεαρ της εξουσίας. Κάτι που το ζούμε ήδη επώδυνα  στην πλάτη μας. Ας αφήσουμε με αποφασιστικότητα την αρώστια αυτή στους φυσικούς της ξενιστές. Εμείς έχουμε άλλον ιδεολογικό και ηθικό ορίζοντα.

Ας ανοίξουμε λοιπόν τη συζήτηση επί των ουσιαστικών προτάσεων και ας περιμένουμε, κατάλληλα προετοιμασμένοι, την συνέχεια της απαιτούμενης γενικότερης πολιτικής συζήτησης. Το ανάποδο, λυπάμαι που το λέω, μου θυμίζει κάπως πολιτική αγυρτεία.

Μια τέτοια ανοιχτή και ουσιαστική συζήτηση θα ξεκαθαρίσει και το ποιος είναι με ποιόν. Η συζήτηση ανάμεσα στα κόμματα και τις Κινήσεις που απαρτίζουν τον σοσιαλδημοκρατικό χώρο δεν έχουν πλέον κανένα λόγο να εκφυλίζονται σε διαμάχες ηγετικών φατριών. Τι θα εμπόδιζε, εν τέλει, μια τέτοια πλατφόρμα να χρησιμοποιηθεί ως βασικό μέσο συγκρότησης του αντίστοιχου πολιτικού χώρου αντί το καθήκον αυτό να εμπλέκεται σε αρχηγητίστικους ανταγωνισμούς? Τι έχει ουσιαστική σημασία, το τι εκφράζει η δημοκρατική παράταξη ή ποιοι αρχηγεύουν σε αυτή;