Και τώρα τι γίνεται; Ποια είναι τα δεδομένα που πρέπει να αντιμετωπίσει το νέο κυβερνητικό σχήμα;
Στο διεθνές περιβάλλον, βαρομετρικό χαμηλό. Βέβαια η ψήφος της 6ης Μαΐου – όχι μόνο η ελληνική αλλά και η γαλλική, αφού ένας στους τρεις Γάλλους ψήφισε ακραία αντιευρωπαϊκά – ταρακούνησε το «ευρωιερατείο», προβληματίζοντας για τις παρενέργειες μιας υπερβίαιης προσαρμογής. Ωστόσο, ειδικά για τη χώρα μας, τα περιθώρια χαλάρωσης είναι περιορισμένα. Το φάρμακο πρέπει να είναι πικρό για να μη γίνεται ευρύτερα επιθυμητό. Και αν κάθε λαϊκή αντίδραση, στην κάλπη ή στο πεζοδρόμιο, οδηγούσε σε περαιτέρω ευρωπαροχές, ποιο το μήνυμα στους υπερχρεωμένους;
Στο εσωτερικό πεδίο τώρα, με την κοινωνία – στην οποία δημιουργήθηκαν οι συνήθεις προεκλογικές προσδοκίες – έτοιμη για νέα πεζοδρομιακή δράση, τα πολιτικά δεδομένα είναι επίσης δραματικά. Βέβαια δόθηκε μια σημαντική ώθηση στη νομοτελειακή(;) πορεία προς εξαφάνιση του κόμματος που έχει αρνηθεί κάθε επαφή με την πραγματικότητα (το οποίο την Πρωτομαγιά στέρησε την ανάσα από 5.000.000 Αθηναίους εμποδίζοντας, μέσω ελεγχόμενων συνδικάτων, τόσο τον απόπλου των πλοίων όσο και την κυκλοφορία στις οδικές αρτηρίες εξόδου από το άστυ). Η πολιτική καταβαράθρωσή του, μάλιστα, δεν πρωτοφάνηκε στις 17 Ιουνίου, αλλά ήδη στις 6 Μαΐου, όταν καρπώθηκε μόνο μία από τις 45 εκατοστιαίες μονάδες που έχασε ο παλαιός δικομματισμός, εκ των οποίων 31 ήταν του ΠΑΣΟΚ (ενώ πάντα στην Ευρώπη σοσιαλδημοκρατία και κομμουνιστικός χώρος ήταν εκλογικά συγκοινωνούντα δοχεία). Κυρίως όμως αποκαλύφθηκε με την άμεση δημοσκοπική εκτίναξη της Χ.Α., μόλις στέλεχός της αντέδρασε βιαιοπραγώντας εις βάρος της πιο προβεβλημένης εκπροσώπου του.
Παρά την ΚΚΕξαέρωση, ωστόσο, το 42% που άθροισαν τα τρία άλλα «ακροδεξιοαριστερά» κόμματα – ΣΥΡΙΖΑ, Καμμένος, Χ.Α. – ασφαλώς και δεν είναι δεδομένο εύκολα διαχειρίσιμο. Τα κόμματα αυτά θα μπορούσαν πράγματι να διεκδικήσουν Νομπέλ Νομικής (μόλις θεσπιστεί), με το επιχείρημα ότι οι – δημοκρατικά νομιμοποιημένοι – κυβερνήτες δεσμεύουν μόνον εαυτούς και όχι τις χώρες τους… Αλλά και το Νομπέλ Οικονομίας με τον ισχυρισμό ότι μια τέτοια αντίληψη α-συνέχειας του κράτους δεν θα επηρέαζε τη δανειοληπτική του ικανότητα. (Προφανώς τα στελέχη τους θα συνέχιζαν να δανείζουν με προσωπικά κεφάλαια κληρονόμο που θα αμφισβητούσε το κύρος της υποθήκης που έβαλε ο πατέρας του… Ή θα κατέθεταν σε τράπεζα δεσμευόμενη από τους όρους της κατάθεσης μόνον όσο υπηρετεί ο διευθυντής του υποκαταστήματος που τους υπέγραψε.) Ασφαλώς λοιπόν η πολιτική δυσλειτουργία που τα μορφώματα αυτά θα παράγουν στο πλαίσιο της νεοδιαμορφωθείσης «αμφίκυρτης δημοκρατίας» των άκρων θα είναι τεράστια. Μόνον δε μια κυβέρνηση πολιτικής εμπειρίας, υψηλής ποιοτικής σύνθεσης και άρρηκτης εσωτερικής συνοχής θα μπορούσε να την αντιμετωπίσει. Ποια θα ήταν αυτή;
Είτε μια κυβέρνηση υποστηριζόμενη χωρίς ρωγμές από τα σημερινά κυβερνητικά κόμματα, υπό έναν καταξιωμένο τεχνοκράτη στον οποίο θα παρεχόταν ελευθερία επιλογής συνεργατών (εμπειρογνωμόνων και πολιτικών). Είτε μια εμπεριέχουσα και τεχνοκράτες, κατά βάση όμως πολιτική, τρικομματική κυβέρνηση με ό,τι καλύτερο σε εμπειρία και διεθνείς δικτυώσεις διαθέτουν οι συνιστώσες της, ώστε να διεκδικηθεί, χωρίς βέβαια ονειροπολήσεις ή «ονειροπωλήσεις», το καλύτερο εφικτό. Η σημερινή ερμαφρόδιτη «εντός – εκτός» στάση ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ είναι κατώτερη των περιστάσεων. Δεν υποδηλώνει μόνο ευθυνοφοβία και πρόταξη του μικροκομματικού συμφέροντος. Δεν θυμίζει απλώς τακτική πολλαπλά διακορευμένης «δέσποινας» που προσπαθεί να «διαφυλάξει την παρθενία της». Συνιστά και προσβολή στους ψηφοφόρους τους. Ειδικά για το 12,5% του ΠΑΣΟΚ – που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «διψήφιο θαύμα» – η ένσταση είναι εύλογη: «Σας ψηφίσαμε, διακινδυνεύοντας τη νίκη των δυνάμεων του αντιευρωπαϊκού και αντιαστικού καιροσκοπισμού, για να αποτρέψουμε ένα δεξιοδεξιό κυβερνητικό σχήμα, ικανό να επικοινωνεί περισσότερο με το Αγιο Πνεύμα παρά με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Αν θέλαμε κυβέρνηση ΝΔ, την ψηφίζαμε κατευθείαν»…
Μάλιστα αυτό που προέκυψε δεν είναι καν κυβέρνηση της (όλης) ΝΔ. Είναι της σαμαρικής της φράξιας. Διασφαλίζει άμεσα – όχι βέβαια την πολιτική ανάκαμψη των ημιπαρθένων, αλλά – τον θρίαμβο του πεζοδρομίου και του «κινήματος» που το εκφράζει.
ΥΓ: Γιατί η ΔΗΜΑΡ δεν συναίνεσε μετά την 6η Μαΐου στη συγκρότηση κυβέρνησης, όταν και το κέντρο βάρους της θα ήταν λιγότερο δεξιά και το κόστος της ακυβερνησίας θα είχε περιορισθεί; Πού στηρίζουν δε το βέτο στην απόλυση ΔΥ; Στη λήψη ισοδύναμων μέσων ή στην εκτίμηση ότι οι εταίροι μας, που δανείζονται με πολλαπλασίως υψηλότερα επιτόκια από αυτά που μας δανείζουν, θα δεχθούν εκροή και άλλων κεφαλαίων στη χώρα μας;
Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικών Θεσμών και Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο