Όλο και περισσότερο αντιλαμβάνονται, σε όλο τον κόσμο, ότι απαιτείται παρέμβαση δημοσιονομικής στήριξης στην οικονομία, για να αντιμετωπιστεί η κρίση της εποχής μας.
Στο σύνολο της Ευρώπης έχει ήδη καταγραφεί αυτή η προοπτική, αρκεί τα κράτη μέλη να εξειδικεύσουν με συγκεκριμένες πολιτικές και προτάσεις την δυνατότητα υλοποίησης.
Στην Ελλάδα, όμως, ένα τέτοιο σχέδιο, δυστυχώς, δεν έχει διαμορφωθεί ή σε κάθε περίπτωση δεν έχει δημοσιοποιηθεί, ώστε να αποτελέσει αντικείμενο δημόσιας συζήτησης.
Οι αναφορές περί “σχεδίου Πισσαρίδη” δεν ανταποκρίνονται σε αυτές τις απαιτήσεις, μιας και το σχέδιο αυτό εκπονήθηκε για άλλες προτεραιότητες και χωρίς να συμπεριλαμβάνει τις έκτακτες συνθήκες που προκύπτουν από την τρέχουσα πανδημία.
Ούτε βέβαιά και η ανάθεση του έργου αυτού σε όργανα-εργαλεία εκτός ελέγχου Δημοκρατικής νομιμοποίησης (ΤΑΙΠΕΔ), που δεν λογοδοτούν ούτε αναφέρονται ούτε καν στην εκάστοτε κυβέρνηση, αποτελεί επιλογή διευθέτησης του ζητήματος.
Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει άμεσα να προτείνει ένα σχέδιο διάσωσης της οικονομίας, συγκεκριμένου ποσού και προσδιορισμένων στοχεύσεων σε τομείς και δράσεις της οικονομίας, με ευρύτερες συναινέσεις για να αποτελέσει εθνικό σχέδιο.
Έτσι θα μπορέσει να ενεργοποιήσει αδρανείς δυνάμεις της οικονομίας, σε μια δυναμική προοπτική πειστικών προσδοκιών. Δυνάμεις αδρανείς όχι μόνον λόγω covid-19 αλλά και επιφυλάξεων που προκάλεσε η δεκαετής κρίση λόγω χρέους της χώρας μας.
Προφανώς και είναι γνωστό, ότι στις τάξεις του πολιτικού συστήματος της χώρας, υπάρχουν πολλές δυνάμεις που, είτε ενεργά είτε σιωπηρά, αντιτίθενται στη δημοσιονομική στήριξη και εναντιώνονται ανεπιφύλακτα κάθε φορά που οι συνθήκες επιβάλλουν τέτοιες δράσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι φορολογικές περικοπές, που παραχωρήθηκαν την τελευταία περίοδο, έχουν ως αποτέλεσμα υψηλότερα δημοσιονομικά ελλείμματα πάλι στη χώρα, κατάσταση που κινδυνεύει σε λίγο να μας θυμίζει πάλι τις συνθήκες λίγο πριν τα μνημόνια. Η δε υποσχόμενη ανάπτυξη που δικαιολόγησαν την επιλογή για αυτές τις ακατανόητες φοροαπαλλαγές δεν επρόκειτο να έρθει και τώρα χρησιμοποιείται η δικαιολογία της πανδημίας. Παρά ταύτα πουθενά στον κόσμο δεν έχει καταγραφεί ανάπτυξη όπου μονοσήμαντα προσανατολίστηκαν σε τέτοιες μεροληπτικές φοροαπαλλαγές.
Αντιθέτως σήμερα αυτό που απαιτείται είναι ένα συγκροτημένο και ιεραρχημένο σχέδιο δημοσίων δαπανών, ως αποτέλεσμα μιας εθνικής δημόσιας διαβούλευσης με το σύνολο των ενδιαφερόμενων μερών..
Τα σημερινά δεδομένα για τη χώρα δείχνουν επιβράδυνση στην ανάκαμψη της χώρας μας πέραν των μέχρι σήμερα προβλέψεων, από την άποψη τόσο του ΑΕΠ όσο και της απασχόλησης.
Με αυτά τα δεδομένα υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις ότι εφόσον προκριθεί και κοινοποιηθεί σύντομα, όχι μετά από λίγους μήνες, ένα συγκεκριμένο πακέτο ανάκαμψης, είναι δυνατόν να προσφέρει τεράστια ώθηση στην οικονομία και έτσι η οικονομική ανάπτυξη θα μπορεί να δημιουργήσει και τα απαιτούμενα φορολογικά έσοδα,
Οι αντίπαλοι αυτής της λογικής αλλά και οι σιωπηλοί υποστηρικτές τους (οι λεγόμενοι και “διστακτικοί”), χωρίς να εκφράζονται δημοσίως αναλαμβάνοντας και την ευθύνη των λόγων τους και των επιλογών, αφήνουν συνήθως να εννοηθούν θέματα “πληθωρισμού”. Το σύνηθες “φάντασμα”, που κανείς δεν τολμά να υποστηρίξει σήμερα ότι αποτελεί μια πραγματική απειλή.
Είναι φανερό ότι σε πολλές περιπτώσεις έχουμε μείωση μισθών πέραν αυτών των μνημονίων. Τη ίδια στιγμή συμφωνούμε ότι υπάρχει μεγάλος αριθμός εργαλείων, όχι μόνον δημοσιονομικών και φορολογικών και σε επίπεδο Ε.Ε., αντιμετώπισης κάθε περίπτωσης εμφάνισης στοιχείων πληθωρισμού.
Γνωρίζουμε ότι τα μηδενικά επιτόκια δεν χαρακτηρίζουν υγιή οικονομική κατάσταση, όσο και αν στις παρούσες συνθήκες διευκολύνουν τους δανειζόμενους.
Γνωρίζουμε ότι θα εξαναγκαστούμε σύντομα για αύξηση των φόρων λόγω έλλειψης στα δημόσια ταμεία.
Ξέρουμε ότι θα υποχρεωθούμε να επιβάλλουμε εισφορές για τη ρύπανση.
Ελάχιστοι αμφιβάλουν πλέον, για την αναγκαιότητα της άμεσης επαναφοράς μιας ακόμη μεγαλύτερης προοδευτικότητας στο φορολογικό σύστημα.
Όλα αυτά που αποτελούν μια ανατροπή του προγράμματος με το οποίο η παρούσα κυβέρνηση ήρθε στην εξουσία.
Στις παρούσες συνθήκες είναι πολλαπλώς ανήθικο οι πλουσιότεροι Έλληνες να πληρώνουν χαμηλότερους φόρους, ως ποσοστό του εισοδήματός τους, από εκείνους που είναι πολύ λιγότερο εύποροι.
Είναι μια πραγματικότητα ότι οι ανώτερες οικονομικά κατηγορίες των Ελλήνων έχουν πληγεί λιγότερο, από ιατρικής ή οικονομικής άποψης, από την πανδημία του κορονοϊού.
Οι πέραν κάθε λογικής, φορολογικές παρεμβάσεις της σημερινής κυβερνήσεως δημιουργούν σύνθετα νέα προβλήματα.
Θα δούμε ότι η πανδημία μπορεί να καταστρέψει, ιδιαιτέρως, συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας, ωθώντας μεγάλο ποσοστό των επιχειρήσεων σε κλείσιμο, ειδικά τις μικρότερες.
Υπάρχει ο πραγματικός αυτός κίνδυνος, αν δεν εκπονηθεί και δρομολογηθεί επειγόντως και σύντομα ένα μεγάλο πακέτο ανάκτησης, να μην προλάβουμε και η αποκατάσταση αργότερα θα επιφέρει μεγαλύτερη και πιθανώς μακροχρόνια ζημιά.
Το γεγονός ότι ο Covid-19 είναι πανδημία, κάνει τα πράγματα χειρότερα. Ενώ τα καλύτερα διαθέσιμα στοιχεία υποδηλώνουν ότι πολλές αναπτυσσόμενες χώρες και αναδυόμενες αγορές δεν έχουν πληγεί τόσο άσχημα όσο οι άνθρωποι φοβούνταν πριν από έναν χρόνο, η άνευ προηγουμένου επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας συνεπάγεται μείωση της εν γένει ζήτησης.
Οι φτωχότερες χώρες δεν έχουν τους πόρους που διαθέτουν οι ανεπτυγμένες χώρες για να στηρίξουν τις οικονομίες τους.
Το εθνικό αυτό κυβερνητικό σχέδιο πρέπει να ενσωματώνει τα βασικά χαρακτηριστικά αυτών που πρέπει να γίνουν και να δημιουργεί τις απαιτούμενες προσδοκίες για μεγάλες αποδόσεις.
Μια πρώτη προτεραιότητα πρέπει να είναι ότι υπάρχουν διασφαλισμένα διαθέσιμα κεφάλαια για την καταπολέμηση της πανδημίας. Τα οικονομικά της χώρας να είναι ικανά ώστε να επιτρέψουν στους μαθητές και φοιτητές να επιστρέψουν στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο. Ο προϋπολογισμός να έχει τη δυνατότητα ενίσχυσης στο ΕΣΥ και έτσι να διασφαλίζεται η παροχή ικανοποιητικού επιπέδου υπηρεσιών υγείας στη χώρα.
Η διαμόρφωση προϋποθέσεων για την παροχή υπηρεσιών, από τις οποίες τελικά εξαρτώνται οι πολίτες, δεν θα βοηθήσει μόνο τους ευάλωτους. Προσφέροντας εξασφάλιση για αυτές τις υπηρεσίες στη χώρα, θα υπάρξει συμβολή στην αύξηση δαπανών, με σημαντικές επιδράσεις-οφέλη στο σύνολο της οικονομίας της χώρας.
Γενικότερα έχει αποδειχθεί ότι μεσαία και οι χαμηλότερες οικονομικά κατηγορίες πολιτών, αποτελούν σημαντική ομάδα κατανάλωσης. Υπό αυτήν την έννοια επομένως ένα πακέτο δημοσίων δαπανών που στοχεύει στην αύξηση των χαμηλών εισοδημάτων (συμπεριλαμβανομένης της αύξησης του κατώτατου μισθού, των ενισχύσεων για αντιμετώπιση της υπογεννητικότητας κλπ) θα βοηθήσει στην αναζωογόνηση της οικονομίας.
Οι πολιτικές των κυβερνήσεων μας, στο σύνολο της τελευταίας δεκαετίας, αλλά ιδιαιτέρως στη κρίση αυτή λόγω πανδημίας, δεν επικεντρώθηκαν στις μικρές επιχειρήσεις.
Στην ουσία μεγάλο μέρος των ενισχύσεων απορροφήθηκαν από ελάχιστες επιχειρήσεις, που δεν ήταν στην προτεραιότητα ούτε πραγματικά μικρές. Ο λόγος είναι η αδυναμία διαμόρφωσης “εργαλείων στόχευσης”, από τα διαμορφώνοντα (τις επιλογές) κυβερνητικά επιτελεία.
Είναι άμεση ανάγκη η κυβέρνηση της χώρας μας να οργανώσει μια τέτοια στροφή στην πολιτική της. Η ύπαρξη σύντομα ενός τέτοιου σχεδίου θα μπορεί να διαχειριστεί αποτελεσματικότερα τα υπαρκτά και έκτακτα προβλήματα.
Εάν το κάνει, η επέκταση της βοήθειας προς τις επιχειρήσεις όχι μόνο θα βοηθήσει βραχυπρόθεσμα, αλλά και θα θέσει την οικονομία σε καλή πορεία, καθώς η πανδημία θα εξαφανίζεται.
Οι λεγόμενοι “διστακτικοί”, οι ιδεοληπτικοί αλλά και οι ιδιοτελείς αντίπαλοι της προτεινόμενης αυτής πολιτικής, θα αμφισβητήσουν κάθε χαρακτηριστικό του σχεδιασμού ενός τέτοιου προγράμματος- πακέτου.
Με αναφορές και προσκόμματα στην πραγματική δυσκολία του εγχειρήματος (πόσα χρήματα πρέπει να πάνε εδώ ή εκεί, ποιο είναι το κατώτατο όριο εσόδων για οικονομική ενίσχυση κλπ), θα αντιπαρατεθούν στις σχετικές προσπάθειες, προκρίνοντας περιορισμένα οριζόντια μέτρα.
Προφανώς και για όλα αυτά θα υπάρξουν διεκδικήσεις οργανωμένων συμφερόντων.
Αλλά μόνο έτσι θα είναι αποτελεσματική, για την οικονομία, η λειτουργία της Δημοκρατίας.
Σε αυτό όμως που δεν μπορεί να υπάρξει, δημόσια, διαφορετική άποψη είναι ότι απαιτούνται οπωσδήποτε δράσεις για δαπάνες, με μέριμνα για έσοδα. Η όποια διαφωνία για την αμεσότητα αυτής της παρέμβασης θα αποδειχθεί επικίνδυνα κοντόφθαλμη.