Αντίθετα από τις προηγούμενες, οι φετινές αμερικανικές εκλογές είναι πολύ πιθανό να βυθιστούν και να μας βυθίσουν στην ανία. Το αποτέλεσμα, που, όπως πάντα στην Αμερική, εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από την οικονομική κατάσταση, φαίνεται προβλέψιμο, κυρίως γιατί οι Ρεπουμπλικανοί όχι μόνο αδυνατούν να βρουν έναν ισχυρό υποψήφιο, αλλά και διασπώνται κάθε μέρα και περισσότερο. Όλα -η σχετική βελτίωση της οικονομίας, η κατάσταση του κόσμου που δεν ευνοεί αλλαγές, η αδυναμία των αντιπάλων του- μοιάζουν να ευνοούν τον Ομπάμα. Μόνο που, με την αφαίρεση, αυτή τη φορά, του στοιχείου της έξαρσης που χαρακτήρισε και σφράγισε τις εκλογές του 2008, η σημερινή κατάσταση φωτίζει ακόμα περισσότερο τις αδυναμίες της αμερικανικής Δημοκρατίας.
Αδυναμία πρώτη και μεγαλύτερη: η σχέση με το χρήμα. Απίστευτος ποταμός δολαρίων ξοδεύεται για απίστευτα άνυδρα πολιτικά ζητήματα. Δισεκατομμυριούχοι στηρίζουν πρόσωπα, άρα συμφέροντα, και αδιαφορούν όχι μόνο για προγράμματα, αλλά και για το συλλογικό συμφέρον (υπάρχει, όμως, τέτοιο στην αμερικανική πολιτική; Το ερώτημα αξίζει να τεθεί). Η πλήρης απελευθέρωση των οικονομικών συνεισφορών εκτίναξε και τα ποσά και το δεσμό με τον πλούτο, στα ύψη και απέκλεισε ακόμα περισσότερο κάθε δυνατότητα εμφάνισης πραγματικών «αουτσάιντερς» (ο Ομπάμα, φαίνεται πλέον πεντακάθαρα, ούτε είναι, ούτε ήταν). Το χρήμα επιτρέπει τα πάντα, αλλά απαγορεύει την πραγματική πολιτική, δηλαδή την αντιπαράθεση ιδεών. Η κατάσταση είναι σήμερα χειρότερη απ’ ό,τι πριν από τέσσερα χρόνια.
Αδυναμία δεύτερη: η επιρροή των κάθε λογής φανατισμών. Το «Τσάι Πάρτι» μπορεί να μην έχει επίσημο υποψήφιο, πέρασε όμως την ατζέντα του στο σώμα όχι μόνο του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, αλλά όλης της αμερικανικής πολιτικής. Απέναντι σε αυτό το φαινόμενο, το δημοκρατικό στρατόπεδο αντιδρά φοβικά, δια της σιωπής και όχι της ανοιχτής αντίκρουσης. Ο Πρόεδρος μόνο τώρα, στο τέλος της τετραετίας και ως στόχο της επόμενης, μιλά για αύξηση της φορολογίας των πολύ πλούσιων, χωρίς να μπορεί να την επιβάλλει. Το περιβάλλον και η «πράσινη ανάπτυξη», τα ανθρώπινα δικαιώματα (η μεγάλη απογοήτευση της πρώτης τετραετίας) έγιναν, και όχι μόνο προεκλογικά, εντελώς ντεμοντέ. Η χώρα μπορεί να αισθάνεται ότι, εκλογικά, θα πει όχι στους ακραίους, όμως εναλλακτικός λόγος και πράξη ουσιαστικά δεν υπάρχει.
Αδυναμία τρίτη, που πονάει κυρίως αυτούς που πίστεψαν: η μικρότητα των προσώπων μπροστά στο σύστημα, που κάνει και τα πιο ικανά πρόσωπα να χάνουν γρήγορα την αίγλη τους. Ο Ομπάμα -από διανοητική και ηθική άποψη- δεν συγκρίνεται με τον Μπους, ίσως ούτε με κανέναν από τους Αμερικανούς Προέδρους που θυμόμαστε. Όμως τον παρέσυρε, τον ξέφτισε η διαρκής κούρσα προς το «κέντρο», οι συμβιβασμοί προς τα κάτω, η μείωση της αμερικανικής επιρροής στο εξωτερικό, η ανάγκη τολμηρών και ξεχωριστών πράξεων στη θέση καλοδιαλεγμένων και πειστικών λόγων. Όλοι οι δημοκράτες του κόσμου θέλουμε να ξαναβγεί. Αλλά αυτή τη φορά ούτε θα ξενυχτήσουμε, ούτε θα ονειρευτούμε.
*Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.