Άλμα πίστης για τη Δημοκρατική Παράταξη

Ρωμανός Οικονομίδης 18 Οκτ 2016

Η διακοπή του διαλόγου για την ανασυγκρότηση του χώρου της Δημοκρατικής Παράταξης γέμισε πολλούς ενεργούς πολίτες με απογοήτευση. Είναι μάλιστα σημαντικό ότι αυτοί διατάσσονται οριζόντια σε κάθε συλλογικότητα και συνυπάρχουν με όσους έβλεπαν επιφυλακτικά ή καχύποπτα τον διάλογο.

Θεωρώ ότι πρόκειται για αναβολή κι όχι οριστική ματαίωση του εγχειρήματος, γι’ αυτό οι προωθητικές δυνάμεις μέσα στις συλλογικότητες πρέπει να ενεργοποιηθούν, όχι σαν ένα συνονθύλευμα με μόνο σύνθημα την ενοποίηση του χώρου, αλλά με ουσιώδη και ειλικρινή λόγο.

Πρώτα απ’ όλα ας ορίσουμε το πλαίσιο στο οποίο διαδραματίζεται σήμερα η πολιτική ζωή του τόπου. Έχουμε μια κυβέρνηση η οποία είναι ανίκανη να εφαρμόσει αποτελεσματικά το δικό της Μνημόνιο, αφού στερείται σχεδίου και στρατηγικής για τη χώρα, αλλά και στοιχειώδους αντίληψης των πραγμάτων, ώστε να ερμηνεύσει τις εμπειρίες του παρελθόντος (μεταπολίτευσης και κρίσης). Για το λόγο αυτό είναι αδύνατο να παρουσιάσει ένα εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης και κατ’ επέκταση να ανακάμψει η οικονομία.

Έχουμε μια κυβέρνηση η οποία πια στερείται αφηγήματος, ενώ ξεκίνησε έχοντας στη φαρέτρα της τον αγώνα κατά της λιτότητας, την κοινωνική δικαιοσύνη, την πρώτη φορά αριστερά στην εξουσία και το ηθικό πλεονέκτημα. Πλέον, ειδικά μετά τις πρόσφατες εξελίξεις, καταρρέει και το τελευταίο της οχυρό που ήταν η πάταξη της διαπλοκής και το σύνθημα «να ξεμπερδεύουμε με το παλιό». Για το λόγο αυτό είναι κυνική, έτοιμη να υιοθετήσει οποιαδήποτε πολιτική και πρακτική με μόνο γνώμονα την παγίωσή της στην εξουσία.

Είναι συνεπώς φανερό πως για τη συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η παραμονή στην ΕΕ αυτή καθ’ αυτή κι όχι το 3ο Μνημόνιο αποτέλεσε τον μεγάλο συμβιβασμό. Ωστόσο, ύστερα από αυτόν τον συμβιβασμό εξακολουθεί να υφίσταται η ίδια λογική ακολουθία. Συγκεκριμένα, από το παράλληλο νόμισμα περάσαμε στο παράλληλο πρόγραμμα, στο παράλληλο τραπεζικό σύστημα και στην παράλληλη Δικαιοσύνη. Οτιδήποτε εμφανίζεται ως παράλληλο όμως, υπονομεύει την ομαλή και δημοκρατική λειτουργία των υφιστάμενων θεσμών του πολιτεύματος.

Αν λοιπόν, και σύμφωνα με τη θεωρία των σταδίων, ο συμβιβασμός ήταν το πρώτο στάδιο, σήμερα βρισκόμαστε στο στάδιο κατά το οποίο η κυβέρνηση προσπαθεί να ανακτήσει μέρος αυτού που έχασε με την παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη. Αυτό μπορεί να αποτυπωθεί λακωνικά ως εξής: Μπορεί να υποχώρησα, αλλά θα στήσω τους δικούς μου πυλώνες, ώστε να επέμβω όπου δεν μου επιτρέπει η ΕΕ και το κεκτημένο της χώρας μέσα σ’ αυτήν, για να εφαρμόσω την πολιτική μου. Αντιμέτωποι με αυτούς τους κινδύνους είμαστε και εδώ τα μισόλογα δε χωράνε.

Ας αναρωτηθούμε σε αυτό το σημείο: σε τι προσομοιάζουν τα παραπάνω την κυβέρνηση συνεργασίας που συγκροτήθηκε το 2012, ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ κι ύστερα ΝΔ-ΠΑΣΟΚ; Και τι είναι αυτό που προκαλεί τη σημερινή ενοχική συμπεριφορά μέρους του ΠΑΣΟΚ αλλά και του δικού μου κόμματος, της ΔΗΜΑΡ; Εδώ η ειλικρινής ανάγνωση του  παρελθόντος δεν είναι πολυτέλεια. Βρισκόμαστε –σαν χώρος και σαν χώρα- στάσιμοι απέναντι από ένα τείχος, οπότε για να το περάσουμε πρέπει αρχικά να γυρίσουμε πίσω και να πάρουμε φόρα.

Η πολύ σωστή -έστω και καθυστερημένα- συγκρότηση της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, βρήκε το ΠΑΣΟΚ λαβωμένο από μια μεγάλη προσπάθεια «άρσης βαρών», τη ΔΗΜΑΡ να έχει διαβεί τα καυδιανά της δίκρανα, καθώς και άλλες συλλογικότητες ή πρόσωπα να ενεργοποιούνται στο εγχείρημα ανασυγκρότησης –καταρχήν- του χώρου της σοσιαλδημοκρατίας. Ως λογικό επακόλουθο, ο «συλλογικός διανοούμενος» που δημιουργήσαμε απέκτησε ποικίλα ακούσματα και αφηγήματα, μέσα απ’ την πορεία του καθενός που συμμετείχε στην προσπάθεια. Εξέλιξη απολύτως θεμιτή όχι όμως χωρίς μια βασική προϋπόθεση η  οποία έγκειται στην υπεράσπιση κι όχι στην αμφισβήτηση της στρατηγικής που χαράχτηκε από το ΠΑΣΟΚ τα χρόνια της κρίσης και ακολουθήθηκε για ένα διάστημα και από τη ΔΗΜΑΡ.

Διαφορετικά, στρογγυλεύουμε τις θέσεις μας, γινόμαστε «πλαδαροί», δημιουργούμε σταδιακά τις δικές μας αυταπάτες και τελικώς απεμπολούμε την ειδοποιό διαφορά μας τόσο από τη ΝΔ όσο και από τον ΣΥΡΙΖΑ. Σε κάθε περίπτωση ένα τέτοιο σενάριο θα μας βρει ανακόλουθους και με τη συμβουλή του Κ. Σημίτη στη συνδιάσκεψη της ΔΗ.ΣΥ. : «Προτιμώ να είμαστε δυσάρεστοι αλλά να λέμε την αλήθεια, παρά να βαυκαλίζουμε τους ψηφοφόρους».

Σε αυτή την προσπάθεια, το ιστορικό φορτίο αμφότερων των λέξεων «σοσιαλισμός» και «αριστερά» δεν πρέπει να αποτελούν πρόβλημα. Εξάλλου, οι δήθεν ασυμβίβαστοι αριστεροί σοσιαλιστές που πέρασαν είτε από το ΠΑΣΟΚ είτε από τη ΔΗΜΑΡ, βλέπουμε σήμερα στο ΣΥΡΙΖΑ πόσο βαθιά συμβιβασμένοι είναι με τις ιδεοληψίες τους. Αν πραγματικά θέλουμε να δημιουργήσουμε ένα νέο ρεύμα, οφείλουμε να πάψουμε να νεκρανασταίνουμε τις πολιτικές μούμιες της μεταπολίτευσης. Τουναντίον, να αναδείξουμε το απολλώνιο στοιχείο που οφείλει να χαρακτηρίζει τον ελληνικό λαό έναντι του διονυσιακού που επικρατούσε στο παρελθόν και πλέον αποβάλλεται σαν κακή ανάμνηση.

Ένα ακόμα πρόβλημα σε μια τέτοια μεταστροφή αποτελεί και ο τρόπος που αντιλαμβάνεται το στελεχιακό δυναμικό το εκάστοτε κόμμα. Για να απευθυνθούμε, λοιπόν, οριζόντια στους πολίτες και η ανασυγκρότηση της Δημοκρατικής Παράταξης να κινητοποιήσει τις δημιουργικές και υγιείς δυνάμεις του τόπου, θα πρέπει κάθε συλλογικότητα που δηλώνει μέρος της να θεωρείται μοχλός για την επίλυση προβλημάτων κι όχι να μένει αμέτοχη.

Εδώ, για τους υποστηρικτές της ιδεολογικής καθαρότητας, το πρόβλημα είναι η μετάβαση από μια καρτεσιανού τύπου αντίληψη «υπάρχω γιατί σκέφτομαι» στην υπαρξιστική αντίληψη «υπάρχω γιατί λερώνω τα χέρια μου». Η πρώτη, προσφέρει ευγενικά λόγια και ωραίες σκέψεις αλλά καθηλώνει στη σφαίρα του αόριστου η οποία δεν έχει να προσφέρει κάτι σήμερα. Η δεύτερη, ανήκει στη σφαίρα του απτού και της ευθύνης, η οποία ναι μεν έχει κόστος αλλά μπορεί να δώσει –κι έχει δώσει- λύσεις στα πραγματικά προβλήματα της κοινωνίας.

Η θεωρία ότι ο χώρος θα ανασυγκροτηθεί μόνο μένοντας στην αντιπολίτευση ισοδυναμεί με κρυφή ευχή για ενδεχόμενη αυτοδυναμία της ΝΔ στις επόμενες εκλογές. Κι έτσι οι όψιμοι αντι-δεξιοί μετατρέπονται σε κρυφούς υποστηρικτές.

Όσοι πραγματικά δεν επιθυμούμε αυτό το σενάριο, όσοι δεν γοητευόμαστε από τη «Συμφωνία Αλήθειας», διότι αποτελεί μισή αλήθεια και επειδή σαν σοσιαλδημοκράτες συνεχίζουμε να πιστεύουμε στο εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης της χώρας, οφείλουμε το εξής: Να δώσει ο καθένας τη μάχη εντός της συλλογικότητάς του ώστε να αρθούν οι σκληρές κομματικές αγκυλώσεις και τα ενοχικά σύνδρομα, να υπάρξει ουσιαστική μεγαλοψυχία προς όφελος και της ενοποίησης του χώρου και κατ’ επέκταση του εθνικού συμφέροντος. Χρειάζεται ένα «άλμα πίστης» κι όχι «μετέωρο βήμα».