Πολλοί είναι αυτοί που βιάζονται να προεξοφλήσουν βαθιές αλλαγές στην πολιτική σκηνή της χώρας μετά την εκλογή του νέου Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας (το πόσο «νέοι» είναι και οι δύο θα φανεί σύντομα, και θα είναι η πρώτη δοκιμασία). Μια επιτάχυνση των εξελίξεων μοιάζει πράγματι αρκετά πιθανή –και μόνη η ανησυχία όλων των κομμάτων, συμπεριλαμβανομένου του βαθέος δικού του, το αποδεικνύουν. Προς ποια κατεύθυνση όμως; Στη βάση ποιών πολιτικών προϋποθέσεων; Και τι θα σημάνει ειδικά για το χώρο της λεγόμενης κεντροαριστεράς; Όλα αυτά τα ερωτήματα μόνο με ψυχραιμία, αναμονή και αυτοσυγκράτηση μπορούν, θεωρώ, να απαντηθούν.
Πέρα από τη σαφή σηματοδότηση της επικράτησης Μητσοτάκη –στροφή στο νέο και σχετικά άφθαρτο, ένστικτο κομματικής επιβίωσης ενόψει εναλλαγής στην εξουσία, απαξίωση της καθεστηκυίας τάξης ενός κατ’ εξοχήν κόμματος προυχόντων-, κρίσιμο είναι να σκεφτούμε τι θέλει και τι μπορεί να πετύχει ο νέος Πρόεδρος. Είναι νεοφιλελεύθερος, όπως πιστεύουν όσοι εστιάζουν κυρίως στις περί (μικρού) κράτους απόψεις του, ή απλώς «οπαδός του αυτονόητου», όπως ισχυρίζονται όσοι θεωρούν αυτονόητη την ειδική γνώση, την αξιολόγηση, το άνοιγμα στις επενδύσεις και στον κόσμο; Η σύντομη σχετικά πορεία του στο Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης μάλλον τη δεύτερη εκδοχή στηρίζει: δείχνει έναν πολιτικό που είχε και δεν δίστασε να υποστηρίξει δημόσια συγκεκριμένες θέσεις, που δεν ρουσφετολόγησε (και γι’ αυτό διαφώνησε, με τον πιο επίσημο τρόπο, με την επιλογή του προσώπου που κλήθηκε να ενσαρκώσει έναν υψηλότατο πολιτειακό θεσμό), που συνεννοήθηκε με το περιβάλλον του, αλλά και που δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τη μεγάλη μεταρρύθμιση την οποία είχε αναγγείλει –ένα πιο σφιχτό, πιο δίκαιο και λιγότερο εξαρτημένο από τον κομματισμό Δημόσιο. Κι αν κάτι χρειάζεται για να αποκτήσει ουσία η περίοδος που ξεκινά, αυτό είναι αφενός καθαρές θέσεις και αφετέρου –και κυρίως- δυνατότητα να πραγματοποιηθούν αλλαγές κόντρα στη σθεναρή πίεση ομάδων συμφερόντων, οι οποίες, υπό την παρούσα κυβέρνηση, μεταφορικά και κυριολεκτικά ξεσαλώνουν.
Στο πρακτικό επίπεδο, πολλά θα κριθούν από τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπίσει τα άλλα κόμματα της υποομάδας εκείνης του «συνταγματικού τόξου» που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «κόμματα της πολιτικής λογικής». Η πρόκληση (υπερ)άντλησης των εκλογικών δεξαμενών του Ποταμιού και δευτερευόντως του ΠΑΣΟΚ θα οδηγήσει άραγε σε «ιμπεριαλιστική» αντιμετώπιση τους από έναν πρόσφατα και αδιαμφισβήτητα νομιμοποιημένο ηγέτη ή θα δώσει ευκαιρία για σοβαρή προσέγγιση, υπό την έννοια, καταρχάς, του διαλόγου περί της ουσίας, δηλαδή περί της αυριανής μέρας της χώρας; Και αντίστοιχα, οι δικαιολογημένοι φόβοι των μικρότερων κομμάτων θα αναζωπυρώσουν «μνήμες επωνύμου», δηλαδή δυσπιστίας, σχετικά με το νέο αρχηγό της ελληνικής κεντροδεξιάς ή θα του δώσουν την ευκαιρία να αποδείξει τουλάχιστον ότι βάζει το Κέντρο πριν από τη Δεξιά και το γενικό συμφέρον πριν από το κομματικό;
Η συγκυρία, οι απρόβλεπτες εξελίξεις, η αίσθηση των πραγμάτων από μια απογοητευμένη αλλά προς το παρόν μάλλον υπνώττουσα κοινωνία θα παίξουν επίσης σημαντικό ρόλο. Θα δημιουργήσει η εκλογή νέου αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης μια γενικότερη πολιτική δυναμική και μάλιστα όχι με ρεβανσιστικά αλλά με δημιουργικά χαρακτηριστικά, όπως έχει αδήριτη ανάγκη η χώρα; Δεν είναι καθόλου βέβαιο και πάντως δεν θα έλθει με τη λογική του ώριμου φρούτου. Η παρούσα κυβέρνηση δημιούργησε σε σύντομο σχετικά χρόνο ένα ολόκληρο αυτοτροφοδοτούμενο, επικοινωνιακά αποτελεσματικό, διαστρεβλωτικό της πραγματικότητας και συνδεόμενο με δεσμούς εξουσίας σύστημα, που έχει διαποτίσει με τη λογική του τους ήδη ταλαιπωρημένους θεσμούς της Πολιτείας μας. Η δημοκρατική εκρίζωσή του θα είναι ένας μικρός άθλος, ιδίως σε εποχή τόσο ξεπεσμένης υπόστασης της Πολιτικής στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Κι όμως αυτή είναι η κεντρική πολιτική πρόκληση για έναν πολιτικό που ανήλθε ως «αντι» (αντί-Τσίπρας, αλλά και αντι-Μητσοτάκης) και πρέπει τώρα να δημιουργήσει τη δική του θετική αύρα.
Αύρα ωστόσο –κι αυτή είναι η δική μας πρόκληση- που δεν μπορεί να αφεθεί να σημάνει θυσία αλλά ούτε και εντοίχιση της δημοκρατικής Αριστεράς. Ναι, συνεπώς, στο χέρι της επανοικοδόμησης, αν απλωθεί, αλλά όχι σε βάρος των αρχών και της ιστορίας ενός πολιτικού χώρου που δεν έχει κανένα λόγο να ντρέπεται ούτε για τις μεν ούτε για τη δε.