Θλίψη, οργή, πόνος. Δεν πρόλαβε καλά καλά να στεγνώσει το μελάνι της αμείλικτης καταδικαστικής ετυμηγορίας για την άγρια δολοφονία του Άλκη Καμπανού στη Θεσσαλονίκη και τα ίδια συναισθήματα πλημμύρισαν ξανά την ελληνική κοινωνία μετά την εν ψυχρώ δολοφονία του Μιχάλη Κατσούρη στη Νέα Φιλαδέλφεια. Οι κατάρες, οι αφορισμοί, οι αντιπαραθέσεις, οι πολιτικές συγκρούσεις και οι αλληλοκατηγορίες περίσσεψαν για μια ακόμη φορά στον δημόσιο διάλογο με κύριο διακύβευμα τη δικαίωση των σταλεγάκηδων κάθε είδους και μορφής.
Το ζητούμενο μετά από τη νέα τραγωδία δεν είναι να «δικαιωθούν» και να νικήσουν πολιτικά κάποιοι γιατί όλοι, πολιτικό σύστημα και κοινωνία, χαμένοι είμαστε. Οι ιδεολογικές αναλύσεις και διαφωνίες για τη φύση των εγκληματιών που κρύβονται πίσω από τα οπαδικά σύμβολα δεν μπορεί να αποτελέσουν πρόσχημα για την εκ νέου αναβολή της άμεσης, καθολικής και καταλυτικής δράσης εναντίον τους. Το ζητούμενο αυτή τη στιγμή είναι να σταματήσουμε το δολοφονικό χέρι της βίας. Η ευθύνη δεν βαραίνει όλους το ίδιο αλλά και κανένας δεν είναι άμοιρος ευθυνών.
Η φράση «καν´το όπως η Θάτσερ» ακούγεται όλο και πιο συχνά, ίσως για να δείξει την αγανάκτηση μιας κοινωνίας που καταδικάζει ομόφωνα τη βία αλλά μοιάζει ανίκανη να την αποτρέψει. Το πρόβλημα είναι διαχρονικό και διακομματικό γιατί διαχρονική και διακομματική είναι και η ανοχή του πολιτικού συστήματος απέναντι στα επίσημα και ανεπίσημα όργανα και οργανώσεις του οπαδικού κατεστημένου, του πολυπληθέστερου εκλογικού σώματος της χώρας.
Και επειδή το χρονικό διάστημα που θα απαιτηθεί για το οριστικό ξερίζωμα του καρκινώματος υπερκαλύπτει τη συνταγματική διάρκεια μιας κυβερνητικής θητείας, εκτός από την «ομόφωνη καταδίκη του φαινομένου» θα πρέπει και τα «επώδυνα» σε πολιτικό κόστος μέτρα που θα παρθούν να εγκριθούν ομόφωνα από τη Βουλή. Άλλωστε, όπως έχει και πρόσφατα αποδειχθεί, η αποφασιστική αντιμετώπιση των εγκληματικών οργανώσεων δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στην ισχυρή εντολή σύσσωμων των δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων της χώρας.