Ένα «κάποιο τέλος» για Ευρώπη και Ελλάδα; Μπορεί. Οι αποφάσεις της περασμένης εβδομάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) μπορούν, κατά έναν ιδιαίτερο τρόπο, να σηματοδοτήσουν το τέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως τη γνωρίζουμε, αλλά και το τέλος μιας ελληνικής ιστορικής διαδρομής όπως την είχαμε διαμορφώσει μέσα από τις πράξεις και τις παραλείψεις μας. Οι αποφάσεις αυτές, αν και όχι εντελώς καινούργιες, θεσμοποιούν, ως γνωστόν, την εγκαθίδρυση ενός νέου καθεστώτος κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας για τις δεκαεπτά (σήμερα) χώρες μέλη της ευρωζώνης, με οιονεί αυτόματες κυρώσεις σε περίπτωση εκτροπής από τους κανόνες, με ισοσκελισμένους ή πλεονασματικούς προϋπολογισμούς που θα «ελέγχονται» από τα όργανα της Ένωσης (κυρίως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή). Σε περίπτωση αποκλίσεων, τα όργανα αυτά θα έχουν το δικαίωμα να συνδιαμορφώνουν τον προϋπολογισμό κάθε κράτους μέλους. Ωστόσο, όλες αυτές οι καταλυτικές ρυθμίσεις, θα προωθηθούν με μια διακυβερνητική συνθήκη ανάμεσα στις 26 χώρες μέλη της Ένωσης (17 της ευρωζώνης συν 9 μη μέλη που συμπράττουν), καθώς η άρνηση της Βρετανίας να συγκατατεθεί, εμπόδισε την εφαρμογή του ορθόδοξου δρόμου, την τυπική αναθεώρηση δηλαδή της Συνθήκης της Λισαβόνας. Έτσι θα έχουμε μια «νέα Συνθήκη μέσα στη Συνθήκη της Λισαβόνας», που θα δεσμεύει 26 χώρες μέλη, αλλά όχι τη Βρετανία.
.
Η κατάσταση αυτή μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στον τυπικό θάνατο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εάν η Βρετανία δεν αλλάξει σύντομα την ανελαστικά αρνητική στάση της, ή, εναλλακτικά, δεν αποχωρήσει πλήρως από την ΕΕ. Από θεσμική άποψη, και καθώς η νέα Συνθήκη θα έχει διακυβερνητικό χαρακτήρα ως πρόσθετη Συνθήκη, δεν θα μπορεί να στηριχθεί πλήρως για τη λειτουργία/εφαρμογή της στους θεσμούς/όργανα της Ένωσης (κυρίως Επιτροπή, Κοινοβούλιο, Δικαστήριο) υπερεθνικού χαρακτήρα (αν και θα επιχειρηθούν νομικές κατασκευές προς την κατεύθυνση αυτή). Αντίθετα, τα όργανα της Ένωσης θα λειτουργούν με τη συμμετοχή της Βρετανίας και εύκολα μπορεί να συμπεράνει κάποιος τι μπορεί να προκύψει από την ιδιόρρυθμη αυτή συμβίωση. Η εφαρμογή της νέας Συνθήκης από τις 26 χώρες μέλη μέσω διακυβερνητικών ρυθμίσεων και σχημάτων, θα υπονομεύσει καίρια τα ταυτολογικά χαρακτηριστικά της Ένωσης, δηλαδή αυτά της υπερεθνικότητας, καθώς και της «κοινοτικής μεθόδου» διαμόρφωσης πολιτικής και λήψης αποφάσεων. Η κατάσταση αυτή μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στον τυπικό θάνατο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εάν η Βρετανία δεν αλλάξει σύντομα την ανελαστικά αρνητική στάση της, ή, εναλλακτικά, δεν αποχωρήσει πλήρως από την ΕΕ.
.
Όλα αυτά πιθανόν να φαίνονται γραφειοκρατικές περιπλοκές, η πολιτική τους προέκταση όμως είναι σαφής και σοβαρή: η Ευρωπαϊκή Ένωση όπως τη γνωρίζαμε μέχρι σήμερα, μπορεί βαθμιαία να εξαφανιστεί και τη θέση της να πάρει ένα διακυβερνητικό μόρφωμα απροσδιόριστων χαρακτηριστικών, κάτι που δεν μπορεί να θεωρηθεί βεβαίως θετική εξέλιξη. Και όλα αυτά μπορεί να συμβούν όχι γιατί η Ένωση διασπάστηκε σε «δύο στρώματα», ή, «δύο ταχύτητες» – κάτι τέτοιο που πολλοί περίμεναν να συμβεί, τελικά δεν συνέβη – αλλά γιατί μια χώρα μπλοκάρισε την αναθεωρητική διαδικασία αφενός, αλλά και ίσως γιατί αυτό αποτελεί την ενδόμυχη επιθυμία Γαλλίας και κάποιων άλλων κρατών μελών.
.
Από μια παράλληλη οπτική γωνία, οι αποφάσεις της περασμένης εβδομάδας, ενώ επιβάλλουν ένα ιδιαίτερα αυστηρό, αν και αναγκαίο σύστημα δημοσιονομικής πειθαρχίας, δεν οδηγούν από μόνες τους ούτε σε οικονομική/δημοσιονομική ένωση, ούτε – πολύ λιγότερο – σε πολιτική ένωση, προϋποθέσεις απαραίτητες για την οριστική διασφάλιση της βιωσιμότητας του ευρώ σε μακροχρόνια βάση.
.
Η αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία, όμως, σημαίνει το οριστικό τέλος μιας ιστορικής διαδρομής για την Ελλάδα, από τη στιγμή που η χώρα θέλει να παραμείνει στο ενιαίο νόμισμα. Από τη σύστασή της ως ανεξάρτητο κράτος (και με οριακές εξαιρέσεις), η Ελλάδα «ζούσε με δανεικά», με ελλειμματικούς δηλαδή προϋπολογισμούς. Πάνω σ’ αυτήν την πραγματικότητα διαμορφώθηκε το ελληνικό κράτος και η ελληνική δημοκρατία. Με τον έλεγχο και τη συνδιαμόρφωση του προϋπολογισμού (ως ισοσκελισμένου ή πλεονασματικού) από τα όργανα της Ένωσης/ευρωζώνης, η πραγματικότητα αυτή φτάνει τελεσίδικα στο τέλος της και σε διαχρονική βάση, όχι απλώς, δηλαδή, ως μνημονιακή παρένθεση. Κάθε άλλο παρά αρνητική εξέλιξη…
.
*Ο Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του ΔΣ του ΕΛΙΑΜΕΠ.
.
Σημ.: Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ στις 16/12/2011 και αναδημοσιεύεται με την άδεια του αρθρογράφου.
.