Τα εγχώρια κόμματα αποδεικνύουν πως στην Ελλάδα πολιτική εξουσία και ανεξάρτητη Αρχή είναι δύο όροι ασυμβίβαστοι
Τον μακρινό Απρίλιο του 1985 ο Γιώργος Ρωμαίος, πρώην γενικός διευθυντής της ΕΡΤ, ευρωβουλευτής τότε, έστειλε στον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου μιαν εμπιστευτική επιστολή για το θέμα της τηλεόρασης. «Είναι προφανές» έγραφε, «ότι σύντομα θα αναληφθούν πρωτοβουλίες για τη λειτουργία ιδιωτικών τηλεοράσεων και στην Ελλάδα. Και είναι αυτονόητο ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να τις απαγορεύσει ούτε και να αφήσει την αυθαίρετη εγκατάστασή τους, ώστε το τηλεοπτικό τοπίο να θυμίζει αυθαίρετη δόμηση». Ο Ρωμαίος πρότεινε ένα πλαίσιο έγκαιρης ρύθμισης του τοπίου. Με την πρόβλεψη ο έλεγχος να ανατεθεί σε «ένα συμβούλιο δεοντολογίας το οποίο θα εκλέγεται από το προεδρείο της Βουλής και θα λογοδοτεί στη Βουλή, στην οποία πρέπει να ανατεθεί και η εποπτεία της Δημόσιας Τηλεόρασης».
Η πρόταση – εννοείται – αγνοήθηκε. Το κρατικό μονοπώλιο, στα χρόνια που ακολούθησαν, πολιορκήθηκε από σφοδρή κριτική («ερτζιανά σκουπίδια χαυνοκουλτούρας και απορρίμματα διασκότισης» χαρακτήριζε ο Μάριος Πλωρίτης το πρόγραμμα της ΕΡΤ) και από ιδιωτικές ραδιοφωνικές πρωτοβουλίες. Το μονοπώλιο έπεσε πρώτα στο ραδιόφωνο με πρωτοβουλία του Μιλτιάδη Εβερτ, δημάρχου Αθηναίων τότε. Η σειρά της τηλεόρασης ήρθε το 1989. Πριν από τις εκλογές εκείνου του Ιουνίου, τα δύο αντίπαλα κόμματα εξουσίας, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, είχαν διακηρύξει δημόσια (και είχαν υποσχεθεί κατ’ ιδίαν στους άμεσα ενδιαφερομένους) τη λειτουργία ιδιωτικής τηλεόρασης. Μετά τις εκλογές, ο Συνασπισμός της Αριστεράς (που μετείχε στην κυβέρνηση Τζαννετάκη) επέμενε να μη δοθούν άδειες προτού περάσει νόμος. Ο νόμος πέρασε και όριζε μια εποπτική Αρχή, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, με εγγυήσεις ανεξαρτησίας. Από τα 11 μέλη του, τα 6 θα διόριζαν τα κόμματα της Βουλής (τρία η πλειοψηφία και τρία η μειοψηφία) και τα άλλα πέντε διάφοροι κοινωνικοί φορείς (Ενώσεις Συντακτών, ΚΕΔΚΕ, Τεχνικό Επιμελητήριο και Ομοσπονδία Θεάματος). «Εισάγουμε την αποκοπή της τηλεόρασης από τον έλεγχο της κυβέρνησης» είχε πει ο Αθανάσιος Κανελλόπουλος. Μόνο που το ΕΣΡ δεν λειτούργησε ποτέ με πλήρεις αρμοδιότητες και πριν κλείσει χρόνος από την ίδρυσή του, η νέα κυβέρνηση της ΝΔ άλλαξε τον νόμο ώστε η σύνθεσή του να εξασφαλίζει τον κυβερνητικό έλεγχο και το power game με την τηλεόραση να είναι, διαρκώς, σε κυβερνητικά χέρια.
Ο,τι συνέβη έκτοτε – και συχνά διεκτραγωδείται από τις μοιρολογίστρες της εκάστοτε αντιπολίτευσης – ήταν η επιβεβαίωση της προφητείας του Ρωμαίου. Και το αποτέλεσμα του θανάτου, στη θερμοκοιτίδα ακόμη, της ανεξάρτητης Αρχής που θα ρύθμιζε με μη «πολιτικό», άρα αποτελεσματικό και αξιόπιστο τρόπο το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο. Ολες οι πολυδιαφημισμένες επιχειρήσεις ρύθμισης τις οποίες ανέλαβαν κατά καιρούς διάφοροι μαχητές κατά της διαπλοκής (περιλαμβανομένης και της πιο πρόσφατης) μιλούν για όλα και προβλέπουν τα πάντα εκτός από το κρίσιμο – την πραγματική «αποκοπή της τηλεόρασης από τον έλεγχο της κυβέρνησης». Την επαναφορά στη ζωή, δηλαδή, ενός ισχυρού και ανεξάρτητου ΕΣΡ.
Δεν ισχύει μόνο για τη ραδιοτηλεόραση. Η ασθένεια που θα ονόμαζα «αλλεργία απέναντι στην ανεξαρτησία» δεν αφορά μόνο το δικό της πεδίο. Τα ελληνικά κόμματα (και αυτό που σήμερα κυβερνά μοιάζει, δυστυχώς, να μην εξαιρείται) είναι πιστά στην πατροπαράδοτη αρχή, σύμφωνα με την οποία οι εκλογές είναι απλώς η ευκαιρία για την κατάληψη του κράτους από ένα άλλο πολιτικό προσωπικό, διαφορετικού κόμματος. Και το μεν κράτος, στη στενότερη και στην ευρύτερη έννοιά του, παραδίδεται στους καταληψίες άνευ αντιστάσεως. Οι δε ανεξάρτητες Αρχές, ακόμη και εκείνες που η ανεξαρτησία τους κατοχυρώθηκε στο Σύνταγμα το 2001, είναι απλώς ένας μπελάς από τον οποίο το κόμμα που κυβερνά πρέπει να απαλλαγεί.
Το ΑΣΕΠ, η πρώτη και σημαντικότερη από αυτές τις αρχές, υπέστη 43 τροπολογίες του ιδρυτικού του νόμου μέσα στα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής του (τεσσερισήμισι αλλαγές τον χρόνο!) προκειμένου να αναστηθεί το δικαίωμα στο ρουσφέτι. Τα τελευταία χρόνια η τακτική άλλαξε. Οι Αρχές αφήνονταν να μαραζώνουν, με πλήρη περιφρόνηση της λειτουργίας τους και δίχως ανανέωση της στελέχωσής τους (με το κόλπο των παρατάσεων). Ωσπου η νέα κυβέρνηση νομοθέτησε τη γενική τους καρατόμηση. Και ξανά προς τη δόξα τραβά.