Είμαι απολύτως σίγουρος ότι ο φίλος Νίκος Μαραντζίδης, με τις τελευταίες δημόσιες παρεμβάσεις του περί σοσιαλδημοκρατικοποίησης του Σύριζα και της μη λειτουργικότητας ενός εικαζόμενου αντισυριζαϊκού μετώπου (για την ώρα, τουλάχιστον, κάτι τέτοιο δεν υφίσταται), το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε να νομιμοποιήσει είναι ο αντιμνημονιακός λαϊκισμός της περιόδου 2011-15, του οποίου το κόμμα, μάλλον το «κίνημα» ΣΥΡΙΖΑ, αποτέλεσε τη σημαντικότερη, και από θέσεις κυβερνητικής ευθύνης, «πολιτική» του έκφραση. Ειδικά σε τέτοιες περιπτώσεις αντιπαράθεσης, ακόμα και πολεμικής, όπως αυτή μεταξύ των απόψεων του Ν. Μαραντζίδη και ενός σημαντικού μέρους της εκσυγχρονιστικής Αριστεράς ή και δυνάμεων του «Κέντρου», καλό θα ήταν, βέβαια, όχι μόνον από ηθικής αλλά πρωτίστως και από πολιτικής απόψεως, η σύγκρουση των αντιτιθέμενων λόγων και λογικών να μην προσωποποιείται, όπως συνέβη, εδώ, από ορισμένους, κυρίως στην αρχή της πολεμικής αυτής αντιπαράθεσης, με τις υποστηριζόμενες από τον Ν. Μαραντζίδη θέσεις. Γιατί πέραν των απαράδεκτων προσωπικών υπαινιγμών, μία τέτοια αντιμετώπιση συσκοτίζει και, έτσι, καθιστά μη κατανοητή την ουσία των θέσεων του άλλου. Αν μάλιστα λάβουμε υπ’ όψη και τις ειδικές συνθήκες μέσα στις οποίες διεξάγεται ο λεγόμενος δημόσιος διάλογος στην Ελλάδα (τις συνέπειες του οποίου τις υπέστησαν τα προηγούμενα χρόνια αρκετοί, επώνυμοι και μη, του «ευρωπαϊκού» στρατοπέδου, κάποιοι, μάλιστα, συνεχίζουν να τις υφίστανται), αλλά και τις συνθήκες ενός διαδικτυακού λυντσαρίσματος εν γένει, που μπορεί να υποστεί κάποιος από μια «αιφνίδια» και «αιρετική» αντίληψη που υποστηρίζει, τότε η λασπομαχία έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο.
Στην ουσία λοιπόν, αφού, επιπλέον, η συγκεκριμένη θέση, έχω την εντύπωση, ότι απηχεί και μία ευρύτερη, όχι κατ’ ανάγκην πλειοψηφική στο χώρο της κοινωνιολογικής Κεντροαριστεράς αντίληψη (μάλλον όμως πλειοψηφικής στο χώρο του ΚΙΝΑΛ, του οποίου ορισμένες τουλάχιστον «τάσεις» ανταγωνίζονται μεταξύ τους ποια θα κρύψει καλύτερα τον φιλο-συριζισμό της), περί «μετεξέλιξης» του ΣΥΡΙΖΑ. Μια βασική, κατά τη γνώμη μου η βασικότερη, κριτική παρατήρηση στο κύριο επιχείρημα του Ν. Μαραντζίδη περί «αλλαγής» του ΣΥΡΙΖΑ είναι η υποτείνουσα ακράδαντη βεβαιότητα ότι τα κόμματα αλλάζουν, μπορούν να αλλάζουν, αν το θέλουν, αν το επιθυμεί η ηγεσία τους ή και ένα τμήμα τους, αν, τελικά, υποκύψουν στην «πραγματικότητα». Γενικότερα μιλώντας, συνηγορούν υπέρ αυτής της θέσης οι αλλεπάλληλες αλλαγές στα κομματικά προγράμματα, ακόμα περισσότερο οι μεγάλες ιδεολογικές αλλαγές, όπως για παράδειγμα αυτή της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας, της οποίας οι διάφοροι σχηματισμοί, κατά την τελευταία εξηκονταετία, εγκατέλειψαν τον μαρξισμό, έγιναν μεταρρυθμιστικοί και πολυσυλλεκτικοί, αναζωογόνησαν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία μπολιάζοντάς τη με συμμετοχικές μορφές συνδιοίκησης και συναπόφασης, πληρώνοντάς, βέβαια, με την πάροδο του χρόνου, το αντίτιμο, τη διολίσθηση σε αυτό που ορισμένοι ονομάζουν «καρτελοποίηση», δηλαδή, ουσιαστικά, τη γραφειοκρατική κρατικοποίησή τους, και σε ένα επόμενο στάδιο ακόμα και την «εξαγορά» τους από τις «εταιρείες», σύμφωνα με τους πιο ριζοσπάστες επικριτές τους. Όπως και αν έχει, πάντως, αυτό που εδώ ενδιαφέρει είναι ότι «τα κόμματα αλλάζουν».
Αλλάζουν; Εξαρτάται ποιο περιεχόμενο δίνει κάποιος στη λέξη «αλλαγή». Αν λέγοντας αλλαγή εννοούμε προγραμματική ή και ιδεολογική αλλαγή, η απάντηση, όπως μόλις είδαμε, είναι καταφατική. Αλλά αυτό είναι ένα πολιτικό κόμμα, ακόμα περισσότερο, ένα «πολιτικό κίνημα», σαν αυτό που είναι, για παράδειγμα, ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, δεν θα πρέπει ούτε στιγμή να το ξεχνάμε, (επαν-)ιδρύθηκε το καλοκαίρι του 2011 στο πλαίσιο της νέας εθνικολαϊκιστικής διαίρεσης μνημόνιο/αντιμνημόνιο; Τι είναι ένα πολιτικό κόμμα; Ένα πολιτικό κόμμα δεν είναι το πρόγραμμά του ούτε η ιδεολογία του. Είναι ό,τι απομένει, αν αφαιρέσεις το πρόγραμμά του και την ιδεολογία του. Τι είναι αυτό που απομένει; Τοπρόταγμά του. Δηλαδή; Η έκφραση και η μορφοποίηση εκ μέρους του της βούλησης εκείνων που αντιπροσωπεύει, το ένα από τα δύο ας πούμε «στρατόπεδα» που έχει προκύψει από μία κοινωνική, πολιτική, αξιακή διαίρεση. Η ελληνική εμπειρία, και όχι μόνο βέβαια, το δείχνει καθαρά. Το ΠΑΣΟΚ, μέχρι το 2010, άλλαξε και πρόγραμμα και «ιδεολογία» (με την έννοια του ότι από «τριτοκοσμικό» μετεξελίχθηκε σε «ευρωπαϊκό»), χωρίς ιδιαίτερο εκλογικό και πολιτικό κόστος. Πότε ηττήθηκε; Όταν θεωρήθηκε, από τα κοινωνικά του ερείσματα (παλιούς και νέους μη-προνομιούχους), ότι τα «πρόδωσε» αποδεχόμενο την είσοδο της χώρας στην μνημονιακή θεραπεία. Τότε άλλαξε το ΠΑΣΟΚ. Δηλαδή αλλάζοντας «πρόταγμα», τότε ήταν που καταλύθηκε η σχέση της αντιπροσώπευσής του και η κουλτούρα που την συνόδευε. Με τα γνωστά αποτελέσματα.
Ένα κόμμα, συνεπώς, είναι αυτή η σχέση, και η κουλτούρα που αυτή η σχέση συνεπάγεται για τη «συναισθηματικά» συγκροτημένη κομματική κοινότητα, αλλά και για την εν γένει άσκηση της πολιτικής του (αντιπολιτευτικής και κυβερνητικής). Τηρουμένων όλων των αναλογιών, την ίδια τύχη με το ΠΑΣΟΚ είχαν πέρυσι και το γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα του Φρανσουά Ολάντ, και προς αυτή την κατεύθυνση φαίνεται να βαίνουν το αδελφό κόμμα του Ματέο Ρέντσι, αλλά και το σημερινό SPD, αν ολοκληρωθεί η αλλαγή τους. Στα καθ’ ημάς, ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά την εξαναγκαστική, ακούσια προγραμματική του αλλαγή, παρά ακόμα και μία ορισμένη «ιδεολογική» του αμηχανία, εξακολουθεί να διατηρεί ανέπαφη την αντιμνημονιακή προταγματική του φύση. Γιατί αυτή εξακολουθεί να αποτελεί, παρ’ ότι προγραμματικά (και, βέβαια, κυβερνητικά) ξεπερασμένη και ακυρωμένη, την ίδια τη μήτρα της γέννησής του. Αν απομακρυνθεί από αυτή, αν «σοσιαλδημοκρατικοποιηθεί», αν, με άλλα λόγια, πάψει να εργαλειοποιεί το θυμικό του «λαού» και αποστεί της λαϊκιστικής νοοτροπίας, αν «κανονικοποιηθεί», αίροντας την εξωθεσμική και ηθικιστική αντιμνημονιακή (κατά του «κατεστημένου», κ.λπ.) του κουλτούρα, τότε ο ΣΥΡΙΖΑ που γνωρίζουμε, πράγματι, παύει να υπάρχει. Τότε και μόνον τότε αυτο-ακυρώνεται, τότε, όντως, αλλάζει. Όπως όμως δείχνει η εμπειρία όλων σχεδόν των κομμάτων (και όχι μόνον αυτών που αναφέραμε πιο πάνω) που επιχείρησαν, και μάλιστα από θέσεις εξουσίας, να ξεπεράσουν το πρόταγμά τους, τα ανέμενε το τέλος, το εκλογικό και πολιτικό τέλος. Άραγε, ο ΣΥΡΙΖΑ επιδεικνύει την ευθύνη του αυτοχειριασμού του, προς όφελος του φαντάσματος της «εξομάλυνσής» του, της σοσιαλδημοκρατικοποίησής του, προς όφελος της χώρας; Δεν υπάρχουν τέτοια σημάδια στον ορίζοντα.
Αλλά, τι είναι σοσιαλδημοκρατία; Η σοσιαλδημοκρατία δεν είναι ένα οικονομικό πρόγραμμα, όπως ορισμένοι θεωρούν, αναφέρομαι εδώ στον ευρύτερο σχετικό διάλογο. Η σοσιαλδημοκρατία δεν είναι ο «κεϋνσιανισμός», όσο και αν παλαιότερα τον εμπεριείχε. Η σοσιαλδημοκρατία ήταν πάνω από όλα (και, φαντάζομαι, θα ήθελε να είναι, στο βαθμό που δεν έχει πλέον ξεπεραστεί ιστορικά) μία συγκεκριμένη σχέση αντιπροσώπευσης (πρόταγμα) με τα προνομιακά της ερείσματα, ζευγαρωμένη με ένα ορθολογικό διαβουλευτικό μοντέλο (συμμετοχικής/κορπορατιστικής) διακυβέρνησης, που ενώ αναγνώριζε τη βασική σύγκρουση κεφαλαίου/εργασίας αποσκοπούσε στην ειρήνευσή της, τον ταξικό συμβιβασμό. Αυτή η κουλτούρα του θεσμικού συμβιβασμού, που μεταβιβάσθηκε και στην πολιτικά αποτυχημένη κλιντονική/μπλαιρική απόπειρα ανανέωσής της, αποτελεί τη βασική, την ιστορική γενετική της συνθήκη. Οι περισσότερο ή λιγότερο τεχνητές οξύτητες, ο διχαστικός λόγος του εθνικολαϊκιστικού προτάγματος τής είναι ξένος, υπονομευτικός. Επομένως, δεν είναι όλα ντάτα, δεν είναι όλα «μεταρρυθμίσεις», παρά την αναντίρρητη σημασία τους, η «πραγματικότητα» δεν εξαντλείται στη διαχειριστική υλοποίηση των μνημονίων, και η σοσιαλδημοκρατία υπήρξε ένας συμβιβαστικός τρόπος επίλυσης των υπαρκτών, όχι των μυθολογημένων (του τύπου μνημόνιο/αντιμνημόνιο), συγκρούσεων.
Με άλλα λόγια, δεν είναι όλα οικονομία, δεν έγινε η «οικονομία» ο μοχλός κίνησης της ιστορίας που κατέλαβε την θέση της «παρωχημένης ταξικής πάλης». Αν ήταν όλα οικονομία, ο ΣΥΡΙΖΑ θα βρισκόταν στην αντιπολίτευση από τον Σεπτέμβριο του 2015, για να μην πούμε ότι θα έχανε το ίδιο το δημοψήφισμα που προκήρυξε το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου. Η οικονομία «υπάρχει» μόνον όταν η πολιτική και η κουλτούρα της της εξασφαλίζουν το πλαίσιο της δράσης της. Αν αυτό αληθεύει γενικότερα, για την ελληνική περίπτωση, που κολυμπάει και στις άνωθεν αναπαραγόμενες εθνικολαϊκιστικές ψευδαισθήσεις, μοιάζει να είναι πεπρωμένο. Τώρα, σε αυτές τις ψευδαισθήσεις μοιάζει να προστίθενται, από ορισμένους καλόπιστα, από άλλους όχι (όπως συμβαίνει με ορισμένους παράγοντες στο εσωτερικό του ΚΙΝΑΛ), και φιλελεύθερης προέλευσης ψευδαισθήσεις. Έχει και ο φιλελευθερισμός το μαγικό του πρόσωπο. Κατά πολύ ανώτερος, και σε αυτό το σημείο, του πεζού, του πραγματιστικού, του παρωχημένου νοοτροπιακού συντηρητισμού, εξ ορισμού συνώνυμου της «κλειστής κοινωνίας», αυτής της «επικίνδυνης αντιμοντέρνας πλάνης»…
Συνεπώς, δεν είναι κινδυνολογία, ούτε στείρα άρνηση, η επισήμανση για το σοβαρό ενδεχόμενο επανάληψης του μεταπολιτευτικού (εθνικολαϊκιστικού) τρόπου άσκησης της πολιτικής, τον οποίον οι πολιτικές εκφράσεις των αγανακτισμένων πλατειών εκσυγχρόνισαν. Οι φορείς μιας τέτοιας άρνησης δεν «ουσιοποιούν», δεν δαιμονοποιούν κατ’ ανάγκην κανέναν, μπορεί να αναγνωρίζουν ενδεχόμενες αλλαγές, να στηρίζουν πρωτοβουλίες (όπως η περίπτωση του Μακεδονικού, η συνέχιση της συνεργασίας στη Μέση Ανατολή), αλλά όχι τη συνοδοιπορία από θέσεις ιδεολογικοπολιτικής κυριαρχίας του έτερου συνοδοιπόρου/αντιπάλου, δηλαδή υπό δυσμενή συσχετισμό δυνάμεων. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι υποχρεωμένοι, στο όνομα ενός αμφίβολου «ρεαλισμού» (που στην πραγματικότητα θα μπορούσε να είναι μία αδιόρατη, αισιόδοξη ιδεολογικοποίηση των δεδομένων, μια «βεβαιότητα» του τύπου: «όλα αλλάζουν»? όχι, υπάρχουν πράγματα που χάνονται, ακριβώς επειδή δεν μπορούν να αλλάξουν, ή που «αλλάζουν» προς διαφορετική από την προσδοκώμενη κατεύθυνση, η ετερογονία των σκοπών έχει, εδώ, τον τελευταίο λόγο…), να ξαναφτιάξουν τις συνθήκες ενός παρελθόντος που δεν λέει να παρέλθει.
Είναι ψευδαίσθηση να θεωρούμε ότι το αριστερό αντιμνημόνιο, έτσι όπως αυτό συνεχίζει να αναπαράγει τις κατεστημένες νοοτροπίες του (επικυρώνοντας ταυτόχρονα, αδιαλείπτως και επισήμως, την στρατηγικού τύπου συνύπαρξη με τους ΑΝΕΛ, μία σπάνια συναισθηματικο-πολιτική αποτύπωση ενός ενιαίου «ιδεολογικού κόμματος», που μόνον ως «ατύχημα πορείας» ή συγκυριακό συμβάν δεν μπορεί να ερμηνευτεί), παρά τις υπαρκτές πλην όμως επιβεβλημένες «προσαρμογές» του, μέλλει να αποτελέσει τον αξιόπιστο προοδευτικό άξονα μιας, ευκταίας από αρκετούς, νέας, φιλελεύθερης κοπής, αξιακής, οριζόντιας διαίρεσης πρόοδος/συντήρηση. Εκτός από το ότι δεν το θέλει, δεν το μπορεί. Και αυτό, η «ψυχή» του ΣΥΡΙΖΑ μάλλον το ξέρει. Ξέρει, δηλαδή, ότι η «ταυτότητά» του δεν είναι το πρόγραμμά του, αλλά ο τρόπος και το ύφος της αντιπροσώπευσής του, η κουλτούρα του.