Αλέξης Ντιν και Τζέιμς Τσίπρας

Γιώργος Σιακαντάρης 17 Ιουν 2015

Ο βίος του Τζέιμς Ντιν στην ταινία του Νίκολας Ρέι «Επαναστάτης χωρίς αιτία» είναι κάτι που θα έπρεπε να παρακολουθήσουν ξανά όλοι στο Υπουργικό Συμβούλιο. Οχι για να θυμηθούν τα νιάτα τους, αλλά για να διακρίνουν το μέλλον τους. Να τη δουν, όχι επειδή υπάρχουν ομοιότητες μεταξύ του Τζέιμς Ντιν και του Αλέξη Τσίπρα, αλλά γιατί οι διαφορές τους δείχνουν κοινές κατευθύνσεις. Ο «επαναστατημένος νέος» Τζέιμς Ντιν ζει σε μια χώρα που βυθίζεται στη μεταπολεμική ευημερία της ακόμα και πεθαίνοντας από πλήξη. Ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας ζει σε μια χώρα που βιώνει μια βαθιά κρίση, αλλά κανείς δεν μπορεί να παραπονεθεί για πλήξη.

Ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας δεν είναι επαναστάτης χωρίς αιτία. Σίγουρα κάποιος έπρεπε να τονίσει, αφού δεν το έκαναν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, στους εταίρους ότι η συνέχιση της λιτότητας, πέρα από τις δυσκολίες για τη χώρα, θέτει εν αμφιβόλω και τη δυνατότητα να αποπληρώσει μακροπρόθεσμα τα χρέη της. Από αυτό, όμως, έως το επικίνδυνο παιχνίδι ρόλων που παίζει η κυβέρνηση η απόσταση είναι μεγάλη.
Οι δύο ήρωές μας τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα προς ένα δρόμο που οδηγεί στον γκρεμό. Ο Ντιν στην εικονική πραγματικότητα του κόσμου της οθόνης και ο Τσίπρας στην εικονική πραγματικότητα της «εθνικής αξιοπρέπειας». Ο Ντιν κατόρθωσε στη μεγάλη οθόνη να σταματήσει το αυτοκίνητό του λίγο πριν από τον γκρεμό, δεν έγινε όμως το ίδιο στην πραγματική του ζωή. Φοβάμαι πως και με τον Πρωθυπουργό μπορεί να συμβαίνει το ίδιο. Το όχημα της Ελλάδας σταματά την πορεία του προς τον γκρεμό μόνο μπροστά στην οθόνη της «περήφανης διαπραγμάτευσης», αλλά αν ο οδηγός δεν φρενάρει δεν πρόκειται να σταματήσει την πορεία που στην πραγματική ζωή οδηγεί εκτός Ευρώπης.
Ο Ντιν μετέτρεψε τη ζωή του πλατό σε πραγματική ζωή και ο κ. Τσίπρας την πραγματική ζωή σε πλατό. Ο πρώτος χρησιμοποίησε την ηθοποιία για να χαθεί στην πραγματική ζωή, ενώ ο δεύτερος μετέτρεψε την πραγματική πολιτική ζωή σε παράσταση ρόλων.
Εκτός και αν ο δεύτερος δεν παίζει ένα επικίνδυνο παιχνίδι ρόλων, αλλά είναι σαν εκείνη την ανεκδοτολογική περσόνα που πέφτοντας από τον εικοστό όροφο, έχοντας φτάσει στον δεύτερο, αναφωνεί: «Ώς εδώ όλα καλά».