Αλέξη, μέμνησω του 1922 και του 1974!

Νίκος Ράπτης 06 Αυγ 2014

Σύμφωνα με το ΣΥΡΙΖΑ, η κρίση χρέους της Ελλάδας μπορεί να λυθεί με τρόπο πολύ πιο κοινωνικό και αναπτυξιακό. Αρκεί η ελληνική κυβέρνηση να θέσει τους εταίρους της ενώπιον ενός διλήμματος: είτε ελάφρυνση του χρέους, είτε αποχώρηση της Ελλάδας από το ευρώ. Σύμφωνα με την αφήγηση αυτή, είναι πασιφανές πως η δεύτερη περίπτωση οδηγεί στη διάλυση της ευρωζώνης. Υπό την πίεση των εχεφρόνων Ευρωπαίων και των ΗΠΑ, οι δανειστές μας θα επιλέξουν το μη χείρον -θα ελαφρύνουν το ελληνικό χρέος και θα επιτρέψουν μια, κεϊνσιανού τύπου, αναπτυξιακή πολιτική. Η προσέγγιση αυτή έχει λογική. Μάλιστα δεν υποστηρίζεται μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό. Οι επικριτές της μιλάνε περί εκβιασμού, αλλά αυτό δεν λέει τίποτα -ο εκβιασμός είναι η κινητήρια δύναμη της πολιτικής. Ολόκληρο το ζήτημα της ηγεμονίας κρίνεται από το ποιος θα επιβάλλει τα διλήμματα (διάβαζε: τους εκβιασμούς) του.

Από την άλλη, καλό είναι να συνειδητοποιηθεί πως, σε τόσο μεγάλη κλίμακα, η λογική δεν αρκεί: δύο από τους πιο οδυνηρούς εθνικούς χαλασμούς, η Μικρασιατική Καταστροφή και η διχοτόμηση της Κύπρου προέκυψαν από παρόμοιους -λογικούς εκ πρώτης όψεως- εκβιασμούς, που -φευ!- δεν εξελίχτηκαν όπως -λογικά- υπέθεταν οι εμπνευστές τους.

Προκειμένου να επικρατήσουν εκλογικά του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1920, οι μοναρχικοί έκαναν μια μεγαλοφυή επικοινωνιακά κίνηση. Απευθύνθηκαν στα αντιπολεμικά αισθήματα ενός λαού που πολεμούσε ήδη επί οκτώ συναπτά χρόνια. Το «οίκαδε» της κορυφής ήρθε να συναντηθεί με τα «δεν τα θέλουμε» που κραύγαζε η βάση, όποτε γινόταν αναφορά στις Νέες Χώρες -τη Μακεδονία, τα νησιά του Βορείου Αιγαίου, την Ήπειρο κ.λπ. Ας σημειωθεί εδώ πως η αντίληψη της «μικράς» Ελλάδος, ενός κράτους δηλαδή που θα κοιτούσε να «βαθαίνει» μάλλον, παρά να «πλαταίνει» δεν έχει αφ? εαυτή τίποτα το προδοτικό. Εξάλλου, μετά το 1922 όλοι οπαδοί της «μικράς πλην τιμίας Ελλάδος» γίναμε.

Δυστυχώς, μετά την εκλογική νίκη συνειδητοποιήθηκε πως η το «οίκαδε» ήταν ανεφάρμοστο -θα σήμαινε τον εξανδραποδισμό του ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Ο Δημήτριος Γούναρης και ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος σκέφτηκαν -λογικά- να αυξήσουν τη διαπραγματευτική τους ισχύ επεκτείνοντας την ελληνική επικράτεια έως και την Άγκυρα. Αν καταλάμβαναν την Άγκυρα, πράγμα που ήταν εντελώς ρεαλιστικό, θα είχαν ένα σπουδαίο όμηρο στα χέρια τους. Οι ξένοι και ο Κεμάλ θα αναγκάζονταν να διαπραγματευθούν την επιβίωση του ελληνισμού στη Μικρά Ασία, ακόμα και την διατήρηση της (ελληνικής) ζώνης της Σμύρνης. Αλλά τον Αύγουστο του 1921 ο ελληνικός στρατός κόλλησε στο Σαγγάριο κι ένα χρόνο μετά παρασύρθηκε από την τουρκική αντεπίθεση μέχρι το Αιγαίο, μαζί με τους δυστυχείς Μικρασιάτες. Ο Δημήτριος Γούναρης κατέληξε στο εκτελεστικό απόσπασμα και η ελληνική μοναρχία ράγισε ανεπανόρθωτα.

Παρόμοια είναι η περίπτωση της κυπριακής πολιτικής του Δημητρίου Ιωαννίδη. Ο «αόρατος δικτάτωρ» διαισθάνθηκε -σωστά- πως με μια μείζονα εθνική επιτυχία θα αποκαθίστατο η λαϊκή συναίνεση στο καθεστώς της 21ης Απριλίου, που είχε απολεσθεί λόγω της οικονομικής δυσπραγίας εκ της πετρελαϊκής κρίσης του 1973, των γεγονότων του Πολυτεχνείου και της προφανούς διεθνούς απομόνωσης των Αθηνών. Διέγνωσε -και σωστά- πως στην Κύπρο έκαναν πια κουμάντο οι Αμερικάνοι και όχι οι Εγγλέζοι. Αλλά μόλις δέκα χρόνια πριν, οι Αμερικανοί είχαν αποδεχθεί -δια του σχεδίου Άτσεσον- ακόμα και την προοπτική της Ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα. Όπως ήταν λογικό, εν μέσω Ψυχρού Πολέμου, αυτό που έκαιγε την Ουάσινγκτον ήταν η Κύπρος να είναι νατοϊκή, ασφαλώς με εγγυημένη την ασφάλεια των τουρκογενών Κυπρίων -η Άγκυρα ήταν επίσης σημαντικός τους σύμμαχος. Πάντως το σημαντικότερο πρόβλημα για εκείνους ήταν ο Μακάριος, που προσδενόταν ολοένα και περισσότερο στο φιλοσοβιετικό ΑΚΕΛ, αγόραζε όπλα από την Τσεχοσλοβακία και παρίστανε τον ηγήτορα των Αδεσμεύτων, παρέα με τον Κάστρο, τον Τίτο και μια σειρά από φιλοσοβιετικούς αστέρες των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων του Τρίτου Κόσμου.

Για μεγαλύτερη εξασφάλιση, ο Ιωαννίδης αναζήτησε -και έλαβε- τη διαβεβαίωση ορισμένων κύκλων των ΗΠΑ πως η υπερδύναμη πράγματι θα απέτρεπε τουρκική αντίδραση σε περίπτωση ανατροπής του Μακάριου από την Αθήνα. Η λογική έλεγε πως οι ΗΠΑ δεν θα θυσίαζαν την ύπαρξη του ΝΑΤΟ στο βωμό της υπεράσπισης της… προεδρίας του Μούσκου. Η Αθήνα προχώρησε λοιπόν στην ανατροπή του Μακαρίου. Αν όλα πήγαιναν κατ? ευχήν, θα ακολουθούσε η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα -με σοβαρές εγγυήσεις για την ασφάλεια των Τουρκοκυπρίων. Αυτό θα σήμαινε ταυτόχρονα την πλήρη ένταξη της Κύπρου στους νατοϊκούς σχεδιασμούς, σε συνδυασμό μάλιστα με τη πολιτική ενίσχυση του καθεστώτος της 21ης Απριλίου, που θα θωράκιζε την παρουσία της Ελλάδας στην πρώτη γραμμή του Ελευθέρου Κόσμου. Η χούντα θα μετατρεπόταν στο λαοπρόβλητο καθεστώς που είχε υλοποιήσει τα εθνικά οράματα και είχε δικαιώσει τους νεκρούς της ΕΟΚΑ, τους τόσο τιμημένους από όλους τους Έλληνες αντάμα, δεξιούς, κεντρώους και αριστερούς!

Δυστυχώς οι Τούρκοι αντέδρασαν και μάλιστα άμεσα. Εισέβαλαν στη Κύπρο, συνέτριψαν την αντίσταση Ελλήνων και Ελληνοκυπρίων και κατέλαβαν το μισό νησί. Η πίεση για την αποτροπή του ελληνοτουρκικού πολέμου δεν ασκήθηκε στην Άγκυρα, αλλά στην Αθήνα: το στρατιωτικό καθεστώς ανετράπη και οι πολιτικοί επέστρεψαν ως απόλυτοι κυρίαρχοι. Μετά από 35 χρόνια κάθειρξης, ο ίδιος ο Ιωαννίδης πέθανε στη φυλακή με το στίγμα του προδότη.

Οι εκβιασμοί στην πολιτική είναι καλοί, ιδίως όταν αλλάζουν την κυρίαρχη αφήγηση και δημιουργούν νέους όρους ηγεμονίας. Αν είναι μάλιστα και λογικοί κι έχουν πιθανότητες επιτυχίας, ακόμα καλύτερα. Το 1821 ο Παπαφλέσσας, το 1912 και το 1917 ο Βενιζέλος, το 1940 ο Μεταξάς, έπαιξαν κορώνα-γράμματα την μοίρα του Έθνους -και τους βγήκε. Η Ελλάδα διέπρεψε ως ο κατεξοχήν στρατηγικός σύμμαχος των Θαλασσίων Δυνάμεων στην περιοχή, και ξέφυγε από τη βαλκανική μιζέρια. Αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις που οι τυχοδιωκτισμοί δεν βγαίνουν -και τότε ακολουθεί η εθνική ήττα, η λαϊκή οδύνη και η εξολόθρευση των πολιτικών τους εμπνευστών. Όσοι πολιτικοί νοιάζονται για τη μοίρα της παράταξής τους και την προσωπική τους ασφάλεια, ας το θυμούνται αυτό.