Το ρητορικό ερώτημα του τίτλου δεν αναμένει, βεβαίως, απάντηση.
Δεν την πήραμε τον Ιούλιο του 2024, όταν δημοσιεύσαμε μια μελέτη με τον τίτλο «πέντε ανεφάρμοστες μεταρρυθμίσεις» (https://in-social.gr/dimosiefseis/pente-anefarmostes-dioikitikes-metarrythmiseis/) μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβανόταν και ο «εσωτερικός έλεγχος», μεταρρύθμιση μείζονος σημασίας για τη δημόσια διοίκηση.
Δεν την συναντήσαμε ούτε την προηγούμενη εβδομάδα, όταν δόθηκε στη δημοσιότητα μια ακόμη έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αυτή τη φορά για το 2024.
Δεν την περιμένουμε ούτε μετά από τη δημοσίευση αυτού του άρθρου.
Για την πληροφόρηση, ωστόσο, των γρηγορούντων πολιτών επισημαίνουμε τα κυριότερα σημεία της πορείας αυτής της ανεφάρμοστης-πλην, επαναλαμβάνω, εντελώς κρίσιμης και σημαντικής- μεταρρύθμισης:
- Παρά την παρέλευση τριετίας από την ψήφιση του νόμου 4975/2021 «Σύστημα Εσωτερικού Ελέγχου του Δημόσιου Τομέα, Σύμβουλος Ακεραιότητας στη δημόσια διοίκηση και άλλες διατάξεις για τη δημόσια διοίκηση και την τοπική αυτοδιοίκηση», η συντριπτική πλειοψηφία των φορέων του δημοσίου τομέα δεν έχουν προχωρήσει επαρκώς στην καταγραφή των διαδικασιών που επιφέρουν δημοσιονομικές συνέπειες ούτε έχουν θεσπίσει τις ασφαλιστικές δικλείδες που θα τις απέτρεπαν. Η βραδύτητα στην υλοποίηση του νόμου φάνηκε από τον χρόνο έκδοσης της πρώτης εγκυκλίου εφαρμογής του, η οποία δημοσιεύτηκε στις 17-01-2022 (9 μήνες μετά την ψήφισή του).
- Παρατηρείται σημαντική καθυστέρηση στην έκδοση των Υπουργικών Αποφάσεων καθορισμού η εξειδίκευσης των κριτηρίων σύστασης Μονάδων Εσωτερικού Ελέγχου στους εποπτευόμενους φορείς της γενικής κυβέρνησης. Ακόμη και στους φορείς που συναντάμε κάποιες ασφαλιστικές δικλείδες (πχ νοσοκομεία, ανεξάρτητες αρχές) οι δικλείδες ασφαλείας περιγράφονται με γενικό και αόριστο τρόπο που καθιστά αδύνατο τον εκ των υστέρων έλεγχο της αποτρεπτικής τους επάρκειας. Με τον τρόπο αυτόν παραβιάζεται ευθέως η σαφής νομοθετική ρύθμιση ότι η ανάπτυξη της πολιτικής και του πλαισίου διαχείρισης κινδύνων πρέπει να εκτείνεται στο σύνολο των λειτουργιών του φορέα, και μάλιστα «ανά σκοπό και στόχο, με τη διάθεση ανάληψης και το επίπεδο ανοχής κινδύνου, καθώς και τους ρόλους και τις αρμοδιότητες των κατάλληλων επιπέδων διοίκησης αναφορικά με τον σχεδιασμό, την παρακολούθηση και την εφαρμογή του πλαισίου διαχείρισης κινδύνων».
- Αν και με το άρθρο 22Γ του ν. 4795/2021 ορίζεται ότι για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση της πολιτικής και του πλαισίου διαχείρισης κινδύνων, οι φορείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου πρέπει να συστήσουν Μονάδα Διαχείρισης Κινδύνων, το επίπεδο της οποίας δύναται να διαφοροποιείται ανάλογα με την οργανωτική δομή του φορέα (Διεύθυνση ή Τμήμα), περισσότεροι από τους μισούς φορείς του δημοσίου τομέα (56%) δεν έχουν τροποποιήσει τους οργανισμούς εσωτερικής υπηρεσίας προκειμένου να συστήσουν μονάδες εσωτερικού ελέγχου. Από τους υπόλοιπους φορείς (44%) οι περισσότεροι από τους μισούς (53,68%) δεν έχουν προβλέψει καμία οργανική θέση στον οργανισμό τους για εσωτερικούς ελεγκτές, ενώ κι εκεί που έχουν προβλεφθεί, δεν έχουν καλυφθεί σε ποσοστό 28.5%. Από εκείνους που έχουν τοποθετηθεί στις οργανικές θέσεις, ένα ποσοστό 62% δεν έχει λάβει καμία πιστοποίηση. Περαιτέρω, το Ελεγκτικό Συνέδριο διαπίστωσε τη συγκέντρωση αναθέσεων σε περιορισμένο αριθμό αναδόχων (εξωτερικών συνεργατών) για την υποστήριξη της λειτουργίας των μονάδων εσωτερικού ελέγχου. Ωστόσο, σ’ αυτές δεν έγινε κανένας έλεγχος για σύγκρουση συμφερόντων σε ποσοστό 42%. Η αδρανοποίηση και περιθωριοποίηση της δημόσιας διοίκησης με τη σταδιακή εκχώρηση των αρμοδιοτήτων της σε εταιρείες συμβουλευτικής δημιουργεί ευνοϊκό κλίμα για την έξαρση της διαφθοράς και της αδιαφάνειας.
- Η αλλαγή στρατηγικής εν κινήσει ισοδυναμεί με εγκατάλειψη της στρατηγικής. Αυτό έγινε, ενώ η εφαρμογή του νόμου 4795/21 φαινόταν να έχει «παγώσει». Αίφνης, η κυβέρνηση (Υπ. Εσωτερικών) προσέθεσε σ’ έναν άλλο νόμο, τον 5013/2023 για την πολυεπίπεδη διακυβέρνηση, εννέα άρθρα για την «διαχείριση κινδύνων» τα οποία ανακοίνωσε ότι αποτελούν προσθήκη στον ν. 4795/2021. Έσπευσε, δε, να εκδώσει, τον Μάρτιο 2023, εγκύκλιο με την οποία οριοθέτησε την έκταση εφαρμογής του νόμου σε: Προεδρία της Δημοκρατίας, Υπουργεία, Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, Ανεξάρτητες Αρχές χωρίς νομική προσωπικότητα. Όλοι αυτοί- κι όχι οι υπόλοιποι- υποχρεούνται με βάση την εγκύκλιο να έχουν συστήσει και ορίσει όργανα διαχείρισης κινδύνων εντός τριών μηνών από τη δημοσίευση του νόμου (έως, δηλαδή, την 19.4.2023). Μάλιστα, για λόγους- προφανώς, πολιτικής κι όχι διοικητικής- σκοπιμότητας περιόρισε την εφαρμογή του Νόμου στα δύο πρώτα χρόνια (2023-2025) μόνον στους φορείς της κεντρικής διοίκησης. Μόνον απ’ αυτούς ζητά, πλέον, το Υπουργείο να προχωρήσουν σε καταγραφή και εκτίμηση κινδύνων, ενώ για τους υπόλοιπους, η ισχύς του νόμου αρχίζει από 20 Ιανουαρίου 2025. Συνεπώς, ακόμη κι αν υπάρχουν φορείς του Δημοσίου που μπορούν και θέλουν να προχωρήσουν, δεν δύνανται να προβούν στη σύσταση και τον ορισμό των οργάνων διαχείρισης κίνδυνων του άρθρου 22Γ του ν. 4795/2021. Το ίδιο ισχύει και για τους ΟΤΑ α΄ βαθμού οι οποίοι δεν μπορούν να αναθέσουν τη διαχείριση κινδύνων σε εξωτερικό πάροχο, πριν από την παρέλευση δύο ετών από τη δημοσίευση του νόμου 5013/2023, δεδομένου ότι, στα πρώτα δύο έτη από τη δημοσίευσή του, στις διατάξεις του εν λόγω νόμου εμπίπτουν αποκλειστικά οι φορείς της Κεντρικής Διοίκησης!
- Την ευθύνη για τη μη εφαρμογή του νόμου φέρει, πέραν του αρμοδίων υπουργών που αριθμούν σχεδόν το σύνολο του υπουργικού συμβουλίου- του «κέντρου διακυβέρνησης» συμπεριλαμβανομένου- ο επικεφαλής κάθε φορέα ο οποίος οφείλει «να εγκρίνει το περιεχόμενο του Κανονισμού Λειτουργίας της Μονάδας Εσωτερικού Ελέγχου, να εγκρίνει το Εγχειρίδιο Εσωτερικών Ελέγχων της Μονάδας Εσωτερικού Ελέγχου, να εγκρίνει το Ετήσιο Πρόγραμμα Εργασιών της Μονάδας Εσωτερικού Ελέγχου και να εκδίδει τις εντολές εσωτερικών ελέγχων και παροχής συμβουλευτικών έργων της Μονάδας Εσωτερικού Ελέγχου».
Με βάση τα προηγούμενα πραγματικά γεγονότα μπορούμε να συνάγουμε τα εξής συμπεράσματα:
Α) Υπάρχει άγνοια της τεχνογνωσίας των μεταρρυθμίσεων με αποτέλεσμα την ελλιπή περιγραφή της υφιστάμενης κατάστασης, την υποεκτίμηση των εμποδίων και των ευκαιριών για την εφαρμογή τους.
Β) Καταγράφεται αδυναμία αξιολόγησης εμπεδωμένων στάσεων και αντιλήψεων της γραφειοκρατίας με αποτέλεσμα την αδυναμία επιλογής κατάλληλων μηχανισμών εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων.
Γ) Η μεταρρύθμιση μετατράπηκε σε κέλυφος με συμβολικό νόημα, ενώ στο ουσιαστικό της περιεχόμενο έχει ακυρωθεί. Η μεταρρυθμιστική στρατηγική υποκαταστάθηκε από μια πολιτική προπαγάνδας υπέρ των ελέγχων για τους οποίους, στην πράξη, κυβέρνηση και δημόσια διοίκηση αδιαφορούν η και υπονομεύουν.
Δ) Είναι αδύνατο να προωθηθεί η μεταρρύθμιση του συστήματος ελέγχων χωρίς την υιοθέτηση της μεταρρυθμιστικής στρατηγικής που θέτει την αλλαγή του ως πρώτης προτεραιότητας εγχείρημα. Κι αυτό, απλά, δεν συμβαίνει.