Μηχανοκίνητες πορείες και ομάδες κρούσης που σπέρνουν τον φόβο και τον τρόμο, δολοφονικές επιθέσεις κατά των μεταναστών, ναζιστικοί χαιρετισμοί σε δημόσιους χώρους, τραμπουκισμοί και βίαιη συμπεριφορά στις πλατείες και τα τηλεοπτικά πλατώ. Αυτά αποτελούν την δημόσια εικόνα της Χρυσής Αυγής, ενός κόμματος με μορφή περισσότερο συμμορίας παρά ενός πολιτικού φορέα που δρα στο πλαίσιο της δημοκρατικής κανονικότητας. Και όμως αυτος ο πολιτικός φορέας έχει απήχηση σε ένα σημαντικό κομμάτι του εκλογικου σώματος και κυρίως στους νέους. Ζούμε σε μια πλουραλιστική κοινοβουλευτική δημοκρατία και το ερώτημα είναι πώς συμβιβάζεται η ανενόχλητη δράση και κοινωνική παραγωγή μιας κοινωνικής ιδεολογίας που στρέφεται ανοικτά και βίαια κατά της δημοκρατικής ιδεολογίας και των δημοκρατικών θεσμών. Και δεδομένου ότι ζούμε σε μια κοινωνία και «δημοκρατία των μέσων» όπου η διατύπωση των απόψεων, της δράσης, της πολιτικής των κομμάτων και όλων των κοινωνικών θεσμών διαμεσολαβείται από τα μέσα, το δεύτερο ερώτημα που τίθεται είναι κατά τα πόσον τα μέσα επικοινωνίας και κυρίως τα τηλεοπτικά μέσα, ως μαζικά μέσα που δεν επιτρέπουν την αλληλόδραση, μπορούν να δίνουν βήμα στον ανορθολογικό, ολοκληρωτικό και συχνά βίαιο λόγο των εκπροσώπων της Χρυσής Αυγής.
Η λειτουργία των κομμάτων στις δυτικές δημοκρατίες συνίσταται στο να εκφράζουν με τον δημόσιο λόγο τους την πολιτική διάσταση των κοινωνικών συγκρούσεων, να συμμετέχουν στην πολιτική τους διαχείριση, έτσι ώστε οι ενεργοί πολίτες παρά τις παραμορφώσεις της πολιτικής διαδικασίας να μπορούν να εκφράζουν τις γνώμες, τις ανάγκες και τα συμφέροντά τους. Όμως σε μια πολιτική και κοινωνική δημοκρατία η πρόσληψη των πολιτικών πρακτικών απο τους πολίτες εξαρτάται από τους κοινωνικούς ορίζοντες, τους τρόπους αντίληψης, την πολιτική κουλτούρα, τις πολιτικές συγκυρίες και συμφραζόμενα της κοινωνίας. Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια και όχι μόνον είμαστε μάρτυρες μιας κατάστασης όπου είναι ανύπαρκτο ένα πλαίσιο πλουραλισμού και δημοκρατικά κατασκευασμένης κανονικότητας με σεβασμό στην δημοκρατία, το κράτος δικαίου, την κοινωνική και ατομική αυτονομία (βίαιη ματαίωση των εκλογών στα πανεπιστήμια από προσκείμενες στον ΣΥΡΙΖΑ ομάδες, βίαιος αποκλεισμός δρόμων και λιμανιών, βίαη κατάληψη δημόσιων υπηρεσιών και υπουργείων απο κομματικές ομάδες ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ κλπ.). Η άμεση βία της Χρυσής Αυγής έχει αντιμετωπισθεί αποσπασματικά από τους πολιτικούς θεσμούς στο πλαίσιο μιας παράδοσης δεκαετιών όπου η προστασία των αυτουργών της βίας απο τα κεντροαριστερα και αριστερα κόμματα κόμματα ήταν στην ημερήσια διάταξη (υποστήριξη των τρομοκρτών στα δικαστήρια, ατιμωρησία των καταστροφέων της δημόσιας περιουσίας κλπ.). Στη συνείδηση του κόσμου και των πολιτικών του εκπροσώπων τα όρια ανάμεσα στις νόμιμες, δημοκρατικά νομιμοποιημένες και στις παράνομες μορφές κοινωνικής και πολιτικής δράσης είναι ρευστά. Η συνεργασία, η προθυμία για αυτοεκπαίδευση, η εμπιστοσύνη, οι σταθερές προσδοκίες μέσω κοινωνικών συμβάσεων και προτύπων συμπεριφοράς που αποτελούν τα «υλικά» μιας δημοκρατικής κοινωνίας δεν είναι χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας. Με την οικονομική κρίση κατέρρευσαν και τα στοιχεία της τυπικής δημοκρατίας σε μια κοινωνία που δεν έχει εκπαιδευθεί στην ορθολογικότητα, την αυτοπειθαρχία, την ηθική των κοινωνικών κανόνων, το σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων. Αντίδοτο στις φασίζουσες εκδηλώσεις της πολιτικής και κοινωνικής ζωής είναι αναγκαίο να αποτελέσει η ενεργοποίηση των θεσμών (αρμόδιο υπουργείο, δικαιοσύνη, αστυνομία, θεσμοί της κοινωνίας πολιτών), αλλά και να θεματοποιηθεί από την πολιτική διαδικασία το ζήτημα της παραβίασης των δημοκρατικών αρχών, το αντικείμενο της πολιτικής δημοκρατικής δράσης και τα όριά της, η σχέση της με την δημοκρατική οργάνωση.
Στα τηλεοπτικά μέσα ο δημόσιος λόγος των εκπροσώπων της Χρυσής Αυγής είναι η σωματική και λεκτική βία, η άρνηση διαλόγου, ενώ στον δημόσιο χώρο χαρακτηριστικό των ομάδων της ειναι η ρατσιστική και χυδαία ρητορική και η τρομοκρατική δράση. Πρέπει να σημειωθεί ότι η σημερινή εποχή είναι η εποχή της διαμεσολαβημένης επικοινωνίας από όλες τις μορφές των μέσων και κυρίως είναι μια εποχή της οικονομίας της ψυχαγωγίας και της προβολής των ιδιωτικών υποθέσεων από τα μέσα που δομούν τις κοινωνικές επιλογές σχετικά με την πολιτική. Οι νεώτερες γενιές παρακολουθούν μόνον μουσικά και αθλητικά προγράμματα, ταινίες και big shows της ιδιωτικής τηλεόρασης. Όμως τα μέσα επικοινωνίας και η τηλεόραση ειδικότερα παράγουν πολιτιστικά πρότυπα και μόδες, αποτελούν πόλους προσανατολισμού και το κυριότερο για μια δημοκρατική κοινωνία συμβάλλουν στην διασφάλιση της δημόσιας σφαίρας και του σχηματισμού γνώμης με την διατύπωση, έλεγχο και αξιολόγηση των απαιτήσεων της επικοινωνίας, συστατικό στοιχείο της δημοκρατικής αρχής. Απαραίτητο για όλα αυτά είναι η διαμόρφωση ενός δημοσιογραφικού λόγου που σέβεται και εφαρμόζει βασικές αρχές και κανόνες για την διασφάλιση μιας δημοκρατικής ελεύθερης επικοινωνίας όπως είναι η αντικειμενικότητα, η αμεροληψία, κοινά αποδεκτοί επαγγελματικοί κανόνες, αισθητικές αξίες (αυθεντικότητα), δημοσιογραφικές αξίες παραγωγής (διαχωρισμός είδησης-σχολίων, αμεροληψία, ισόρροπη παρουσίαση, ορθότητα, ανάλυση ιστορικού συγκείμενου, ερμηνεία, σχολιασμός κλπ.). Αυτές όμως οι αναγκαίες κοινωνικές συμβάσεις για την παραγωγή του τηλεοπτικού λόγου δεν υπήρξαν ποτέ στα ελληνικά μέσα επικοινωνίας. Γι’αυτό και θεωρείται ως “φιλελεύθερη” στάση το να δίνουν βήμα στην τηλεόραση στην έκφραση του ρατσιστικού, βίαιου ολοκληρωτικού λόγου των χρυσαυγητών. Αυτό όμως δεν αντιβαίνει μόνον στους ηθικούς κανόνες του δημόσιου λόγου, αλλά και στην αρχή της δημοκρατικής δημόσιας σφαίρας. Επιπλέον η εικόνα γοητεύει και ιδιαίτερα τους νέους που η δημόσια παιδεία δεν φρόντισε να τους εκπαιδεύσει στον αναστοχασμό στους ηθικούς κοινωνικούς κανόνες, την ορθολογικότητα, την αυτοπειθαρχία, τη συνεργασία, αλλά επί δεκαετίας έχουν συνηθίσει στην αποδοχή της βίας χωρίς αιτία και τιμωρία.
Η άνοδος των ψήφων της Χρυσής Αυγής μετά από τραμπούκικες συμπεριφορές στα τηλεοπτικά προγράματα σηματοδοτεί τον εκβαρβαρισμό της δημόσιας πολιτικής σφαίρας.
.
Η Πέρσα Ζέρη, είναι Καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο