Η απόφαση του ΚΥΣΕΑ, που υπογράφεται από τους Αλέξη Τσίπρα (Πρωθυπουργός), Πάνο Καμμένο (Υπουργός Εθνικής Άμυνας), Νίκο Κοτζιά (Υπουργός Εξωτερικών), Γιάννη Πανούση (Αναπληρωτής Υπουργός Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης), Θεόδωρο Δρίτσα (Αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού) και Μιχάλη Κωσταράκο (Αρχηγός ΓΕΕΘΑ) της 15ης Μαρτίου να προχωρήσει στον εκσυγχρονισμό έως πέντε αεροσκαφών P-3B Orion του Πολεμικού Ναυτικού ήρθε ως έκπληξη τόσο για τον χρόνο λήψης της απόφασης όσο και για το κόστος της. Αυτή η υπόθεση ήρθε στο φως της δημοσιότητας με άρθρο της εφημερίδας Πρώτο Θέμα με τίτλο «Απευθείας ανάθεση 500 εκατ. δολαρίων για πολεμικά αεροπλάνα» στις 4 Απριλίου.
Η απόφαση του ΚΥΣΕΑ αναρτήθηκε στη Διαύγεια στις 18 Μαρτίου 2015. Η απόφαση αυτή υλοποιεί την απόφαση που είχε λάβει στις 13 Οκτωβρίου 2014 το ΚΥΣΕΑ για την ενεργοποίηση και εκσυγχρονισμό έως πέντε αεροσκαφών P-3B Orion του Πολεμικού Ναυτικού. Η αμερικανική κυβέρνηση είχε αποδεχθεί το αίτημα και απέμενε η υλοποίησή του.
Παρακάτω ακολουθεί ανάλυση που δείχνει πως σε σύγκριση με άλλα ανάλογα προγράμματα χρηστών του τύπου, το κόστος εκσυγχρονισμού και αναβάθμιση είναι ακριβό και στις δεδομένες οικονομικές συνθήκες δημιουργεί απορίες για την σκοπιμότητά του.
Ιστορία των P-3B στο Πολεμικό Ναυτικό
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα της Πολεμικής Αεροπορίας (ΠΑ), παραλάβαμε έξι αεροσκάφη P-3B μετά από δωρεάν παραχώρηση από τις ΗΠΑ το χρονικό διάστημα 1996-1997. Όπως περιγράφεται στην ιστοσελίδα της ΠΑ, «Το Ρ-3Β Orion είναι τετρακινητήριο αεροσκάφος ναυτικής συνεργασίας μεγάλης εμβέλειας. Αποστολή του είναι ο εντοπισμός πλοίων, υποβρυχίων και ναρκών». Το Ρ-3Β αντικατέστησε το HU-16 που υπηρέτησε το Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ) μέχρι το 1995.
Τα P-3B επιχειρούσαν με την 353 Μοίρα Ναυτικής Συνεργασίας από την 112 Πτέρυγα Μάχης στο Αεροδρόμιο Ελευσίνας. Επιχειρούσαν με μικτά πληρώματα από την ΠΑ και το ΠΝ. Κύρια αποστολή τους ήταν η εναέρια θαλάσσια επιτήρηση σε καιρό ειρήνης και ο ανθυποβρυχιακός πόλεμος σε περίπτωση σύρραξης με τη δυνατότητα εντοπισμού υποβρυχίων και βολής τορπιλών εναντίον αυτών. Έχει μεγάλη εμβέλεια και μεγάλο χρόνο παραμονής στον αέρα.
Το 2008 είχε αποφασιστεί να διατεθεί κονδύλι €250 εκ. για την αγορά νέων αεροσκαφών θαλάσσιας επιτήρησης και ανθυποβρυχιακού πολέμου. Η αργοπορία στη λήψη απόφασης για την αγορά αεροσκαφών θαλάσσιας επιτήρησης και ανθυποβρυχιακού πολέμου φαίνεται πως κόστισε στην χώρα τουλάχιστον $150 εκ.
Λόγω του πέρατος του ορίου ζωής των αεροσκαφών το ΠΝ αποφάσισε να καθηλώσει τα Orion στο έδαφος το 2009. Το Ανώτατο Ναυτικό Συμβούλιο γνωμάτευσε υπέρ του παροπλισμού των αεροσκαφών λόγω του ασύμφορου κόστους εκσυγχρονισμού τους. Έκτοτε το ΠΝ έχει χάσει σημαντικό μέρος της δυνατότητας εναέριας θαλάσσιας επιτήρησης και τη δυνατότητα ανθυποβρυχιακού πολέμου. Για κάποιο διάστημα διακινήθηκε η ιδέα απόκτησης γαλλικών αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας Atlantique 2. Οι Γάλλοι διαθέτουν 22 αεροσκάφη και θα εκσυγχρόνιζαν τα 18 από αυτά. Εικάζεται ότι τα τέσσερα που μας πρόσφεραν ήταν αυτά που δεν θα εκσυγχρόνιζαν. Αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα την εισαγωγή σε υπηρεσία ενός απαξιωμένου νέου τύπου αεροσκάφους με το ανάλογο βάρος στην αλυσίδα προμηθειών και συντήρησης.
Η επιλογή του ΠΝ ήταν η αναζήτηση άλλου αεροσκάφους ή η παραχώρηση πλεονάζοντος υλικού από τις ΗΠΑ. Η προσπάθεια του τότε Α/ΓΕΝ Χρηστίδη να εξασφαλίσει P-3C τον Ιανουάριο 2013 και η μετέπειτα απόπειρα του Α/ΓΕΕΘΑ Κωσταράκου για την παραχώρηση ή αγορά με συμβολικό τίμημα τον Ιούνιο του ίδιου έτους απέβησαν άκαρπες. Έτσι προκρίθηκε η λύση του εκσυγχρονισμού μέσης ζωής των P-3B από την Lockheed με την απόφαση του ΚΥΣΕΑ τον Οκτώβριο 2014. Η δαπάνη του προγράμματος τον Οκτώβριο 2014 προέβλεπε δαπάνη €350 εκ. (περίπου $450 εκ.).
Ανάγκες επιτήρησης και ανθυποβρυχιακού πολέμου
Δεν μπορεί να αμφιβάλει κάποιος για την ανάγκη παρουσίας στο ελληνικό οπλοστάσιο αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας. Το θαλάσσιο στοιχείο καθορίζει το ελληνικό έθνος από παλιά και η ζωή μας είναι συνδεδεμένη με τη θάλασσα. Είναι αναντίρρητη η ανάγκη της διασφάλισης των γραμμών θαλάσσιων επικοινωνιών σε περίπτωση κρίσης ή σύρραξης.
Για την Ελλάδα η θαλάσσια επιτήρηση δεν περιορίζεται μόνο σε πολεμικές αποστολές. Επεκτείνεται σε θέματα ασφάλειας θαλάσσιων οδών στη λεκάνη της Μεσογείου κατά κύριο λόγο. Η ανάγκη διαφύλαξης των θαλάσσιων συνόρων γίνεται επιτακτικότερη όσο ρευστότερη γίνεται η κατάσταση στη Βόρεια Αφρική και στη Μέση Ανατολή. Τόσο ως μέλος του ΝΑΤΟ όσο και ως μέλος της ΕΕ η Ελλάδα οφείλει τα παρέχει τα μέσα για την διαφύλαξη των θαλασσίων οδών και συνόρων στη Μεσόγειο.
Πρακτική άλλων χωρών
Οι χώρες του ΝΑΤΟ, και όχι μόνο, προσπαθούν να αναβαθμίσουν κι αυτές τον αεροπορικό στόλο ναυτικής συνεργασίας στα πλαίσια περιορισμένων αμυντικών προϋπολογισμών. Τόσο η Μεγάλη Βρετανία όσο και η Γαλλία εξετάζουν την αντικατάσταση των στόλων αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας με νέα αεροσκάφη. Το επεισόδιο που συνέβη την Πρωτοχρονιά στο θαλάσσιο διάδρομο της βρετανικής βάσης υποβρυχίων στο Faslane, με την αναζήτηση άγνωστης ταυτότητας υποβρυχίου και την αναγκαστική συνδρομή αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας από τις ΗΠΑ και τον Καναδά, δείχνει την αναγκαιότητα ύπαρξης αυτών των αεροσκαφών.
Οι περισσότερες χώρες είτε έχουν προχωρήσει στον εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση του αεροπορικού στόλου ναυτικής συνεργασίας (ΗΠΑ, Αυστραλία, Καναδάς, Νέα Ζηλανδία, Νορβηγία) είτε αναζητούν νέα αεροσκάφη είτε χώρες, όπως η Σιγκαπούρη, αναζητούν μεταχειρισμένα αεροσκάφη από τις ΗΠΑ όταν οι τελευταίες τα αποσύρουν.
Όμως για την Ελλάδα, δεδομένης της οικονομικής κρίσης, η απόκτηση νέων αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας (και νέων αεροσκαφών γενικότερα) παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες. Αυτό δε σημαίνει πως δεν μπορούμε να εκσυγχρονίσουμε και να αναβαθμίσουμε τα αεροσκάφη μας ή να αποκτήσουμε μεταχειρισμένα σε καλή κατάσταση από φιλικές προς την Ελλάδα χώρες. Το κόστος όμως παίζει τον κυριότερο παράγοντα.
Εκσυγχρονισμός Orion σε άλλες χώρες: Τα παραδείγματα της Αυστραλίας, του Καναδά και της Νέας Ζηλανδίας
Οι ΗΠΑ ξεκίνησαν το 2004 να εκσυγχρονίζουν τον στόλο των P-3C Orion που διαθέτουν. Οι Αμερικανοί εφαρμόζουν για τον στόλο τους το Critical Obsolescence Program (COP), το οποίο δίνει έμφαση σε παράκτιες περιοχές και αυξάνει τις δυνατότητες ανθυποβρυχιακού πολέμου. Αποφάσισαν να κρατήσουν ένα στόλο 130 P-3C μέχρι να τα αντικαταστήσουν με τα P-8A Poseidon που ήδη έχουν ξεκινήσει να παραλαμβάνουν. Ο εκσυγχρονισμός που πρόκριναν οι χώρες που προχώρησαν σε αυτές τις κινήσεις ήταν είτε συνδυασμός επέκτασης του ορίου ζωής και αναβάθμιση των ηλεκτρονικών συστημάτων και φορέων οπλισμού είτε μόνο αναβάθμιση των τελευταίων.
Η πολεμική αεροπορία της Αυστραλίας (RAAF) ξεκίνησε το 1997 και ολοκλήρωσε το 2005 το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού και αναβάθμισης των 18 από τα 19 αεροσκάφη P-3C που διέθετε. Το πρόγραμμα για τα 18 αεροσκάφη κόστισε τουλάχιστον $1 δισ. (1.400 εκ. δολάρια Αυστραλίας, σε τιμές 2005). Ανά μονάδα αεροσκάφους το κόστος ανήλθε τουλάχιστον στα $55 εκ.
Ο αρχικός προϋπολογισμός του έργου για τα δομικά στοιχεία των αεροσκαφών ήταν 630 εκ. δολάρια Αυστραλίας και έφτασε στα 850 εκ. δολάρια Αυστραλίας λόγω ισοτιμίας και αύξησης κόστους (δηλαδή το κόστος επισκευής των αεροσκαφών έφτασε τα $34 εκ. έκαστο από $25 εκ.). Στο δε σκέλος της αναβάθμισης των ηλεκτρονικών συστημάτων το κόστος υπολογιζόταν το λιγότερο στα 550 εκ. δολάρια Αυστραλίας.
Τα προβλήματα που εντόπισε η έκθεση ελέγχου του Υπουργείου Άμυνας της Αυστραλίας ήταν τα ακόλουθα:
- Μεγάλες καθυστερήσεις (τέσσερα έτη στην παράδοση των αεροσκαφών) που κατέστησαν μέρος του εξοπλισμού απαρχαιωμένο.
- Οι καθυστερήσεις προήλθαν από τη δυσκολία ολοκλήρωσης των συστημάτων σε μια ενιαία πλατφόρμα.
- Το συμβόλαιο δεν πρόσφερε οικονομική κάλυψη στο Υπουργείο Άμυνας της Αυστραλίας έναντι καθυστερήσεων στο πρόγραμμα παρότι αυτό ήταν μέσω των κονδυλίων FMS και άρα διακρατική συμφωνία.
Σε μεγαλύτερο κόστος (2 δισ. δολάρια Καναδά—$1,8 δισ. σε τιμές 2014) ανερχόταν η αναβάθμιση κι εκσυγχρονισμός των 14 από τα 18 αεροσκάφη P-3C (κωδικοποιημένα ως CP-140 Aurora) της Πολεμικής Αεροπορίας του Καναδά (RCAF). Το κόστος ανά αεροσκάφος ανήλθε σε $128,5 εκ.
Η Πολεμική Αεροπορία της Νέας Ζηλανδίας (RNZAF) εκσυγχρόνισε τα αεροσκάφη της (6 P-3B και C) το 1982 (εκσυγχρονίζοντας τα συστήματα των αεροσκαφών), το 2000 όπου εκσυγχρόνισε τα ίδια τα αεροσκάφη επεκτείνοντας το όριο ζωής τους και το 2005 όπου αναβάθμισε πάλι τα συστήματα των αεροσκαφών. Η πολεμική αεροπορία της Νέας Ζηλανδίας καθυστέρησε να πάρει τα αεροσκάφη της κατά 30 μήνες εξαιτίας δυσκολιών ενσωμάτωσης των συστημάτων και προβλημάτων στην αεροδυναμική του αεροσκάφους λόγω μετατόπισης του κέντρου βάρους. Το κόστος αυτής της αναβάθμισης για τα έξι αεροσκάφη (P-3K) το 2008 ανήλθε στα 373 εκ. δολάρια Νέας Ζηλανδίας, δηλαδή στα $213 εκ., $35,5 εκ. ανά αεροσκάφος.
Η Αμερικανική Υπηρεσία Τελωνείων και Ασφάλειας Συνόρων (U.S. Customs and Border Protection) έκανε δομική αναβάθμιση των αεροσκαφών που διαθέτει για $25 εκ. το κάθε αεροσκάφος. Θα ολοκληρώσει φέτος την παραλαβή 14 αεροσκαφών.
Η Νότια Κορέα αναβάθμισε, ξεκινώντας το 2005, τα ηλεκτρονικά συστήματα (πληροφοριών, επιτήρησης και αναγνώρισης, intelligence, surveillance and reconnaissance –ISR) 8 αεροσκαφών με συνολικό κόστος $300 εκ., δηλαδή $37,5 εκ. έκαστο.
Η ισπανική πολεμική αεροπορία (ΕΑ) πλήρωσε το 2001 €109 εκ. ($100 εκ.) για την αναβάθμιση ηλεκτρονικών συστημάτων πέντε Orion, δηλαδή $20 εκ. το ένα αεροσκάφος.
Συμπεράσματα και ερωτήματα
Η εμπειρία των ανωτέρω χωρών έδειξε πως υπήρξαν καθυστερήσεις στο πρόγραμμα λόγω αδυναμίας ολοκλήρωσης των συστημάτων στο αεροσκάφος. Επίσης η σύναψη συμφωνίας στα πλαίσια του FMS δεν απέτρεπε την αύξηση του κόστους του προγράμματος. Η μόνη χώρα που έμεινε εντός προϋπολογισμού προγράμματος ήταν η Νέα Ζηλανδία. Επίσης άλλες χώρες ή υπηρεσίες διατήρησαν χαμηλό το κόστος εκσυγχρονισμού και αναβάθμισης, αισθητά χαμηλότερο από το πρόγραμμα αναβάθμισης των ελληνικών Orion.
Η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να προχωρήσει στην επέκταση του ορίου ζωής σύμφωνα με το Mid-Life Upgrade Program που προσφέρει η Lockheed και στην αναβάθμιση του ηλεκτρονικού εξοπλισμού που θα φέρουν τα αεροσκάφη. Το πρόγραμμα όπως αποφασίστηκε στις 16 Μαρτίου αφορά «έως πέντε αεροσκάφη». Το κόστος του προγράμματος για την Ελλάδα ανέρχεται τουλάχιστον στα $100 εκ. ανά αεροσκάφος.
Η Lockheed είναι η μοναδική πιστοποιημένη εταιρεία (ως κατασκευάστρια του αεροσκάφους, προσφέροντας χαμηλό τεχνολογικό ρίσκο) η οποία μπορεί να επαναφέρει τα αεροσκάφη σε πτητική κατάσταση με την προσφορά κιτ αντικατάστασης δομικών στοιχείων. Όμως για την αναβάθμιση των ηλεκτρονικών συστημάτων του αεροσκάφους θα μπορούσε να προκηρυχθεί διαγωνισμός ώστε να εξασφαλιστεί συμπίεση του κόστους και εξασφάλιση ομαλής ροής εργασιών και ολοκλήρωσης των συστημάτων στο αεροσκάφος. Υπάρχει το αντεπιχείρημα ότι το σπάσιμο προμηθειών σε υποέργα ανεβάζει το κόστος. Αυτός ο σκόπελος θα μπορούσε να ξεπεραστεί με τη διενέργεια διεθνούς διαγωνισμού όπως στα πρότυπα της RAAF και της RNZAF.
Είναι αξιοσημείωτο πως η αμερικανική κυβέρνηση απαλλάσσεται «από την υποχρέωση καταβολής εγγυήσεων για την LOA GR-P-GLI σε εφαρμογή της παραγράφου 13 του άρθρου 33 του ν. 3433/2006» (σελ. 4). Η αμερικανική κυβέρνηση μπορεί να νίψει τας χείρας της ως προς την καλή εκτέλεση του έργου χωρίς κόστος για την ίδια.
Η εμπειρία από τα προγράμματα εκσυγχρονισμού και αναβάθμισης των παραπάνω χωρών που θέσαμε ως παράδειγμα δείχνουν πως το αρχικό κόστος προϋπολογισμένης δαπάνης αυξάνεται εκ των πραγμάτων λόγω της διάρκειας του προγράμματος. Τέτοια σύνθετα προγράμματα δομικής ανακατασκευής και αναβάθμισης ηλεκτρονικών συστημάτων παρουσιάζουν δυσκολίες και καθυστερήσεις που αυξάνουν περαιτέρω το κόστος και τον χρόνο παράδοσης των αεροσκαφών. Η εμπειρία που αποκόμισε η RAAF για την επαναφορά σε πτητική κατάσταση αεροσκαφών μετά από μακρά αποθήκευση δείχνει πως συνήθως υποτιμούνται τα προβλήματα και το κόστος επαναφοράς. Θεωρούμε πως το αρχικό κόστος των $500 εκ. που προβλέπει το πρόγραμμα αναβάθμισης θα αυξηθεί.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι τα ακόλουθα (υπάρχουν και άλλα ερωτήματα, όπως αυτά του πρώην Υπουργού Εθνικής Άμυνας Γιάννη Ραγκούση):
- Ποιες είναι οι πρόνοιες στην σύμβαση ως προς τα δικαιώματα της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στην Lockheed και την ΕΑΒ;
- Εξαντλήθηκαν όλες οι άλλες επιλογές για τον εκσυγχρονισμό των αεροσκαφών ή την προμήθεια πιο σύγχρονων του ίδιου τύπου;
- Γιατί δεν περιμένουμε την απόσυρση των αμερικανικών P-3C όταν θα εισέρχονται στην υπηρεσία του αμερικανικού ναυτικού των P-8A; Ούτως ή άλλως, θα έχουμε και τα πέντε αεροσκάφη το 2022.
- Γιατί δεν κάναμε κρούση στην RAAF ώστε να δούμε την διαθεσιμότητα των δικών τους αεροσκαφών προς παραχώρηση ή προς πώληση;
- Αναζητήθηκε η οδός χρονομίσθωσης (leasing) Orion από άλλες χώρες που δεν έχουν πιεστικές ανάγκες και θέλουν να περικόψουν το κόστος χρήσης και συντήρησης;
- Γιατί το κόστος ανά αεροσκάφος είναι μεγαλύτερο σε σχέση με τα παραδείγματα που αναφέραμε ανωτέρω (πλην Καναδά);
- Πώς θα αντιδράσει η ελληνική κυβέρνηση αν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μας καταγγείλει για παραβίαση της οδηγίας 2009/81/ΕΚ «σχετικά με τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης ορισμένων συμβάσεων έργων, προμηθειών και παροχής υπηρεσιών που συνάπτονται από αναθέτουσες αρχές ή αναθέτοντες φορείς στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας καθώς και την τροποποίηση των οδηγιών 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ», διότι υπογράψαμε απευθείας ανάθεση;
Να σημειωθεί προς το ΚΥΣΕΑ έχει εγκρίνει δαπάνη €400 εκ. για τον Εκσυγχρονισμό Μέσης Ζωής των φρεγατών MEKO-200HN. Θα πάει πίσω αυτό το πρόγραμμα εξαιτίας της αναβάθμισης των Orion;
Ελπίζουμε να μην έχει η ελληνική κυβέρνηση την ίδια βιασύνη για τον εκσυγχρονισμό των F-16 C/D (όπου εμπλέκεται η Lockheed) και των Mirage 2000 EGM/BGM. Ο ανορθολογισμός στην προμήθεια υλικού των Ενόπλων Δυνάμεων συνεχίζεται.