Ακροδεξιά και ακροαριστερά δεν είναι παρά δύο διαφορετικές ονομασίες του ολοκληρωτισμού. Κοινό υπόβαθρο των άκρων ο φανατισμός, εργαλείο η βία, αδιάκοπη επιδίωξη η ανελέητη αντιπαράθεση.
Ένα καίριο έλλειμμα μετριοπάθειας διαιωνίζει την χρόνια νεοελληνική εσωτερική σύγκρουση. Τον Οκτώβριο του 1949, η «Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση», με διάγγελμα από την εξορία, ανέστειλε τις εχθροπραξίες του Εμφυλίου, δηλώνοντας: «Ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας δεν κατέθεσε τα όπλα, μονάχα τα έθεσε παρά πόδα». Οι ηττημένοι ουδέποτε αποδέχτηκαν την ήττα τους. Οι νικητές τους αντιμετώπισαν με σκληρότητα. Συνεπικουρούμενοι από την πλειονότητα διανοουμένων και «ανθρώπων του πολιτισμού», οι ηττημένοι κατασκεύασαν μια εικόνα ηθικού πλεονεκτήματος, χωρίς να πάψουν οι περισσότεροι να εχθρεύονται την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Αργότερα, ακραία στοιχεία των νικητών εγκαθίδρυσαν στρατιωτική δικτατορία. Όταν αυτή κατέρρευσε, αναθερμάνθηκε ο διχασμός, με σύνθημα «ο λαός δεν ξεχνά τί σημαίνει Δεξιά». Μόνιμο απωθημένο η «ρεβάνς» για επίλυση ανοικτών λογαριασμών του Εμφυλίου. Χάσμα αθεράπευτο, με διαδηλώσεις κάθε τόσο στους δρόμους και το ρακένδυτο φάντασμα του «τρίτου γύρου» να πλανάται πάνω από την χώρα.
Η πεποίθηση ότι «άβυσσος χωρίζει» τους δύο κόσμους εδράζεται στο ταξικό μίσος, παλιά ιστορία του 19ου αιώνα. Άφθονη βιβλιογραφία αποκαλεί την βία «μαμή της Ιστορίας». Κατά το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, «δεσποτισμός του αστικού κράτους, σιχαμερός και ανυπόφορος… ολόκληρη η κοινωνία χωρίζεται σε δύο μεγάλα εχθρικά στρατόπεδα, σε δύο τάξεις αντιμέτωπες». Παραδόξως, ακόμα και σύγχρονοι «άνθρωποι του πολιτισμού» αδυνατούν να ξεφύγουν από την ιδεολογία του ταξικού πολέμου. Τόσες ολοφάνερες διαψεύσεις και τραγωδίες δεν άλλαξαν τα μυαλά, η αρχική πρόταση «βία στην βία της εξουσίας» υποβόσκει επίμονα μέχρι τις μέρες μας. Ριζοσπαστικές πολιτικές δηλώσεις, όπως «ή εμείς ή αυτοί», γεννούν συμπάθειες προς όσους επιλέγουν τον «δρόμο της ένοπλης πάλης». Κάποτε διαφεύγουν και ειλικρινή απωθημένα, π.χ. «μόνο δεξιούς σκότωνε η τρομοκρατία». Με την πεποίθηση ότι η κοινωνία αποτελείται όχι από ανθρώπους αλλά από κοινωνικές τάξεις, η αστική νομιμότητα θεωρείται παγίδα, «μόνος νόμος το δίκιο του εργάτη». Παραδειγματική τιμωρία λοιπόν για τον απεργοσπάστη, βλέπε και Μαρφίν.
Η προσκόλληση σε «κάθετη» αντιπαλότητα υπονομεύει τον δημιουργικό ανταγωνισμό των γνήσια δημοκρατικών δυνάμεων, που επεξεργάζονται διαφορετικές μεταρρυθμιστικές εκδοχές μιας πραγματικής προόδου. Η ευρύτερη συνεννόησή τους, σε πλαίσιο εθνικού αντιδικτατορικού μετώπου, θα ωθούσε στο περιθώριο τα άκρα κάθε απόχρωσης, αυτά που εξακολουθούν να διαθέτουν ανησυχητικά υψηλά ποσοστά στην κοινωνία, με άφθονη ακροαριστερή και αρκετή ακροδεξιά εκπροσώπηση στην Βουλή. Η γήρανση ανθρώπων και ιδεών αντισταθμίζεται με πρόσθετο μπάχαλο, όπλα, εθνικιστική και λαϊκοδημοκρατική δημαγωγία. Ακραίες ιδεολογίες, πολιτικές ή και θρησκευτικές, όταν ευνοούν οι συνθήκες, παράγουν ακραίες πράξεις. Ο Καστοριάδης δεν διστάζει να ταυτίσει τα άκρα: «Αυτό συνέβη και εξακολουθεί να συμβαίνει στα ρώσικα και τα κινέζικα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, όπως συνέβη και στα χιτλερικά». Η κοινή εγκληματική πρακτική μπορεί να πηγάζει από διαφορετικές κατευθύνσεις αλλά επιβεβαιώνει την κοινοτοπία του κακού, έντεχνα μεταμφιεσμένου σε «κοινωνικούς αγώνες».
Πηγή: www.tanea.gr