Όσο περνάει ο καιρός και αναδεικνύεται όλο και περισσότερο η πολυδιάστατη κρίση, που μαστίζει την ελληνική κοινωνία, από την οικονομική μέχρι και την αξιακή, τόσο πιο έντονα γίνεται εμφανές, ότι υπάρχει πρόβλημα πολιτικής ηγεσίας και πλήρους αδυναμίας των δομών της κοινωνίας πολιτών να εκσυγχρονισθούν, ώστε να μπορέσει η ελληνική κοινωνία να βγει από την παρακμιακή περιδίνηση, που την ταλαιπωρεί.
Ενώ η χώρα αντιμετωπίζει τεράστιες δυσκολίες με την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων, που θα έπρεπε να έχουν γίνει στο παρελθόν, ώστε να αποκτήσει σύγχρονη δυναμική, το πολιτικό σύστημα και οι προεκτάσεις του στο χώρο της κοινωνίας πολιτών επιδίδονται σε πρακτικές ακραίας πόλωσης, αντί να αναζητήσουν στο πλαίσιο ενός συναινετικού διαλόγου λύσεις στα προβλήματα, οι οποίες απαιτούν βαθιές κοινωνικές τομές.
Η διαφθορά διαπερνά την ελληνική κοινωνία σε βαθμό, που αποτελεί δομικό της στοιχείο.
Είναι πλέον εμφανές, ότι κανένα κόμμα δεν είναι ικανό να καταπολεμήσει την φοροδιαφυγή αποτελεσματικά. Ούτε και η πελατειακή λογική αντιμετωπίζεται, διότι υποκαθιστά ποιοτικά χαρακτηριστικά, που θα έπρεπε να έχουν τα διάφορα κοινωνικά συστήματα (οικονομικό, δημόσια διοίκηση κ.λ.π.), όπως είναι το κριτήριο της επίδοσης και απόδοσης για την ανάληψη και διεκπεραίωση ευθύνης. Όταν κάποιος έχει τον «κολλητό» του στο πολιτικό σύστημα και ιδιαιτέρως αυτό που κυβερνά, έχει διασφαλίσει την θέση, που επιθυμεί, ανεξάρτητα από την επάρκεια του.
Για να αλλάξουν αυτά, απαιτείται κοινή στάση όλων των κομμάτων. Ειδάλλως κανένα κόμμα δεν αναλαμβάνει το πολιτικό κόστος μιας υγιούς και λειτουργικής για τον τόπο πολιτικής μεταρρυθμίσεων. Γι’ αυτό και η καλλιέργεια συνθηκών ακραίας πόλωσης, με αρνητικούς και υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς για τους πολιτικούς αντιπάλους, κόμματα και πολιτικά πρόσωπα, κυριαρχεί στην πολιτική αντιπαράθεση.
Αρκεί να έχει παρακολουθήσει κάποιος πολίτης τις δηλώσεις, που έγιναν με αφορμή την απόφαση του ΣτΕ σε σχέση με την συνταγματικότητα του νόμου για τις τηλεοπτικές άδειες.
Από την πλευρά της κυβέρνησης η κυβερνητική εκπρόσωπος δήλωσε «η σημερινή απόφαση του ΣτΕ οδηγεί τη χώρα στο προηγούμενο σύμφωνα με την δική του νομολογία αντισυνταγματικό καθεστώς». Άλλος υπουργός φτάνει στο σημείο να καταγγέλει, ότι «οι κυβερνήσεις δεν πέφτουν με δικαστικά πραξικοπήματα».
Από την πλευρά της αντιπολίτευσης στο ίδιο μήκος κύματος, μόνο η στόχευση αλλάζει,, επισημαίνουν με στόμφο «μέγιστο θεσμικό ατόπημα η αντίδραση της κυβέρνησης» (πρόεδρος Νέας Δημοκρατίας). Ακόμη πιο ακραία είναι η τοποθέτηση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης για την κυβέρνηση, στην οποία χρεώνει, ότι βρίσκεται σε «ολισθηρό δρόμο εκτροπής από την συνταγματική ομαλότητα».
Με την ίδια σφοδρότητα και πολωτική διάθεση τοποθετήθηκαν και τα υπόλοιπα κόμματα και πολιτικά πρόσωπα. Πρώην πρόεδρος κόμματος της σημερινής αντιπολίτευσης, ο οποίος διετέλεσε και αντιπρόεδρος κυβέρνησης συνεργασίας, μιλάει για «επίσημη αναγγελία κατάλυσης του συντάγματος».
Μάλλον η κατάπτωση του πολιτικού συστήματος είναι τόσο μεγάλη, που είναι δύσκολο να αντιληφθεί, ότι βλάπτει την χώρα, όταν η πολιτική αντιπαράθεση στοχεύει στο κυνήγι της εξουσίας με κάθε μέσο και χωρίς να διέπεται από ένα αξιακό σύστημα, το οποίο λειτουργεί συνεκτικά και βασίζεται σε αρχές, που υπηρετούν το κοινωνικό συμφέρον.
Η ακολουθούμενη πρακτική από τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό δημιουργεί την εντύπωση, ότι κινούνται σε διαφορετική πραγματικότητα από αυτήν, που βιώνει με πολύ οδυνηρό τρόπο η ελληνική κοινωνία.
Εάν αυτή η ιδιαίτερα αρνητική λειτουργία συνεχισθεί, τότε πολύ σύντομα θα διαμορφωθούν πολύ επικίνδυνες συνθήκες, διότι θα αρχίσει μια γενικευμένη θεσμική αμφισβήτηση από τους αποδέκτες αυτών των μηνυμάτων, που δεν είναι άλλοι από τα μέλη μιας κοινωνίας, τα οποία έμαθαν να κρίνουν και να αντιδρούν με βάση το θυμικό σε συνδυασμό με την εξιδανίκευση.
Εύλογα θα αναρωτηθεί ο πολίτης με κριτική σκέψη, εάν το πολιτικό σύστημα συνειδητοποιεί την ευθύνη του απέναντι στην κοινωνία και το μέλλον του τόπου, καθώς και τις επιπτώσεις των ενεργειών του. Και δεν είναι ούτε λίγες ούτε ακίνδυνες.
Η ευκολία, με την οποία χρησιμοποιούν έννοιες όπως θεσμική εκτροπή ή δικαστικό πραξικόπημα, δείχνει από το ένα μέρος την έλλειψη σοβαρότητας και υπεύθυνου πολιτικού λόγου, ο οποίος σέβεται τους θεσμούς και χαρακτηρίζεται από δημοκρατική ευαισθησία. Από το άλλο μέρος φανερώνει την επικίνδυνη άγνοια για τις επιπτώσεις, που μπορεί να υπάρξουν σε μια κοινωνία, η οποία έχει αρχίσει να χάνει την εμπιστοσύνη της στο πολιτικό σύστημα και στις δυνατότητες του να την οδηγήσει στην ευημερία.
Ήδη η πλειοψηφία των πολιτών έχει πεισθεί, ότι το πολιτικό σύστημα δεν είναι σε θέση να πραγματώσει την κοινωνική δικαιοσύνη, ανεξάρτητα από την θέση ενός κόμματος στην πολιτική γεωγραφία (δεξιά, κέντρο, αριστερά).
Αυτό δυσκολεύει και την προοπτική να περάσουν έγκαιρα οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό της λειτουργίας των διαφόρων κοινωνικών συστημάτων, ώστε να συμπορευθεί η χώρα με την δυναμική της εξέλιξης στο ευρύτερο ευρωπαϊκό και πλανητικό πεδίο.
Ταυτοχρόνως η πολωτική λειτουργία των κομμάτων και του πολιτικού προσωπικού απονευρώνει την πιθανότητα πραγματοποίησης ουσιαστικού πολιτικού διαλόγου στο πλαίσιο της δημοκρατικής λειτουργίας και την αναζήτηση κοινών σημείων ή ενδεχόμενων συμβιβασμών, ώστε να εκφράζεται στο επίπεδο λήψης αποφάσεων η μεγαλύτερη δυνατή πλειοψηφία.
Αυτό βέβαια έχει ως παρενέργεια την αποδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής και την ευδοκίμηση των παθογενειών της ελληνικής κοινωνίας, όπως είναι το πελατειακό σύστημα, η φοροδιαφυγή και η συντεχνιακή λογική, διότι υποκαθιστούν στην συνείδηση των πολιτών την ανυπαρξία κοινωνικής δικαιοσύνης και δυνατοτήτων προσωπικής προόδου.
Οι διάφορες κοινωνικές ομάδες δραστηριοποιούνται χωρίς να αναζητούν και να ακολουθούν αξίες, οι οποίες απορρέουν από το κοινωνικό συμφέρον και το δικαίωμα όλων στην ευημερία.
Εκείνο, που μετράει, είναι το ατομικό συμφέρον. Και την ικανοποίηση του μπορούν να την δρομολογήσουν οι παθογένειες του παρελθόντος.
Εξάλλου δεν βλέπουν να εκπέμπει το πολιτικό σύστημα αξίες διαφορετικού ποιοτικού προσανατολισμού. Το μόνο, που κάνει, είναι να καλλιεργεί φαντασιώσεις για το μέλλον στο επικοινωνιακό πεδίο. Στην πράξη όμως «οι υποσχέσεις» δεν πραγματοποιούνται.
Γι’ αυτό και το μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης δεν στηρίζεται στην ύπαρξη αυτόνομης κοινωνίας πολιτών. Και αυτή αποτελεί προέκταση του κομματικού συστήματος, με αποτέλεσμα να μην λειτουργεί ως μηχανισμός αναζήτησης, προσδιορισμού και έκφρασης του κοινωνικού συμφέροντος.
Εύλογα βγαίνει το συμπέρασμα, ότι και σε αυτό το επίπεδο αναπαράγεται το πολωτικό κλίμα, που καλλιεργεί το πολιτικό σύστημα. Ούτε και στο επίπεδο της κοινωνικής βάσης είναι εφικτή η ανάπτυξη διαλόγου και πολύ περισσότερο η αναζήτηση συναινέσεων. Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις, διότι δεν χρησιμοποιείται ο ορθολογισμός στην προσέγγιση της πραγματικότητας και στην διαμόρφωση πολιτικής στάσης από τους πολίτες.
Δεν αποτελεί και επιλογή των κομμάτων, διότι τότε θα μπορούσε να γίνει διάλογος και να ελέγχεται ως προς την προοπτική πραγματοποίησης του όποιου σχεδιασμού για το μέλλον.
Σε αυτή την περίπτωση δεν θα έχουν αποτέλεσμα οι φαντασιώσεις. Αυτές κινούνται σε ονειρικό επίπεδο, ο ορθολογισμός σε πραγματικό, αρκεί βέβαια οι πολίτες να έχουν αντικειμενική και πολυδιάστατη ενημέρωση για το γίγνεσθαι στη σύγχρονη πολύπλοκη πραγματικότητα, η οποία μάλιστα εξελίσσεται με μεγάλη ταχύτητα.
Αυτό δεν είναι εύκολο. Δεν υπάρχουν ακόμη εκείνοι οι μηχανισμοί, που θα ανταποκριθούν σε ένα τέτοιο ρόλο απλοποίησης της πραγματικότητας. Γι’ αυτό σε χώρες, όπως η Ελλάδα, που κινούνται στην περιφέρεια και η ταχύτητα της κοινωνικής εξέλιξης είναι πολύ αργή, σε μεγάλο βαθμό κυριαρχεί η λογική της πόλωσης στο πλαίσιο της διεκδίκησης ανάληψης της κυβερνητικής εξουσίας και όχι ο διάλογος.
Έτσι διευκολύνεται η καθαρά εκτελεστική λειτουργία του πολίτη. Στο πλαίσιο του επικοινωνιακού βομβαρδισμού του με μηνύματα, που απευθύνονται στο θυμικό, μετατρέπεται σε παράγωγο της πολιτικής ανεπάρκειας κομμάτων και πολιτικών προσώπων.
Ο πολίτης μπορεί να βιώνει ακόμη και με βίαιο τρόπο την έλλειψη κοινωνικής δικαιοσύνης και ευημερίας, με αποτέλεσμα να μην εμπιστεύεται το πολιτικό σύστημα.
Όμως δεν αντιλαμβάνεται, ότι οι παθογένειες, που έρχονται από το παρελθόν και αποτελούν δομικά στοιχεία στην ατομική του λειτουργία, του στερούν την δυνατότητα επανεκκίνησης και δρομολόγησης του εκσυγχρονισμού της χώρας, ώστε να συμπορευθεί με την υπόλοιπη Ευρώπη και να μπει σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης στοχεύοντας στην ευημερία.