Ο βόρβορος, ο κόσμος της νύχτας και του εγκλήματος, όλη αυτή η τοξική λάσπη που (γνωρίζαμε ότι) σέρνεται κάτω από τα πόδια της κοινωνίας, καταφέρνει να αναρριχάται στην κεντρική σκηνή της Ελληνικής Δημοκρατίας, διατρέχοντας τα τριχοειδή αγγεία της απόγνωσης, της έλλειψης σταθερής πυξίδας και του πολτού από τα θρύμματα των παραδοσιακών κωδίκων εθνικής συνεννόησης. Και μια οργάνωση που (εδώ και πολύ καιρό…) θα έπρεπε να απασχολεί την ποινική δικαιοσύνη ως πρόβλημα της έννομης τάξης και μόνο, τείνει να κυριαρχήσει ως μείζον πολιτικό θέμα που διασύρει τη χώρα μας διεθνώς. Επειδή δυσκολευόμαστε να συνεννοηθούμε στο τι θέλουμε, ας συμφωνήσουμε τι, με κανέναν τρόπο, δεν θέλουμε. Προφανώς, δεν θέλουμε η οικονομική κρίση να μεταλλαχτεί σε ανοιχτή κρίση της δημοκρατίας.
«Ο φασισμός –έγραφε ο Χατζιδάκις πριν από 30 χρόνια– στις μέρες μας φανερώνεται με δύο μορφές. Ή προκλητικός, με το πρόσχημα αντιδράσεως σε πολιτικά ή κοινωνικά γεγονότα (…) ή παθητικός, μέσα στον οποίο κυριαρχεί ο φόβος για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Ανοχή και παθητικότητα. Ετσι εδραιώνεται η πρόκληση. Με την ανοχή των πολλών». Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα ίσως γίνει αφορμή για αλλαγή συμπεριφοράς. Να τελειώνει το παραμύθι του καλού προσκόπου: Πολλές γιαγιάδες, την επόμενη φορά που κάποιος μαυροφορεμένος με ξυρισμένο κεφάλι θα τους προτείνει να τις συνοδεύσει στην τράπεζα, θα αναρωτηθούν μήπως η κοκκινοσκουφίτσα είναι ένας μεταμφιεσμένος λύκος. Να τελειώνει και η αφέλεια του «δε βαριέσαι!..», η αυταπάτη ότι «αυτή τη φορά είναι διαφορετικά», ότι η κρίση θα μείνει ουσιαστικά οικονομική. Δεν μένει.
Χρειάζεται ψυχραιμία, αυτοσυγκράτηση, αποφυγή ενεργειών που θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Και το πολιτικό σύστημα να αναλάβει τις ευθύνες του. Εννοώ τα εξής:
Πρώτον, προκαλούν τεράστια ζημιά οι θέσεις ότι η συγκυβέρνηση Ν.Δ. με Χρυσή Αυγή «θα ήταν μια εναλλακτική». Εξ αντικειμένου (α) αυτά νομιμοποιούν τη Χρυσή Αυγή σε τμήμα της κοινής γνώμης ενώ, ταυτόχρονα, εξάπτουν τους νεοναζιστές (που θεωρούν κάτι τέτοιο «προδοσία»…) και τροφοδοτείται η στρατηγική της έντασης – αυτή έσυρε την ισχυρή Ιταλική Δημοκρατία στον Μπερλουσκόνι και τον Φίνι. (β) Υπονομεύουν την οικονομική προσπάθεια. Γιατί, εφόσον διατηρείται ανοικτό ένα τέτοιο ενδεχόμενο με όσα μέλλει να επακολουθήσουν, ουδείς ξένος επενδυτής θα πατήσει το πόδι του στην Ελλάδα, ενώ πολλές συμμαχίες της χώρας θα δοκιμαστούν σκληρά. (γ) Δυσχεραίνουν τη θέση μας στο ευρωπαϊκό σύστημα. Γιατί, όταν ακούει τέτοιες «εναλλακτικές», η Ευρώπη με φρίκη θυμάται ότι την πόρτα στους ναζί την άνοιξαν οι Φον Πάπεν και Σλάιχερ και στους Ιταλούς φασίστες οι Τζολίτι και Σαλάντρα, και οι μεν και οι δε επιδιώκοντας τον προσεταιρισμό και τη σύμπραξη μαζί τους. Ενώ, βεβαίως, η «εναλλακτική» της εμφάνισης ενός Χάιντερ ή ενός Πιμ Φορτάουν σε ελληνική κυβέρνηση, για την Ευρώπη απλώς δεν υπάρχει. Ασε που η Ελλάδα δεν είναι ούτε Αυστρία ούτε Ολλανδία…
Δεύτερον, είναι εθνικά συμφέρουσα η ανασκευή, ρητά και επίσημα, της ανοησίας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι εκτός «συνταγματικού τόξου». Αυτή δεν βλάπτει τον ΣΥΡΙΖΑ –αντιθέτως, κάθε επανάληψή της εύκολα μπορεί να του προσφέρει 1 μονάδα εκλογικής δύναμης επιπλέον. Βλάπτει τη χώρα. Γιατί, όταν οι ξένοι επενδυτές ακούνε προειδοποιήσεις από τον συντηρητικό χώρο (που, κατά τεκμήριο, θεωρούν πιο φιλικό και κοντινό…) και δη από το πρωθυπουργικό περιβάλλον, ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι εκτός «συνταγματικού τόξου», και γνωρίζουν ότι είναι πολύ πιθανό αυτό το κόμμα να αποτελέσει τον κορμό της επόμενης ελληνικής κυβέρνησης, θα αισθάνονται ακόμη μεγαλύτερη ανασφάλεια να τοποθετηθούν στη χώρα. Τις λαμβάνουν υπόψη, επιβεβαιώνουν πόσο σοφό είναι να αποφύγουν το ρίσκο της χώρας, μένουν εκτός και περιμένουν. Αυτό θέλουμε;
Τρίτον, είναι μια (τελευταία ίσως…) ευκαιρία να τελειώνουμε με την άσκηση και τη δικαιολόγηση της ανομίας και της βίας. Θεωρώ παραπλανητική την εξίσωση της βίας της Χρυσής Αυγής με άλλα φαινόμενα βίας, διότι αυτή η εξίσωση αθωώνει τους ναζιστικούς μηχανισμούς που μετέρχονται τη βία ως εργαλείο για την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας. Τούτου λεχθέντος, η επιβολή του νόμου και η πάταξη της βίας πρέπει να είναι μια κόκκινη γραμμή που η Ελληνική Δημοκρατία δεν θα επιτρέπει σε κανέναν και για κανένα λόγο να την περάσει. Τη Δημοκρατία πρέπει να τη φοβούνται οι εχθροί της. Οι νόμοι της ελληνικής Βουλής δημοκρατικά αλλάζουν αλλά, όσο ισχύουν, εφαρμόζονται – είναι ένας κανόνας για την πολιτική ομαλότητα και μια ασπίδα στη στρατηγική της έντασης. Και η ομαλότητα, στο σημερινό σταυροδρόμι είναι πιο πολύτιμη παρά ποτέ στη διάρκεια της μεταπολίτευσης: Για να μην αφεθεί δυνατότητα διολίσθησης σε εμφυλιοπολεμικές καταστάσεις και ανοικτό αυταρχισμό. Και για να διευκολυνθεί ο δρόμος σε προοδευτικές αλλαγές με σταθερότητα.