Μια φορά κι έναν καιρό που λες κ. Λαφαζάνη, στα χρόνια του Όθωνα, ένας αγράμματος εκδοροσφαγέας γουρουνιών που ζούσε σε χωριό των Καλαβρύτων, αρρώστησε από τυφοειδή πυρετό. Γλύτωσε από το θάνατο και τότε «είδε το φως του». Έτσι καλογέρεψε και στη συνέχεια αφιερώθηκε στη «διαφώτιση» όλης της Πελοποννήσου. Το όνομα που του έδωσαν οι πιστοί, ήταν «Παπουλάκος».
«Το σκοτάδι του μυαλού του…», όπως παρατήρησε ο Φωτιάδης, τρεφόταν με μαγγανείες και δεισιδαιμονίες. Με βάση λοιπόν τις δύο αυτές πηγές της «σοφίας» του (μαγγανείες και δεισιδαιμονίες, για να μην ξεχνιόμαστε), διατύπωσε και δίδαξε τις δύο «μεγάλες αλήθειες» του νεοελληνισμού: Ότι ο εχθρός μας είναι η Δύση και μοναδική φίλη μας η ομόδοξη Ανατολή, στο πρόσωπο κυρίως της Ρωσίας.
Επιδόθηκε λοιπόν ο Παπουλάκος στον αγώνα να αποτρέψει τον εξελληνισμό των Ρωμιών, επειδή αυτό θα σήμαινε παράδοσή τους, στους «άθεους» Ευρωπαίους διαφωτιστές. Γι’ αυτό και ανακήρυξε ως εχθρούς του γένους, όλα τα «έργα του διαβόλου» που παρέπεμπαν στη Δύση ή έρχονταν απ’ αυτήν. Από τα ελληνικά γράμματα, που ήταν του «διαβόλου γράμματα», μέχρι την τεχνολογία. Γι’ αυτό και καλούσε τον Όθωνα να κλείσει όλα τα δημοτικά σχολεία της χώρας, για να μην μαθαίνουν τα παιδιά «άθεα γράμματα». Άσε που θεωρούσε σκέτο «πορνείο» το πανεπιστήμιο.
Οι προφητικές ασυναρτησίες του και τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούσε για να δείξει ότι δήθεν κάνει και θαύματα, ξεσήκωσαν όλο το Μοριά, με αποτέλεσμα να ακολουθείται από χιλιάδες φανατισμένου λαού. Έτσι, ο λαός της νότιας Ελλάδας συντονίστηκε με το παραλήρημα αυτού του αγράμματου καλόγερου, απέναντι στον κίνδυνο εξορθολογισμού της κοινωνίας, που ερχόταν από τη Δύση.
Κάποια στιγμή βεβαίως, ο Παπουλάκος εξουδετερώθηκε. Όμως, η διδασκαλία του έγινε η ψυχή του γένους μας, όπως έλεγε και ο «μακαριστός» Χριστόδουλος. Και μας κατατρώει ακόμη και σήμερα, μια και «η παράδοση όλων των νεκρών γενεών, βαραίνει σαν βραχνάς στο μυαλό των ζωντανών», που λέει και ο Μαρξ.
Έτσι, ως γέννημα αυτής της παράδοσης μας προέκυψες εσύ. Πραγματικό δηλαδή φάντασμα από το παρελθόν του σκοταδισμού, με δανεισμένη γλώσσα, με δανεισμένα συνθήματα και δανεισμένη στολή από τον Παπουλάκο. Και, σα να μην άλλαξε τίποτε, «το σκοτάδι του μυαλού σου…» – για να θυμηθούμε το Φωτιάδη – γεννά τις ίδιες μαγγανείες και δεισιδαιμονίες, όπως του Παπουλάκου. Με πρώτη απ’ όλες, το ότι ο μεγάλος εχθρός του γένους είναι η Δύση και μοναδικός φίλος η Ανατολή.
Και βγάζεις κατάρες εναντίον της Δύσης – μόνο «εκπορνευθείσα» δεν τη λες, όπως την έλεγαν παλιότερα οι παπάδες – που μας εκβιάζει, για να μας κάνει δούλους. Και τρέχεις στις αυλές των βαρώνων της ομόδοξης Ανατολής και υποκλίνεσαι γεμάτος «αξιοπρέπεια» – γελοιότητα το λένε οι ανίδεοι γραικύλοι – σε κάθε μαφιόζο πρώην «Κακεμπίτη», για να μας απελευθερώσεις από τη σκλαβιά και τη δυστυχία της Δύσης. Με ανομολόγητο σκοπό βεβαίως, να μας οδηγήσεις εκεί που φύονται όχι μόνον «χολέρα και θρησκεία», όπως έγραφε σε επιστολή του ο Μάρξ, αλλά και ο θάνατος.
Άκου λοιπόν κ. Λαφαζάνη
Η Ευρώπη που καταριέσαι σαν το απόλυτο κακό, δεν είναι έργο της θείας πρόνοιας, ούτε αποτέλεσμα νόμων της ιστορίας. Είναι απλώς – και ευτυχώς – ανθρώπινη δημιουργία. Και όπως κάθε ανθρώπινη δημιουργία, έχει πολύ σοβαρές αρνητικές πτυχές, για τις οποίες θα μιλήσουμε στη συνέχεια.
Ταυτόχρονα όμως, είναι η ίδια μία πρωτοφανής δημιουργία στην ανθρώπινη ιστορία. Διότι, σ’ αυτόν το τόπο που εσύ θεωρείς κόλαση, συμβαίνουν μεταξύ των άλλων και τα εξής «θεότρελα» και «ανήκουστα»: Έχει δημιουργηθεί ο μοναδικός ανθρωπολογικός τύπος του ευρωπαίου πολίτη που, για πρώτη φορά μετά την Αθηναϊκή δημοκρατία, ανέτρεψε τη θρησκευτική παράσταση του κόσμου και γι’ αυτό συνειδητοποίησε ότι είναι υπεύθυνος για την ιστορία του. Άρα μπορεί να αμφισβητήσει την υπαρκτή εξουσία, να σκεφτεί ότι ο νόμος είναι άδικος, να το διακηρύξει δημόσια, να δράσει για να τον αλλάξει και να συμμετάσχει στον καθορισμό της μοίρας του.
Στη Δύση δηλαδή δημιουργείται μία κοινωνία που μπορεί να θέτει ερωτήματα στον εαυτό της και να τον αμφισβητεί. Με άλλα λόγια, δημιουργείται μία κοινωνία που έχει την ικανότητα να αμφισβητεί τους δικούς της θεσμούς, επειδή συνειδητοποιεί ότι δημιουργός τους δεν είναι κάποιος απεσταλμένος του θεού ή της ιστορίας αλλά η ίδια, πράγμα αδιανόητο σε κάθε άλλον πολιτισμό. (Και στον δικό σου).
Άσε που αυτοί οι θεσμοί της, επιτρέπουν στους πολίτες της να ζουν σε μεγάλο βαθμό τη ζωή τους και να τη διαθέτουν κατά την κρίση τους. Να μην κόβουν δηλαδή τα χέρια αυτού που έκλεψε, να μην ακρωτηριάζουν τους παραβάτες, να μην θεωρείται η γυναίκα κατώτερο είδος, ούτε κτήμα του άνδρα, να μην δολοφονούνται δημοσιογράφοι επειδή ασκούν κριτική στον «τσάρο» (βλ. Ρωσία), να μην φυλακίζονται πολίτες επειδή διαφωνούν με τον ηγεμόνα (βλ. Βενεζουέλα), να μην εκτελούνται τέλος οι υπήκοοι, επειδή νύσταξαν μπροστά στον αρχηγό που έστειλε η ιστορία (βλ. Β. Κορέα) κ.ο.κ.
Και προσοχή! Αυτά τα δικαιώματα δεν ήταν αυτονόητα, ούτε φύτρωσαν. Στηρίζονται σε τεράστιους δημοκρατικούς αγώνες διαδοχικών γενεών. Ούτε βεβαίως είναι «τυπικά» δικαιώματα, όπως ανόητα ισχυρίζονται όσοι τα υποτιμούν. Και μπορεί να είναι «μερικά», αλλά είναι βαθύτατα ουσιαστικά. Είναι αυτά που οδηγούν όλους τους κατατρεγμένους της γης, να δίνουν ακόμη και τη ζωή τους στα κύματα, προκειμένου να φτάσουν στην Ευρώπη.
Ξέρω πως εσύ βλέπεις μόνο την άλλη πλευρά της Ευρώπης, η οποία είναι εξ ίσου υπαρκτή. Εκείνη δηλαδή που έκανε πολέμους, που προκάλεσε αδικίες και αιματοχυσίες, που έκανε στρατόπεδα συγκέντρωσης κ.ο.κ.
Γι’ αυτό, άκου και πάλι κ. Λαφαζάνη:
«Δεν εφεύρε η Ευρώπη τον πόλεμο, το μίσος προς τους άλλους, το ρατσισμό, την υποδούλωση, τις σφαγές εξόντωσης, την αναγκαστική πολιτιστική αφομοίωση: η καταγραμμένη ιστορία ξεχειλίζει απ’ αυτά. Η Ευρώπη τα εφάρμοσε και αυτή. Μα η ιδιαιτερότητά της είναι πως όλα αυτά στην Ευρώπη αμφισβητήθηκαν και πολεμήθηκαν από μέσα». (Κ. Καστοριάδης, «Καιρός»).
Και εδώ κ. Λαφαζάνη είναι η διαφορά μας. Με άλλα λόγια, η δυνατότητά μας να αμφισβητούμε τους θεσμούς μας, θεωρώντας ότι είμαστε υπεύθυνοι για την ιστορία μας, δημιουργεί αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στη δική μας Ευρώπη και στην κοινωνία που εσύ έχεις υπ’ όψη σου να επιβάλεις. Και γι’ αυτήν ακριβώς τη διαφορά μισείς θανάσιμα την Ευρώπη.
Και επειδή αυτό το μίσος για τους θεσμούς της Ευρώπης δεν τολμάς να το αποκαλύψεις (η υποκρισία είναι διαχρονικό γνώρισμα του σταλινισμού), το συγκαλύπτεις κάτω από τον πιο χυδαίο εθνικισμό που έχουμε ζήσει. (Αν και ο εθνικισμός είναι μόνον χυδαιότητα, αφού το μόνο που καλλιεργεί πλέον, είναι το μίσος απέναντι στον Άλλο). Είναι τυχαίο ότι στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας όρισες, δεύτερο μάλιστα, ένα άτομο που περιφέρει τους αφρούς του εθνοτικού μίσους, όπου εμφανίζεται; Για να μη μιλήσουμε για την γνωστή ιέρεια του μίσους, που εμφανίζεται ως «συμπρόεδρος» του κόμματος.
Βεβαίως, ο κάθε γνωστικός θα μου πει ότι ματαιοπονώ, επιχειρηματολογώντας απέναντί σου. Διότι, καθώς δίδαξε ο θεωρητικός της αυτονομίας, «όπως δεν μπορούμε ποτέ, απέναντι σ’ ένα σοφιστή, σ’ έναν ψεύτη, σ’ έναν απατεώνα, να τον αναγκάσουμε να παραδεχτεί την αλήθεια (σε κάθε επιχείρημα θα απαντά με καινούριες σοφιστείες, ψέματα και απάτες), έτσι δεν μπορούμε ποτέ να αποδείξουμε σε έναν ναζί ή σε έναν σταλινικό την ανωτερότητα της ελευθερίας, της ισότητας, της δικαιοσύνης».
Η απάντησή μου είναι ότι δεν προσπαθώ να σου αποδείξω «την ανωτερότητα της ελευθερίας, της ισότητας, της δικαιοσύνης». Αντίθετα, την απόφασή μας να υπερασπιστούμε αυτές τις ευρωπαϊκές αξίες χωρίς περιστροφές και υποσημειώσεις, περιγράφω. Διότι, για να παραφράσω το λόγο μιας από τις τραγικότερες προσωπικότητες της ελληνικής αριστεράς, «ανάμεσα στην ναζιστική θηριωδία και τη σταλινική βαρβαρότητα, εμείς επιλέγουμε την Ευρώπη».