«Μέσα στον φόβο και στες υποψίες, με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια, λυώνουμε και σχεδιάζουμε
το πώς να κάμουμε για ν’ αποφύγουμε το βέβαιο τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί…»
Τελειωμένα. Κ. Π. Καβάφης
Έχουν περάσει σχεδόν εννέα χρόνια από τότε που η χώρα εισήλθε σε καθεστώς συντεταγμένης χρεοκοπίας και η οικονομία της συνεχίζει να βυθίζεται στην ύφεση, παρασύροντας στην απόγνωση τους πολίτες της.
Κανένας πολιτικός, εκτός από έναν που λοιδορήθηκε, δεν είχε το θάρρος ανάληψης ευθύνης για την κατάσταση αυτή. Πάντα κάποιος άλλος υπήρξε ο υπεύθυνος. Στο Ζάππειο, στη Θεσσαλονίκη, στο δημοψήφισμα, στις εκλογές, στο κοινοβούλιο και στα τηλεπαράθυρα κέρδισε και κερδίζει όποιος διαστρέφει περισσότερο την πραγματικότητα.
Έχουμε φθάσει σε σημείο πολιτικοί ηγέτες να υποστηρίζουν και σημαντικός αριθμός συμπολιτών να πιστεύει ότι τα προβλήματα μας οφείλονται σε ξένους που μας ψεκάζουν. Κι αυτοί οι πολιτικοί κυβερνούν την χώρα. Κι ακόμη χειρότερα, συμπολίτες μας να ορκίζονται πίστη και υπακοή σε φυγόδικους απατεώνες που υπόσχονται διαγραφή εθνικών και προσωπικών χρεών.
Ένα διαρκές και ισχυρό ρεύμα αντιπολιτευτικού λαϊκισμού έχει απονομιμοποιήσει την δυναμική κάθε μεταρρυθμιστικής προσπάθειας. Κάθε συζήτηση κατανομής ευθυνών, που θα αποτελούσε την αφετηρία μίας διορθωτικής πορείας, έχει πλέον απολέσει την καθαρτική της δυναμική.
Καθώς το 4ο μνημόνιο οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη δυστυχία, το τελευταίο διάστημα συζητείται η άποψη ότι κανένας από τους υφιστάμενους πολιτικούς σχηματισμούς δεν έχει τη δυνατότητα να διαχειρισθεί αυτοδυνάμως την αυξανόμενη δυσαρέσκεια των πολιτών ακόμη κι αν είχε την αναγκαία κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Συνέπεια αυτής της άποψης είναι η διατύπωση προτάσεων για την ανάγκη επιμερισμού του κόστους άσκησης της εξουσίας, με τη συγκρότηση φιλοευρωπαϊκών κυβερνήσεων «συμμαχικού», «οικουμενικού» ή «εθνικού» χαρακτήρα.
Τέτοιες προτάσεις αν πρόκειται να περιορισθούν στην εφαρμογή του προγράμματος που συμφωνήθηκε με τους δανειστές ή αν δεν έχουν ένα σαφές πρόγραμμα αντιμετώπισης του αδιεξόδου στο οποίο έχει περιέλθει η χώρα, ένα «σχέδιο» όπως λέγεται, είναι επικίνδυνες καθώς οδηγούν στον προθάλαμο διοχέτευσης της λαϊκής δυσαρέσκειας προς αντισυστημικές λύσεις και τότε «έσσεται η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης».
Θα πρέπει όμως να γίνει σαφές ότι η διατύπωση και πολύ περισσότερο η επιτυχής εφαρμογή ενός τέτοιου σχεδίου αποτελεί μία επίπονη και ασυνήθιστη διαδικασία για τα ελληνικά πολιτικά δεδομένα. Πολύ περισσότερο αν πρόκειται να αποτελέσει τη βάση συγκλίσεων και συναινέσεων, μεταξύ διαφόρων πολιτικών σχηματισμών.
Μία διαδικασία που στην αφετηρία της ευρίσκεται η συμφωνία για τα βασικά χαρακτηριστικά του καθώς τα πρώτα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν σχετίζονται με το αν είναι επιθυμητό ένα εσωστρεφές ή εξωστρεφές σχέδιο και κυρίως αν είμεθα σύμφωνοι να αναλάβουμε το κόστος της επιλογής ή για μία ακόμη φορά θα συμφωνήσουμε σε αλλαγές που πρέπει να γίνουν αρκεί να μη μας αγγίζουν;
Ο 21ος αιώνας χαρακτηρίζεται από ραγδαίες αλλαγές, που δεν γίνονται αντιληπτές στην αυτάρεσκα εσωστρεφή ελληνική κοινωνία, παρά μόνο από τις αρνητικές επιπτώσεις τους. Έχουμε άραγε την πολυτέλεια να συνεχίσουμε να τις αγνοούμε; Κι αν όχι, ποιες είναι και πως τις ιεραρχούμε; Ποιες είναι οι προκλήσεις, οι κίνδυνοι και οι ευκαιρίες που αναδύονται;
Αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε τότε δεν μπορούμε και να επιλέξουμε τι θέλουμε και τι θα μπορούσαμε να κάνουμε. Κι αν ως μικρή και οικονομικά προβληματική χώρα κινηθούμε αποσπασματικά τότε θα συνθλιβούμε ή στη καλύτερη περίπτωση θα συνεχίσουμε να κινούμεθα στη καθοδική έλικα της ύφεσης και της παρακμής, όπως τα τελευταία εννέα χρόνια.
Είναι ανάγκη να συμφωνήσουμε για τις προκλήσεις των καιρών και να θέσουμε στόχους. Είναι ανάγκη να κατανοήσουμε ότι διατυπώσεις «οικονομική ανάπτυξη», «προσέλκυση επενδύσεων», «μεταρρυθμίσεις» αποτελούν βαρετές κοινοτυπίες όταν δεν έχουν συγκεκριμένο περιεχόμενο, αν δεν υποκρύπτουν άλλες σκοπιμότητες. Άλλωστε αν η απλή επίκληση τους αρκούσε, δεν θα υπήρχαν προβληματικές οικονομίες.
Ένα «σχέδιο» απαιτεί την γνώση του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο θα υλοποιηθεί και στόχους, συγκεκριμένους και σαφείς στόχους. Κανείς δεν ξεκινάει ένα ταξείδι χωρίς να ξέρει σε ποιες θάλασσες θα αρμενίσει και σε ποια λιμάνια θέλει να φθάσει.
Ακόμη όμως και τότε πρέπει να συμφωνήσουμε στα εφόδια και στις υποδομές που απαιτούνται. Κανένα σχέδιο, όσο και ελκυστικό και αν είναι, δεν έχει πιθανότητα υλοποίησης αν δεν υπάρχουν τα κατάλληλα μέσα, αν τα εργαλεία που υπάρχουν δεν μπορούν να αναβαθμισθούν και να προσαρμοσθούν στις ανάγκες του.
Ποιος ξεκινάει ένα μακρύ ταξείδι στις επικίνδυνες θάλασσες της παγκοσμιοποίησης χωρίς το κατάλληλο πλεούμενο; Έτσι το θέμα των μεταρρυθμίσεων και του συνεπαγόμενου κόστους εφαρμογής τους δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από το «σχέδιο». Μεταρρυθμίσεις που δεν μπορούν να περιορισθούν μόνο στο θάλαμο διακυβέρνησης, αλλά που πρέπει να αναπτυχθούν σε ολόκληρο το πλεούμενο.
Σε μία χώρα που διαπαιδαγωγήθηκε στην αυταρέσκεια της εσωστρέφειας, όπου ο «σοφός λαός» τα ξέρει όλα και οι πολίτες δεν σφάλουν στις αποφάσεις τους, η διατύπωση και εφαρμογή ενός εξωστρεφούς «σχεδίου» απαιτεί ριζικές και οδυνηρές αλλαγές σε κατεστημένες κοινωνικό-οικονομικές συμπεριφορές και αντιλήψεις. Κι αυτό δεν είναι εύκολο να γίνει, ακόμη κι αν συμφωνηθεί.
Κανένα σχέδιο δεν έχει πιθανότητα επιτυχίας αν αυτού του είδους τα εμπόδια, που διαπερνούν ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, δεν γίνουν κατανοητά και δεν επιχειρηθεί μία σοβαρή προσπάθεια εξάλειψης ή ελαχιστοποίησης τους. Αν οι πολίτες δεν συμφωνήσουν να συμμετάσχουν σε αυτή την προσπάθεια.
Εύκολη η παραδοχή ότι απαιτούνται συμμαχικές κυβερνήσεις, αμήχανη όμως η απάντηση για το τι θα κάνουν, πέραν της γνωστής «νομής της εξουσίας» μεταξύ των ημετέρων στα διάφορα τιμάρια της εξουσίας.
Μήπως όμως μετά από εννέα χρόνια αδιέξοδων και καταστροφικών επιλογών έφθασε η ώρα να συζητήσουμε και πολύ περισσότερο να συναποφασίσουμε ενσωματώνοντας το μερικό στο γενικό καλό; Μήπως η χώρα χρειάζεται πράγματι ένα ελάχιστο «σχέδιο», ανεξαρτήτως αν πρόκειται να έχει κυβέρνηση αυτοδύναμη ή συνασπισμού;. Αλλά ποιο;
Μπορούμε τουλάχιστον να αρχίσουμε τη συζήτηση για τις ορίζουσες του, σεβόμενοι τη διαφορετικότητα των προσεγγίσεων και αναζητώντας τον κοινό τόπο;