Αυτό που συμβαίνει με την ΕΡΤ είναι η μικρογραφία της ελληνικής κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Όταν δεν προβλέπεις εγκαίρως τις επιταγές των καιρών και τα επερχόμενα προβλήματα, τότε η προχειρότητα και η δημαγωγική «καθυστέρηση» σε φέρνει από το ένα άκρο στο άλλο, σαν το εκκρεμές. Και υφίστασαι βεβαίως και κάθε είδους προβοκάτσια ή τακτική του «ρίχνω άδεια για να πιάσω γεμάτα» – και μετά κάποιος σου πουλάει και «ανακούφιση», γιατί θα γίνουν τα μισά, σαν το γνωστό ανέκδοτο με το σπίτι του χότζα που γέμισε κατσίκες για να αδειάσει λίγο στη συνέχεια.
Έτσι, λοιπόν, από την εποχή της ασύστολης σπατάλης, επί Καραμανλή και Ρουσσόπουλου, περάσαμε στις απίστευτες περικοπές (συνοδεία ρουσφετιών, κατά καιρούς αυξημένων «δεξιοτεχνικά»). Και αντί να εισακουστούν οι όποιες φωνές μιλούσαν για εξυγίανση (έστω και μερικώς), αρνηθήκαμε με μαξιμαλισμό να προσθέσουμε στο επιχείρημα ότι είμαστε ταμειακώς θετικοί και το ότι έχουμε υποστεί το «συμμάζεμά» μας, παρέχοντας τις (απαραίτητες σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα) υπηρεσίες ενημέρωσης και πολιτισμού.
Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με τους «επίορκους» του δημοσίου τομέα. Από την επί δεκαετίες πλήρη ασυλία διαφόρων απατεώνων, περάσαμε στη δυνατότητα οποιουδήποτε (εφόσον πείσει τον εισαγγελέα, που δεν θέλει και πολύ για να πειστεί, αυτή είναι η δουλειά του) να μπορεί, με μια μήνυση και μια καταγγελία στην υπηρεσία, να σε κάνει να χάσεις τη θέση σου θέτοντάς σε σε αναγκαστική αργία. Για να μην πούμε να σε εκβιάσει κανονικότατα, ανεξαρτήτως του αν έχεις καταδικαστεί ή όχι, με κατάφωρη δηλαδή παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας.
Η πολιτική του εκκρεμούς είναι παρούσα σχεδόν σε κάθε έκφανση του δημόσιου βίου. Το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ δεν απαίτησαν (πρώτον) να ηγηθεί πρωθυπουργός κοινής αποδοχής και (δεύτερον) να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση κανονικά με στελέχη τους, με τη λογική εν μέρει της αποφυγής του πολιτικού κόστους – και εν μέρει λόγω αδυναμίας. Τώρα, το εθνικιστικής πνοής επιτελείο που ηγείται της χώρας και τα μικροπολιτικά παιχνίδια τούς ενοχλούν.
Εδώ όμως ο μεγάλος ένοχος είναι η Νέα Δημοκρατία. Πρώτα απ’ όλα, διότι ενώ αρχικά ζήτησε με θέρμη τη σύνταξη αντιρατσιστικού νομοσχεδίου, σύμφωνα και με τις ευρωπαϊκές οδηγίες και πιέσεις, στη συνέχεια έκανε στροφή 180 μοιρών πηγαίνοντας αίφνης στο άλλο άκρο, σφυρίζοντας αδιάφορα για το φασιστικό κίνδυνο και ακολουθώντας κουτοπόνηρες τακτικές για να αποφύγει τη διαρροή ψηφοφόρων προς τα δεξιά της. Η επιστολή του Νάνου Βαλαωρίτη, που μεταξύ άλλων αναφέρει «σε ποια χώρα, κύριε πρωθυπουργέ, οι πολίτες δικαιούνται να ελέγχουν, να ξυλοκοπούν και να δολοφονούν κάποιον που δεν έχει άδεια», θα έπρεπε να αναγκάσει τον Αντώνη Σαμαρά να βγει από τη σιωπή του και να δώσει εξηγήσεις – αλλά πού;
Ούτε οι αποστροφές «είμαστε μια χώρα που δεν εφαρμόζει τους νόμους, άρα τι νόημα έχει» και «ας εφαρμόσουμε πρώτα τον υπάρχοντα νόμο» ευσταθούν. Δεν είναι αυτός ο ρόλος της πολιτικής τάξης, που οφείλει να καθοδηγεί μια κοινωνία (για να μη θυμηθούμε τι διεφθαρμένες πρακτικές ακολούθησε ο μέγας πρωτοπόρος Λίνκολν, ώστε να περάσει την κατάργηση της σκλαβιάς και να προχωρήσει μπροστά η ανθρωπότητα).
Από όλες τις δικαιολογίες που προβάλλονται για την ακύρωση μιας αντιρατσιστικής νομοθετικής πρωτοβουλίας, μόνο οι νομικές και οι από τη φιλελεύθερη πλευρά ορμώμενες είναι άξιες προς συζήτηση: Αυτές, δηλαδή, που θεωρούν την ελευθερία του λόγου υπέρτατο αγαθό, ανησυχούν για τις επιπτώσεις της επέκτασης σε καταδίκες της γνώμης και θεωρούν ότι ο εκφασισμός αντιμετωπίζεται αποκλειστικά με πολιτικά μέσα και όχι με νομικές στοχεύσεις.
Όμως, ακόμα και αυτές παρακάμπτουν τις ευρωπαϊκές μας υποχρεώσεις, αφενός. Και, αφετέρου, εκτιμούν λανθασμένα ότι η κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί με τον ιδεαλισμό της μακρόχρονης προσπάθειας για παιδεία και διαλλακτικότητα, την ώρα που η Ελλάδα μπορεί να χαντακώσει τις επόμενες δεκαετίες της ύπαρξής της όχι από την απειλή της χρεοκοπίας, αλλά από την εξουσία του φασισμού. Ξεχνούν ότι εκτός από την αμορφωσιά και το χαμηλό πνευματικό επίπεδο, κύριο χαρακτηριστικό των ρατσιστικών και ναζιστικών ιδεών και πρακτικών είναι η θρασυδειλία. Και ότι επιτέλους πρέπει να υπάρξει (και) «νομική ενθάρρυνση» για την αυστηρή επιβολή του ποινικού κώδικα στα συγκεκριμένα αδικήματα και στην προτροπή προς αυτά, κατ’ αναλογίαν με την τρομοκρατία – άλλωστε τι είναι ο φασισμός, αν όχι μια υπέρτατη και καθημερινή μορφή τρομοκρατίας;
Το εργαλείο της δήθεν «αντισυστημικής εξέγερσης κατά του φαύλου πολιτικού συστήματος», μέσω της ψήφου σε ναζιστικό κόμμα, πρέπει να αφαιρεθεί από τις δυνατότητες μιας κοινωνίας που κρατιέται στη ζωή από το ευρωπαϊκό χρήμα (ενώ έχει αναπτυχθεί επί δεκαετίες με τη βοήθειά του). Κι αυτό δεν γίνεται με ευχολόγια ή με το φόβο μη «χαθούν οι ψηφοφόροι», γιατί θα «θυματοποιηθεί η Χρυσή Αυγή». Στο τέλος, με αυτές τις παλινωδίες, θα ωφεληθεί.
Το ίδιο θα ωφεληθεί και από τη μικροκομματική στάση του ΣΥΡΙΖΑ, που ενώ θα έπρεπε να είναι μπροστάρης στην αντιφασιστική συμπαράταξη και να ψηφίσει για λόγους συμβολικούς και με τα δύο χέρια όποιο νομοσχέδιο κατατεθεί, τώρα λέει ότι θα καταθέσει δικό του σχέδιο. Όπως κάνει και με την ΕΡΤ («το άθλιο σχέδιο δεν θα περάσει»), απαντάει με τη βολή του ανεύθυνου, που βρίσκεται στην αντιπολίτευση.
Όπως επίσης σπεύδει να κάνει (με τη χαρακτηριστική δημαγωγία που χαρακτήρισε όλη τη μεταπολίτευση), καταδικάζοντας αμέσως κάθε προσπάθεια να εκλογικευτεί η υπόθεση των διαδηλώσεων στο κέντρο των μεγάλων πόλεων, που ακόμα «ρυθμίζεται» από χουντικό διάταγμα. Προβάλλοντας το επιχείρημα ότι «για όλα φταίει το μνημόνιο και η κρίση» και αρνούμενος οποιονδήποτε περιορισμό (για το ΚΚΕ δεν συζητάμε καν, ούτε αντιφασιστικό δεν θέλει να είναι στην πράξη γιατί φοβάται τις δικές του παρεκτροπές), όταν οι διαδηλώσεις υπερβαίνουν κατά μέσο όρο τη μία την ημέρα στο κέντρο της Αθήνας και οι επιχειρήσεις που έχουν φύγει (όχι κλείσει), μετακόμισαν διότι επί δύο χρόνια έχαναν τεράστιο ποσοστό του (μειωμένου πια) τζίρου τους με την υποψία συγκέντρωσης και επεισοδίων. Εξαιτίας πολλών παραγόντων, όπως είναι κυρίως η υποβάθμιση και η ύφεση στην αγορά, το ιστορικό κέντρο έχει διαλυθεί – και ένας από αυτούς είναι και η διαρκής χρήση του ως πεδίου διαδηλώσεων, ακόμα και από λίγες δεκάδες άτομα.
Έτσι, λοιπόν, από τη μια έχουμε την κυβέρνηση του «νόμου και της τάξης» (αλλά όχι για τους παρακρατικούς φασίστες) και από την άλλη την αδυναμία να κατανοηθεί ότι η κρίση απαιτεί άλλα μυαλά, ώστε να φύγουν οι αγκυλώσεις και ο λαϊκισμός που μας οδήγησαν ως εδώ. Και μέσα σε όλα αυτά, η ελληνική κοινωνία ψάχνει, στην κίνηση του εκκρεμούς, μήπως υπάρχει κάτι στο μέσον που να λέγεται κεντροαριστερά…