Το οικουμενικό τοπίο της ανώτατης εκπαίδευσης χαρακτηρίζεται τον 21ο αιώνα από τη συνύπαρξη κρατικών και μη κρατικών (κερδοσκοπικών ή μη) πανεπιστημίων, μολονότι σε περιφέρειες με μεγάλη πανεπιστημιακή παράδοση, όπως η Ευρώπη, η παρουσία δημόσιων ιδρυμάτων εξακολουθεί να είναι κυρίαρχη. Σύμφωνα με στοιχεία της Unesco, το 2010, από ένα σύνολο 179 εθνικών συστημάτων ανώτατης εκπαίδευσης, μόνο σε 24 δεν υπήρχε καμία συμμετοχή ιδιωτικών φορέων. Ενώ και ο αριθμός των κρατών με αμιγώς κρατική τριτοβάθμια εκπαίδευση υποχωρεί διαρκώς τις τελευταίες δεκαετίες (Unesco, Public vs. private participation in higher education: Realities and debates, 2021). Εύλογο είναι, λοιπόν, ότι σε ένα περιβάλλον υψηλής διαφοροποίησης των ΑΕΙ, τόσο ως προς την ιδιοκτησιακή τους δομή όσο και ως προς τις πηγές χρηματοδότησής τους, δεν ευνοούνται πλέον μονολιθικές προσεγγίσεις σε σχέση με την εμπλοκή ή μη κρατικών φορέων στην ανώτατη εκπαίδευση. Τέτοια είναι όμως η -αποκρυσταλλωμένη ως ένα βαθμό και στο ελληνικό Σύνταγμα- αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η ανώτατη παιδεία αποτελεί εκ φύσεως δημόσιο αγαθό, το οποίο δεν μπορεί παρά να παραμένει καθολικά ανέγγιχτο από τις δυνάμεις της αγοράς ως μόνη βιώσιμη στρατηγική διασφάλισης της ακαδημαϊκής ελευθερίας.
Υπό το πρίσμα αυτό, η νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης για εγκατάσταση παραρτημάτων αλλοδαπών ΑΕΙ (δημόσιων και ιδιωτικών), θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή ως ένα περίπου αυτονόητο βήμα προσέγγισης του ελληνικού μοντέλου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με τα διεθνή πρότυπα. Υπάρχουν, ωστόσο, όχι μόνο νομικοί, αλλά κυρίως ακαδημαϊκοί λόγοι, οι οποίοι υπαγορεύουν περίσκεψη απέναντι στα μέτρα που υιοθετούνται για την υλοποίηση του εγχειρήματος.
Κατ΄ αρχάς, για το άνοιγμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε ιδιωτικούς φορείς γίνεται απευθείας επίκληση στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως νομικό θεμέλιο μιας -για πολλούς αμφιλεγόμενης- «εξελικτικής ερμηνείας» των σχετικών απαγορευτικών διατάξεων του ελληνικού Συντάγματος (άρθρ. 16 §§ 5, 6 και 8 Σ). Και η ίδια επίκληση του Δικαίου της Ε.Ε., όμως, δεν είναι άμοιρη περιπλοκών, οι οποίες θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν απρόβλεπτες νομικές εξελίξεις. Και αυτό γιατί, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ε.Ε., η ενωσιακή ελευθερία εγκατάστασης, την οποία το σχέδιο νόμου αναγνωρίζει μόνον υπέρ ΑΕΙ που λειτουργούν ήδη σε άλλα κράτη της Ε.Ε., θα μπορούσε να θεωρηθεί από τα αρμόδια όργανα της Ε.Ε. ότι θα έπρεπε να αναγνωρίζεται και υπέρ νομικών προσώπων, που δεν ασκούν καμία απολύτως δραστηριότητα στο κράτος προέλευσής τους. Η επίλυση των σοβαρών αυτών νομικών ζητημάτων εναπόκειται ασφαλώς στα αρμόδια ανώτατα δικαστήρια. Η τελειωτική κρίση των τελευταίων, ωστόσο, αναμένεται με σημαντική χρονική υστέρηση, όταν το νέο εκπαιδευτικό τοπίο θα έχει παγιωθεί.
Επιχειρώντας να ανιχνεύσει κανείς την ταυτότητα των αλλοδαπών ιδρυμάτων, που το νομοσχέδιο επιδιώκει να προσελκύσει, πρωταρχικός στόχος φαίνεται να είναι η εγκατάσταση στην Ελλάδα αλλοδαπών ΑΕΙ με ακτινοβολία στον παγκόσμιο ακαδημαϊκό στίβο. Ωστόσο, η διασυνοριακή κινητικότητα των ίδιων των ΑΕΙ, μέσω απόκτησης δευτερεύουσας εγκατάστασης σε άλλα κράτη, αποτελεί διεθνώς την εξαίρεση. Οι λίγες αριθμητικά περιπτώσεις δημιουργίας παραρτημάτων από ιδρύματα υψηλού κύρους (Σορβόννη, Yale, Johns Hopkins κ.λπ.) μάλλον επιβεβαιώνουν τον κανόνα ότι, ακόμα και στον 21ο αιώνα, οι φοιτητές είναι εκείνοι που μετακινούνται προς το Πανεπιστήμιο της επιλογής τους, παρά το αντίστροφο. Η δε ακαδημαϊκή αλληλεπίδραση μεταξύ ΑΕΙ πραγματοποιείται ως επί το πλείστον μέσω ακαδημαϊκών συνεργασιών που δεν προϋποθέτουν επενδύσεις για μετεγκατάσταση των συνεργαζόμενων ιδρυμάτων (λ.χ. ERASMUS+, κοινά μεταπτυχικά κ.λπ.).
Με την έννοια αυτή, τα αλλοδαπά ΑΕΙ που είναι πιθανότερο να εγκατασταθούν στη χώρα, εφόσον το νομοσχέδιο ψηφισθεί, είναι εκείνα στα οποία καταφεύγουν σήμερα φοιτητές, που δεν κατάφεραν να εισέλθουν σε ελληνικά ιδρύματα μέσω των πανελλήνιων εξετάσεων και ταυτόχρονα δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να πραγματοποιήσουν σπουδές στα αποκαλούμενα «καλά» ΑΕΙ της Ευρώπης και των Η.Π.Α. Μοιραία, η εγκατάσταση τέτοιων ιδρυμάτων στο κέντρο (Αθήνα, Θεσσαλονίκη) θα προκαλέσει εκροή προς αυτά φοιτητών αλλά και διδακτικού προσωπικού από τα πανεπιστήμια της περιφέρειας και ιδίως από Σχολές υψηλής ζήτησης (Νομικές, Ιατρικές). Και αυτό γιατί, στην αντίληψη των φοιτητών και των οικογενειών τους, τα περιφερειακά πανεπιστήμια υπολείπονται σε σχέση με τα πανεπιστήμια του κέντρου κυρίως λόγω της απόστασης που τα χωρίζει και του αυξημένου κόστους διαβίωσης εκτός της οικογενειακής εστίας.
Χαμηλών ακαδημαϊκών προσδοκιών είναι, εξάλλου, η προωθούμενη με το νομοσχέδιο ακαδημαϊκή αναβάθμιση, σε επίπεδο πτυχίου ΑΕΙ, των επαγγελματικών τίτλων σπουδών που παρέχονται μέσω της συνεργασίας αλλοδαπών ΑΕΙ με εγχώρια ιδιωτικά κολλέγια, βάσει συμβάσεων τύπου franchising, validation κ.λ.π. Η βίαιη «πανεπιστημιοποίηση» των εν λόγω κολλεγίων και μάλιστα με τις ελάχιστες ακαδημαϊκές απαιτήσεις, που θεσπίζει το νομοσχέδιο ως προς τα μέλη του διδακτικού προσωπικού τους (απλή κατοχή διδακτορικού τίτλου από το 80% αυτών), επαναφέρει στο προσκήνιο τις πολλαπλές αντιφάσεις του ακόμη και σήμερα αμφιλεγόμενου εγχειρήματος της «πανεπιστημιοποίησης» των ΤΕΙ. Κυρίως, όμως, προοιωνίζεται ένα περιβάλλον ανώτατης εκπαίδευσης με ιδιαίτερα μεγάλες ποιοτικές αποκλίσεις ως προς τα ακαδημαϊκά κριτήρια λειτουργίας και στελέχωσής της, οι οποίες θα αποβούν αναμφίβολα σε βάρος των δημόσιων και ιδίως των περιφερειακών πανεπιστημίων, εφόσον δεν συνοδευθούν από επιπλέον μέτρα ουσιαστικής στήριξής τους.