Ξέρω με βεβαιότητα τι θα ψηφίσω στις προσεχείς εκλογές. Δεν είμαι, όμως, καθόλου βέβαιος για το πώς θα αιτιολογήσω την επιλογή μου. Αντιφατικό; Ίσως. Αποκαλυπτικό; Περισσότερο. Αυτή η αβεβαιότητα αποκαλύπτει τα πολλαπλά επίπεδα και τα πολλαπλά κριτήρια που πρέπει να χρησιμοποιήσω για να αιτιολογήσω την ψήφο μου. Υπάρχει, εν τούτοις, και ένα παρήγορο σημείο γύρω από το οποίο οργανώνω αυτές τις μέρες την εκλογική τακτική μου. Θα ξεκινήσω από αυτό, για να είναι αισιόδοξο το ξεκίνημα όπως ταιριάζει σε όσους βλέπουν τη ζωή από την όμορφη πλευρά της.
Το τελευταίο διάστημα, όλο και περισσότεροι πολιτικοί από όλο και περισσότερα από τα ανταγωνιζόμενα κόμματα, μιλούν όλο και λιγότερο ψιθυριστά για την ανάγκη μεταρρυθμίσεων. Ω του θαύματος, τις τελευταίες μέρες μέχρι και ο Τσίπρας έβαλε τη λέξη στο στόμα του! Μέχρι χθες μιλούσε αποκλειστικά για το ποιες μεταρρυθμίσεις θα ανατρέψει. Λέει τίποτα το σημαντικό επί της ουσίας αυτή η σημειολογική εξέλιξη; Όσο και θολή και αν είναι η αναφορά, η εξάπλωση της χρήσης του όρου αφεαυτής έχει τη σημασία της. Δείχνει πως αρχίζει να εμπεδώνεται στην πολιτική αγορά η ανάγκη να γίνουν συγκροτημένα βήματα για να προσαρμοστούν τα πράγματα στην σύγχρονη ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Αυτό με τη σειρά του δείχνει ότι βαθαίνει και εκτείνεται η σωτήρια αντίληψη ότι ο χώρος μας είναι η Ευρώπη της νεωτερικής ανθρωπιστικής παράδοσης και όχι τα βαλκάνια του φατριασμού και της προεθνικής ανωριμότητας ή η καθ’ ημάς Ανατολή του μυστικοθρησκευτικού φανατισμού. Ένας μεγάλος αναστεναγμός ανακούφισης βγαίνει από το στήθος μου καθώς αντιλαμβάνομαι ότι κάτι επιτέλους ξεκαθαρίσαμε, ή έστω αρχίζουμε να ξεκαθαρίζουμε, από την τραγωδία της πτώχευσης. Η διαπίστωση αυτή αποτελεί την αφετηρία για τις παραπέρα σκέψεις μου σε ότι αφορά τι θα ψηφίσω. Κατά πρώτο, λοιπόν θα ψηφίσω κόμμα που έχει μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα και μεταρρυθμιστική εμπειρία. Δύσκολη επιλογή.
Αυτή τη στιγμή, μεταρρυθμιστικό λόγο εκφωνούν τέσσερα κόμματα: Η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και το ΚΙΔΗΣΟ. Από αυτά, μεταρρυθμιστική πραγματική εμπειρία έχουν μόνο η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Εννοώ ότι τα δύο αυτά κόμματα που συγκυβέρνησαν τα τελευταία χρόνια, ζυμώθηκαν μέσα στο καμίνι των «μνημονίων» που κατά τα δύο τρίτα τους αφορούσαν μικρές η μεγάλες μεταρρυθμίσεις. Θα έλεγα και ο αρχηγός του ΚΙΔΗΣΟ, αλλά το αποφεύγω επειδή η πολιτική διαχείριση του μεταρρυθμιστικού του εγχειρήματος το 2010 υπήρξε τραγικά αποτυχημένη. Δεν τον εμπιστεύομαι για μια δεύτερη ευκαιρία. Και τα δύο κόμματα, όμως, έδειξαν μια μεταρρυθμιστική δειλία που εκδηλώθηκε με το σκηνικό «άμυνας» που έστησαν απέναντι στην Τρόικα ακόμη και για θέματα προφανούς μεταρρυθμιστικής αναγκαιότητας, όπως είναι το συνταξιοδοτικό και το σύστημα Υγείας. Σήμερα, η μεν ΝΔ συνεχίζει και κορυφώνει αυτή την τακτική εικονικής «αντίστασης» και διαπαιδαγωγεί το εκλογικό σώμα ανάλογα, το δε ΠΑΣΟΚ δεν φρόντισε δυστυχώς να καταθέσει ένα δικό του ξεκάθαρο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Το Ποτάμι, τέλος, μήτε μεταρρυθμιστική εμπειρία έχει αλλά ούτε και μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα μπορεί εύκολα να αποκτήσει. Δεν μπορεί εύκολα να αποκτήσει πρόγραμμα, αφού για τα ίδια πεδία δημόσιας πολιτικής έχει αξιόλογους μεν, αλλά διαμετρικά αντιτιθέμενους θεωρητικούς στα σπλάχνα του. Πώς να περιμένεις κοινό προγραμματικό λόγο για παράδειγμα στο ασφαλιστικό, όταν στο ίδιο κόμμα κονταροχτυπιόνται δύο εντελώς αντιθετικές φιλοσοφίες: Η ιδιωτική ασφάλιση και η δημόσια; Και αυτό είναι ένα μόνο από τα πολλά παραδείγματα που προσφέρει ο λόγος και η προϊστορία των στελεχών του.
Μπροστά σε αυτό το λειψό μενού επιλογών, τι μπορώ να κάνω; Για να βοηθήσω τη συλλογιστική μου, αναγκάζομαι να προσθέσω έναν πρόσθετο εξωτερικό παράγοντα: Ποιος θα μπορούσε να παίξει αποτελεσματικότερα τον ρόλο καταλύτη σε μια μετεκλογική σύμπραξη των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων; Η απάντηση μου πάει κουτί επειδή, ομολογουμένως, με βολεύει και συναισθηματικά. Μου φαίνεται ότι το ΠΑΣΟΚ (Δημοκρατική Παράταξη) ταιριάζει περισσότερο σε αυτό τον ρόλο. Είναι ένα κόμμα που εξακολουθεί να έχει κάποια δομή, που επιπλέον καθάρισε τον χώρο του από τους λαϊκιστές και που απευθύνει έναν ενωτικό λόγο για την δημιουργία της επιθυμητής ενιαίας παράταξης της φιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας. Η εικόνα αυτή μου δίνει την στοιχειώδη εγγύηση που χρειάζομαι για να εμπιστευθώ σε αυτό την ψήφο μου έχοντας το νου μου σε μια συγκεκριμένη προοπτική και όχι απλώς στις μεταβατικές απαιτήσεις των επομένων εκλογών. Η επιλογή μου αυτή με βολεύει και συναισθηματικά εξ αιτίας των μακρών δεσμών μου με αυτό τον χώρο και έτσι μου προσφέρει επιπλέον μια αίσθηση ότι τηρώ μια προσωπική παράδοση. Δεν είναι μικρή η αίσθηση αυτή σε αυτούς τους τόσο ρευστούς καιρούς.