Σε μία χώρα όπου υπάρχουν πολλοί λόγοι να είναι κανείς απαισιόδοξος βλέποντας την κατάστασή της και αναλύοντας αντικειμενικά τα χαρακτηριστικά της, προέκυψαν κάποια ενθαρρυντικά συμπεράσματα από τις τελευταίες εκλογές. Οπως βέβαια προέκυψαν και πολλά απογοητευτικά, που ήταν όμως αναμενόμενα. Μία κοινωνία, ειδικά σαν την ελληνική, δεν είναι δυνατόν να αλλάξει σύσσωμη σε ελάχιστο χρόνο, ακόμη και αν έχει «καεί» στο πρόσφατο παρελθόν από τη νοοτροπία, τη συμπεριφορά και τις επιλογές της. Ούτε μπορεί να δει ορθολογιστικά το συμφέρον της, έστω και στη μικρότερη κλίμακα μιας περιφέρειας, ή ενός δήμου.
Ο λόγος για τις περιφερειακές και δημοτικές εκλογές, ειδικά για τις δεύτερες. Οχι για τις ευρωεκλογές, όπου η αναγνωρισιμότητα έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο αποδεικνύοντας ότι η απόφαση για τη σταυροδοσία ήταν τουλάχιστον άκαιρη. Το αποτέλεσμα είναι ότι η ομάδα των 21 εκπροσώπων που στέλνει η Ελλάδα στο Ευρωκοινοβούλιο είναι αναμφισβήτητα χειρότερη ποιοτικά από κάθε άλλη στο παρελθόν, όταν οι κομματικές ηγεσίες «έχριζαν» ουσιαστικά τους ευρωβουλευτές, φροντίζοντας πάντα να περιλαμβάνουν και ανθρώπους με στοιχειώδη γνώση και ευχέρεια να κινούνται στις Βρυξέλλες και το Στρασβούργο.
Είναι σαφές ότι το αισιόδοξο μήνυμα στις δημοτικές εκλογές το έστειλαν οι δημότες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, ενδεχομένως και αρκετών άλλων δήμων, που όμως δεν είναι ακόμη σε θέση να τους ανιχνεύσουν όσοι δεν γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα σε τοπικό επίπεδο ανά την επικράτεια. Τα αποτελέσματα όμως στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη τροφοδοτούν μία αισιοδοξία που δεν πηγάζει μόνο από την ανάδειξη δύο δημάρχων οι οποίοι είχαν καταξιωθεί κατά την πρώτη τους θητεία και αυτό αναγνωρίστηκε από τους δημότες τους. Πηγάζει και από το γεγονός ότι οι αντίπαλοί τους στον δεύτερο γύρο, ο Γ. Σακελλαρίδης και ο Στ. Καλαφάτης αντίστοιχα, έδειξαν διαθέσεις συνεργασίας μαζί τους στα δημοτικά συμβούλια. Αυτό φάνηκε από την πολιτισμένη συμπεριφορά τους το βράδυ των εκλογών, γεγονός που αντελήφθησαν οι Γ. Καμίνης και Γ. Μπουτάρης και έκαναν επίσης «άνοιγμα» προς τους αντιπάλους τους, στις δηλώσεις τους το ίδιο βράδυ. Αρκεί να επικρατήσει στη συνέχεια το ίδιο κλίμα και να μην υποκύψουν σε ενδεχόμενες πιέσεις των κομματικών επιτελείων οι δύο υποψήφιοι που πήγαν στις εκλογές με κομματική σφραγίδα.
Με αυτή την έννοια, οι οιωνοί είναι καλοί για τα δύο μεγαλύτερα αστικά κέντρα της χώρας, που αντιμετωπίζουν και τα σοβαρότερα προβλήματα, ιδιαίτερα η Αθήνα. Γίνονται δε καλύτεροι από το γεγονός ότι τους ψήφισαν πολίτες από όλους τους πολιτικούς χώρους, ανεξαρτήτως της δικής τους κομματικής τοποθέτησης, που πιθανότατα την εξέφρασαν την ίδια ημέρα στις ευρωεκλογές. Τώρα μένει να γίνουν οι προσδοκίες πράξη, πρώτα μέσα στα δημοτικά συμβούλια και μετά σε αποφάσεις και έργα που θα βελτιώνουν την καθημερινότητα των δημοτών. Με τα δεδομένα προβλήματα δεν θα είναι εύκολο, όταν μάλιστα στα συγκεκριμένα δημοτικά συμβούλια θα υπάρχει και η αυξημένη εκπροσώπηση της «Χρυσής Αυγής» που έχει γράψει στα μαύρα της κατάστιχα τους δύο δημάρχους, γιατί στάθηκαν απέναντί της. Κυρίως ο Γ. Καμίνης.
Οπως τονίστηκε πιο πάνω, τα συμπεράσματα από τις δημοτικές εκλογές δεν ήταν όλα αισιόδοξα. Ηταν και απαισιόδοξα, όχι μόνον επειδή η «Χρυσή Αυγή» κατάφερε να αυξήσει τη δύναμή της σε πολλούς δήμους. Είδαμε τη θεαματική διείσδυση σε τοπικό επίπεδο παραγόντων του ποδοσφαίρου, κάποιων μάλιστα αμφιλεγόμενης φήμης, και διαπιστώσαμε για άλλη μία φορά τη δύναμη της τηλεόρασης στη δημόσια ζωή, αφού σε κάποιες περιπτώσεις «τηλεπερσόνες» κέρδισαν δήμους. Φυσικά, είναι άδικο να κρίνεται κάποιος πριν καν αναλάβει, αλλά πρέπει να παραδεχθούμε ότι η αφετηρία δεν είναι καλή. Ούτε μπορεί να περάσει ασχολίαστη η επιλογή των πολιτών που τοποθετήθηκαν ποδοσφαιρικά ή τηλεοπτικά όταν βρέθηκαν μπροστά στις κάλπες. Η ζωή πάντως θα δείξει και κυρίως η καθημερινότητά τους από εδώ και εμπρός. Γιατί δεν αποκλείεται τελικά η πολιτική να εξελιχθεί θεσμικά σε εξαρτημένη μεταβλητή του ποδοσφαίρου, της τηλεόρασης και της νύχτας…