Πριν λίγες μέρες, ψηφίστηκε οριακά το πολυνομοσχέδιο. Τα υπέρ αυτού επιχειρήματα της κυβέρνησης, εστιάστηκαν στην επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος αφενός και στην προσεκτική και σταδιακή επάνοδο στις αγορές, εντός του 2014, αφετέρου.
Παρόλα τούτα, υπάρχουν ανέκκλητες αλήθειες βασισμένες και σε αριθμούς, που αυστηρά περιγράφουν το πως συντελέστηκαν τα όποια επιτεύγματα, που επικαλείται η κυβέρνηση. Χύθηκε και χάθηκε πολύ αίμα από το σύνολο του πληθυσμού, με κυριότερα ορατά απότοκα την ανεργία του 30% και την δραματική, ποιοτικά και ποσοτικά, ύφεση. Αρκεί μια ματιά στα καφενεία της περιφέρειας και στα χαρακτηριστικά των θαμώνων τους, όπως επίσης και μια παρατήρηση των κομμωτηρίων και των καφετεριών που ανοίγουν σε αντίθεση με όσα κλείνουν, και είναι τα μόνα που υποδηλώνουν την όποια α-δημιουργική μικροεπιχειρηματικότητα της αυτοαπασχόλησης.
Οι συντεχνίες και, κυρίως, οι ηγεσίες τους, όποιου είδους και προσωπείου, σε μια συνωμοσία σιωπής με την εξουσία, μαζοποίησαν και στην συνέχεια αποπλάνησαν, όσους συνδικαλιστικά τις ακολουθούσαν, δημιουργώντας τους μια μαγική αίσθηση οικονομικής κατίσχυσης δια των προνομίων και των συχνών μισθολογικών αυξήσεων, που όμως εδράζονταν σε κάλπικα … δάνεια ( sic ) επιχειρήματα και σε καμία παραγωγική παράμετρο. Το μόνο μαξιλάρι ήταν τα δήθεν αναφαίρετα, πλην, αρτιοσκληρωτικά, δικαιώματα, που ορίζονταν είτε από το αμετάκλητό τους είτε από το αειθαλές «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», μόνο, που κατά κανόνα ο κλασσικός – μαρξικού τύπου – εργάτης, δεν υπήρχε συνήθως και στην θέση του βρίσκονταν η ηγεσία μιας κλειστής προνομιούχου συντεχνίας κι από κοντά οι αποπλανημένοι ακόλουθοι, σε μιαν αμφίδρομη σχέση συμφέροντος. Μέσα σε μια τριετία οι ακόλουθοι φτώχυναν, τα επιδόματα δεκαετιών αποδείχθηκαν ανίσχυρα, όπως ανίσχυρο απεδείχθη πως ήταν το γενικότερο μισθολογικό στάτους. Μικρο- μεσο αστοί, φτωχοί, νεόπτωχοι, όλοι έγιναν μια άμορφη μάζα σιδερικών .
H πικρή αλήθεια είναι, πως πέρα από τις στρεβλώσεις της Τρόικα, η ιδιότυπη επιτροπεία έδωσε την ευκαιρία στο κλυδωνιζόμενο πολιτικό σύστημα να κατευθυνθεί, προς αλλαγές που χρόνιζαν. Η ανετοιμότητά του όμως, κυρίως, ως προς την φοροδοτικότητα, το ανάγκασε να ξεσκίσει τους πολλούς κι εύκολους, αρκετοί των οποίων, για χρόνια είχαν υπάρξει μαγεμένοι οπαδοί και τυφλά ακούσια θύματα, συνάμα, μιας συντεχνιακής και πελατειακής κλειστής αντίληψης.
Στην πορεία αυτής της βίαιης μεταρρύθμισης, κάποιοι απρόσεκτοι αυτάρεσκα αποκαλούμενοι μεταρρυθμιστές, μέσα στον επιπόλαιο βολονταρισμό τους αντί να οδηγήσουν στην προσεκτική αλλαγή των ισχυόντων, απορρύθμισαν εντελώς το παλιό και το αναπαρήγαγαν με άλλη φορεσιά. Δεν πήραν και δεν έδωσαν τον χρόνο, που ήταν απαραίτητος για να στηθεί και να σταθεί μια μεταρρύθμιση, βαφτίζοντας ως αλλαγές μερικές μη περιοριστικές συστάσεις γενικού χαρακτήρα της Τρόικα, του ΟΟΣΑ κλπ. Άλλωστε ο τοίχος που χωρίζει μια μεταρρύθμιση από μιαν απορρύθμιση, μερικές φορές δεν είναι παρά μια υφασμάτινη κουρτίνα.
Παρόλα όσα ειπώθηκαν, μπορεί τα επόμενα χρόνια το χαμένο πια, έτσι κι αλλιώς, αίμα να αποδειχθεί και κερδισμένο, υπό προϋποθέσεις. Αυτές υπερβαίνουν, τα πλεονάσματα και έχουν να κάνουν με την μετεξέλιξη της Ελλάδας σε μια ευφυή χώρα, όπου δίπλα στον άυλο χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό, μπορεί να υπάρξει κι ο κανονικός, που αφορά στην καινοτόμο επιχειρηματικότητα και στα πρώτα ψήγματα παραγωγής εθνικού πλούτου, πέρα από τον πατροπαράδοτο του τουρισμού, κάποια κομμάτια του οποίου παραμένουν και σήμερα καθηλωμένα και οικονομικώς αποκρυπτόμενα.
Η τραπεζική μετεξέλιξη και το προκύπτον ενδιαφέρον γι’ αυτήν από ξένους οίκους, δεν θα γίνει αντιληπτή και χρήσιμη, αν δε συντελέσει στην κατασκευή ενός νέου πλαισίου εμπιστοσύνης ανάμεσα στο τραπεζικό κεφάλαιο, είτε αμιγώς ελληνικό είτε πολυεθνικό, και στους καταναλωτές τραπεζικών προϊόντων καθώς και στους δανειζόμενους.
Ένα άλλο ζήτημα, περισσότερο πολιτικό, είναι η κατανόηση του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι και των αλλαγών, που συντελούνται προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης του Ευρωκοινοβουλίου, κυρίως με βάση της συνθήκης της Λισσαβόνας αλλά και η αλλαγή σκέψης και νοοτροπίας , αναφορικά με αυτό τούτο το Ευρωπαϊκό ιδανικό. Οι διαπιστώσεις θα είναι αργές, αλλά ίσως οδηγήσουν στο ξωπέταγμα, στο μέλλον, του σφιχτού εναγκαλισμού Ελληνικού Κράτους- Εκκλησίας, ο οποίος πέρα κι έξω από κάθε μεταφυσικότητα αποτέλεσε την μήτρα της εθνικόφρονος ελληνοχριστιανικής ιδεολογίας κι ένα καθοριστικό παράγοντα του ελληνικού ευρωσκεπτικισμού. Το ζητούμενο είναι το χαμένο αίμα να μεταρσιωθεί σε κερδισμένο, με την εκπόνηση ενός μείζονος εθνικού σχεδιασμού εντός του οποίου όμως θα έχουν την θέση τους και οι όροι των μικρών αλλαγών της μεταμνημονιακής καθημερινότητάς μας.
Αδιάβλητες επιτροπές σοφών, πρέπει να υπάρξουν ως εισηγητές προς την κάθε μεταμνημονιακή κυβέρνηση, για την τεχνοκρατική σχεδίαση των σημαντικών αλλαγών, αρκεί να μην έχουν την τύχη της – δικαιωμένης πια- επιτροπής Σπράου. Βέβαια, τα όσα ανάφερα, κι άλλα τόσα, κι άλλα τόσα βασίζονται στις δημιουργίες αυτόνομων σχεδιασμών, μετά τις υποχρεωτικές πολιτικές της επιτροπείας, γιατί αλλιώτικα θα ανακύψει το ποιητικό καβαφικό ερώτημα : «…και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους . Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις »..
.
ΥΓ 1: Η επικεφαλίδα, είναι από το ομότιτλο βιβλίο του Μ.Καραγάτση
ΥΓ 2: Η μετεξέλιξη παλιών πολιτικών σχημάτων, η ίδρυση καινούργιων κι όλα τούτα με ρυθμούς καταιγίδας, μήπως δεν είναι παρά η πολιτική αναζήτηση και διαπαιδαγώγηση συνάμα ενός λαού , που σταδιακά ψάχνει την επανατοποθέτησή του;