«Ωου! Η Ευρώπη είναι απομονωμένη σήμερα». Είναι η γνωστή επιφωνηματική φράση με την οποία αντιδρούν οι Βρετανοί, κάθε φορά που το στενό της Μάγχης, μεταξύ Ντόβερ και Καλέ, καλύπτεται από πυκνή ομίχλη. Αίσθηση αυτοκρατορικού μεγαλείου από το παρελθόν; Βρετανικό χιούμορ; Σίγουρα πάντως η έκφραση μιας ιδιαιτερότητας, μιας εξαίρεσης. Δεν είμαστε σαν τους άλλους της υπόλοιπης ηπείρου.
Ανάλογη είναι και η πολιτική τους σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πιο μετριασμένα με τις κυβερνήσεις των Εργατικών, περισσότερο με τις κυβερνήσεις των Συντηρητικών και πολύ περισσότερο σήμερα με την κυβέρνηση του Νταίηβιντ Κάμερον. Έχοντας αναγγείλει δημοψήφισμα, το 2017, με το ερώτημα της παραμονής ή της εξόδου από την Ε.Ε και επιχειρώντας να συσπειρώσει το συντηρητικό του ακροατήριο από διαρροές προς τον πιο ακραίο Φάρατζ, ο Κάμερον θέτει προς διαπραγμάτευση για τη σχέση της Βρετανίας με την Ε.Ε μια σειρά όρους που οπισθοδρομούν την Ένωση δεκαετίες πίσω.
Όταν δεν θέλεις τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την τραπεζική ένωση, όταν δεν θέλεις να συνεισφέρεις στην στήριξη του κοινού νομίσματος και να συμμετέχεις σε προγράμματα διάσωσης υπερχρεωμένων κρατών, όταν ζητάς αυξημένο ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων ώστε να μπλοκάρουν την εφαρμογή των ευρωπαϊκών νόμων και κανονισμών, όταν ζητάς εθνικό έλεγχο και όχι κοινή συμφωνημένη κατανομή των μεταναστευτικών ροών, τότε τι απομένει; Μια σκέτη, στεγνή, ελεύθερη αγορά απαλλαγμένη από ρυθμίσεις. Εθνικός προστατευτισμός και διευρωπαϊκή ανταγωνιστική ζούγκλα.
Καμιά σχέση με τα ιδανικά των θεμελιωτών της Ε.Ε ως χώρου που θα εξασφαλίζει την ειρήνη, την ευημερία και την ασφάλεια των κατοίκων της. Βεβαίως, ούτε σήμερα τα εξασφαλίζει επαρκώς. Ο φόβος και η ανασφάλεια κερδίζουν έδαφος υπό την πίεση πλέον των μεταναστευτικών ροών και πολύ περισσότερο τώρα, μετά την αποτρόπαια τρομοκρατική επίθεση των ισλαμοφασιστών του ISIS στο Παρίσι. Αλλά και η υπόσχεση της ευημερίας υποχωρεί, καθώς οι ενδοευρωπαϊκές ανισότητες εντείνονται με τον σημερινό συσχετισμό δυνάμεων και με κυρίαρχες τις συντηρητικές πολιτικές.
Λύση όμως δεν αποτελεί η οπισθοδρόμηση και η εθνική αναδίπλωση, το κλείσιμο των συνόρων και η ακύρωση των επιτευγμάτων της υπερεξηντάχρονης ευρωπαϊκής πορείας. Αν, θεωρητικά, γενικεύσουμε σε πανευρωπαϊκή κλίμακα τα αιτήματα του Κάμερον, θα οδηγηθούμε στο τέλος της Ένωσης. Η φυγή πρέπει να είναι προς τα μπρος, προς την βαθύτερη ενοποίηση, όπως λιτά την περιέγραψε ο Χέλμουτ Σμιτ, ένα χρόνο πριν τον πρόσφατο θάνατό του, στην ομιλία του στο Αμβούργο, ανακηρυσσόμενος επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών: “Έχουμε κοινή τράπεζα, μας λείπει όμως η κοινή δημοσιονομική πολιτική, η κοινή οικονομική πολιτική και η κοινή κοινωνική πολιτική”. Και λείπει ιδίως και επειγόντως η κοινή μεταναστευτική πολιτική και η κοινή επί της ουσίας άμυνα και ασφάλεια. Κοινώς, η ομοσπονδιακή κατεύθυνση.
Αν στα βορειδυτικά της Ένωσης, στην Βρετανία, συμβαίνουν αυτά, αν στα νοτιανατολικά της Ένωσης, στην Ελλάδα, συμβαίνουν όσα ευρωαρνητικά γνωρίζουμε, αν στα Βαλκάνια υψώνονται φράκτες, αν στην Αυστρία σηκώνονται συρματοπλέγματα, τότε η ατζέντα των εθνικιστών και των ευρωσκεπτικιστών έχει κερδίσει έδαφος και έχει περίπου επιβληθεί. Μόνο που δεν αντιμετωπίζεται όσο οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις επιχειρούν να παίξουν στο γήπεδό τους. Εκεί διαρκώς θα χάνουν και θα διολισθαίνουν σε συντηρητικότερες θέσεις.
Χρειάζονται γενναία βήματα από αποφασισμένες ηγεσίες που δεν θα υποκύπτουν στις σειρήνες του εθνολαϊκισμού και στον φόβο του πολιτικού κόστους, χρειάζεται επιθετική προοδευτική πολιτική, χρειάζεται ομοσπονδιακός φονταμενταλισμός, μήπως αναστραφεί το κλίμα. Αλλιώς, η Ευρώπη θα επαναμετατραπεί σε μία γεωγραφική περιοχή απομονωμένων και ανταγωνιζόμενων κρατών. Ο μεσαίωνας θα έχει επιστρέψει. Τα πρώτα σημάδια είναι ήδη εμφανή. Θα μου πείτε, τι μας λες τώρα; Αυτά όμως πρέπει να λέμε και να ενώνουμε τις φωνές μας όσοι τα πιστεύουμε.