Η μονολεκτική απάντηση στο ερώτημα του τίτλου θα μπορούσε να είναι: πολλά. Η εικόνα των χιλιάδων τρακτέρ στα μπλόκα, αλλά και των πολλών χιλιάδων αγροτικών μηχανημάτων που δεν είναι στα μπλόκα, δείχνει ανάγλυφα ένα από τα πολλά διαχρονικά λάθη στην αγροτική πολιτική της χώρας. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι τα μηχανήματα αυτά θα υπερ-επαρκούσαν για μια χώρα σαν τη Γαλλία ή τη Γερμανία. Πίσω από αυτή την πραγματικότητα κρύβονται κακοί σχεδιασμοί προγραμμάτων, συμφέροντα εισαγωγέων σε πλήρη αρμονία με συμφέροντα των άλλων Ευρωπαϊκών κρατών που παράγουν μηχανήματα, αλλά και ένας αντιπαραγωγικός ανταγωνισμός – καμιά φορά σκέτη ξιπασιά- πολλών Ελλήνων αγροτών που βρέθηκαν καταχρεωμένοι από τέτοιες αγορές.
Είκοσι χρόνια μπλόκα και κινητοποιήσεις, όμως τα προβλήματα περισσεύουν σε μια χώρα που, όπως δείχνουν πολλά δικά της παραδείγματα, θα μπορούσε να καταστήσει τον αγροδιατροφικό τομέα ως κύριο μοχλό και βασικό πυλώνα διαρκούς ανάπτυξης.
Πριν από λίγες μέρες, κι ενώ είχαν ξεκινήσει οι αγροτικές κινητοποιήσεις, πραγματοποιήσαμε με τον φίλο π. Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης Καθηγητή Αθ. Τσαυτάρη μια ιδιωτική επίσκεψη σε παραγωγούς του Θεσσαλικού κάμπου. Σπουδαγμένοι γεωπόνοι οι ίδιοι, με μεγάλες δικές τους καλλιέργειες και βιομηχανική μονάδα επεξεργασίας των προϊόντων τους (όσπρια), συμβεβλημένοι και με άλλους παραγωγούς οι οποίοι υποχρεώνονται σε παραγωγή με ελεγχόμενες πρακτικές, ξεκίνησαν μια συζήτηση για μια ευρεία γκάμα προϊόντων. Υποστήριζαν με βεβαιότητα ότι το βαμβάκι δεν μπορεί πλέον να είναι συμφέρουσα καλλιέργεια λόγω του υψηλού κόστους παραγωγής και της όχι ιδιαίτερα μεγάλης απόδοσης. Όταν, όμως, ο κ. Τσαυτάρης τους πληροφόρησε ότι οι Αμερικανοί διαθέτουν ήδη μια ποικιλία βαμβακιού που έχει 30% λιγότερο κόστος παραγωγής και 30% μεγαλύτερη απόδοση, βρεθήκαμε μπροστά σ’ ένα ακόμη λάθος και βασικό έλλειμμα στις πολιτικές του αγροτικού
τομέα. Αν αντί για την υπεραγορά άχρηστων μηχανημάτων τα προγράμματα περιλάμβαναν και την υποστήριξη των ερευνητικών ινστιτούτων, τότε πολλά πράγματα θα ήταν πιο εύκολα για τους αγρότες, αφού θα διέθεταν τη γνώση για όλες τις τεχνολογικές εξελίξεις του τομέα τους, χωρίς τις οποίες δεν μπορούν να είναι ανταγωνιστικοί σε κόστος και ποιότητα.
Όμως, παρά τα λάθη και τις παραλείψεις, η Ελλάδα σήμερα, όπως προκύπτει από σχετικές μελέτες αυτόνομων οργανισμών, είναι πρώτη προμηθεύτρια χώρα σε 12 χώρες που εισάγουν 43 δικά μας αγροτικά προϊόντα. Είναι, επίσης, μεταξύ των πέντε πρώτων προμηθευτριών χωρών σε 25 χώρες. Πώς γίνεται αυτό; Προφανώς όχι από μόνο του ή εξ ουρανού. Κάποιοι –και είναι πολλοί- δουλεύουν και παράγουν προϊόντα υψηλής ποιότητας, ανταγωνιστικά και επομένως διεθνώς εμπορεύσιμα. Πολλά από αυτά, πιθανότατα, είναι εκτός ευρωπαϊκών επιδοτήσεων.
Η πολιτική που προσπάθησαν να σχεδιάσουν κάποιοι –ελάχιστοι- Υπουργοί Γεωργίας ήταν αυτή που προσπαθούσε να γενικεύσει τα πετυχημένα παραδείγματα του αγροτικού τομέα. Δύσκολο εγχείρημα που δεν είχε συνέχεια, γιατί στον αγροτικό κόσμο διαχρονικά ασκήθηκαν και ασκούνται εκτεταμένες πελατειακές πολιτικές.
Η κατανομή των 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ των ετήσιων ευρωπαϊκών ενισχύσεων είναι δραματικά άνιση. Το 10% των παραγωγών εισπράττει το 50% των ενισχύσεων. Οι μισοί από τους δικαιούχους των ενισχύσεων δεν είναι κατά κύρια απασχόληση αγρότες. Ένα μεγάλο μέρος της καλλιεργήσιμης γης δεν ανήκει στους αγρότες, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει το κόστος παραγωγής. Οι φορολογικές και ασφαλιστικές πολιτικές στον αγροτικό τομέα που επιχειρεί να ασκήσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να αγνοούν αυτές τις κρίσιμες παραμέτρους. Για να είμαστε δίκαιοι, ούτε οι προηγούμενοι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ασχολήθηκαν σοβαρά με τα δεδομένα αυτά, ώστε οι ασκούμενες πολιτικές να έχουν τον χαρακτήρα δικαιοσύνης, αλλά και να βοηθούν σε μεγάλες αναδιαρθρώσεις του τομέα.
Ο Στέλιος Ράμφος τονίζει συχνά ότι οι Έλληνες δεν πείθονται με επιχειρήματα, αλλά με παραδείγματα. Αν αυτό ισχύει μια φορά για όλους τους Έλληνες, για τους αγρότες ισχύει δέκα φορές. Οι αγρότες παραμένουν δύσπιστοι στα καινούργια προϊόντα, στις νέες μεθόδους παραγωγής, στις νέες τεχνολογίες. Οι νεότεροι και πιο μορφωμένοι είναι περισσότεροι ανοιχτοί. Όμως το κράτος απουσιάζει από δίπλα τους, αδιαφορεί για τις ανάγκες και τις αγωνίες τους.
Τα ερευνητικά Ινστιτούτα στα οποία αναφέρομαι παραπάνω έχουν σχεδόν διαλυθεί. Οι διαθέσιμοι πόροι κατευθύνονται είτε για αντιπαραγωγικές και πελατειακές επιδοτήσεις είτε για απολύτως άχρηστο μηχανολογικό εξοπλισμό. Απουσιάζει ένα σύγχρονο πλαίσιο συνεταιριστικής οργάνωσης. Απουσιάζει εξίσου ένα πλαίσιο αναγκαίων συνεργειών (clusters) που θα οργανωθεί με τελικό σκοπό τους ειδικούς χρήστες προϊόντων.
Στο μεταξύ, ίσως τα πιο πετυχημένα παραδείγματα είναι εκείνα που προέκυψαν από τις προσπάθειες μεμονωμένων παραγωγών τους οποίους το κράτος όχι μόνον δεν βοήθησε, αλλά αντίθετα τους έβαλε -και τους βάζει- του κόσμου τα εμπόδια. Μια πετυχημένη πολιτική στον αγροτικό τομέα δεν χρειάζεται παρά να σχεδιαστεί με βάση αυτά τα παραδείγματα και να κατευθύνει όλους τους διαθέσιμους πόρους για την παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων.
Πίσω από την αγωνία για το ασφαλιστικό και το φορολογικό που φαίνεται να κυριαρχεί στα μπλόκα, βρίσκεται η αγωνία των ανθρώπων για το τι θα παράγουν και πώς. Το δυστύχημα είναι ότι όχι μόνο δεν υπάρχουν συνομιλητές, αλλά έχουν απέναντί τους την πιο καταστροφική και ανίκανη κυβέρνηση που γνώρισε ο τόπος.
Έτσι, για μια ακόμη φορά η ανάγκη για μακροχρόνιο σχεδιασμό, ώστε ο αγροτικός τομέας να καταστεί η αιχμή της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, κινδυνεύει να πάει χαμένη μέσα από άγονες αντιπαραθέσεις.