Η ελληνική αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται για τα υψηλά ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας και ιδιαίτερα της νεανικής ανεργίας 58,3% το 2013 έχει κατέλθει σήμερα στο 36,8% που όμως είναι εξίσου υψηλό ποσοστό σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σήμερα με την εισβολή της ψηφιακής τεχνολογίας και την επερχόμενη αναδιάρθρωση και ανακατανομή των θέσεων εργασίας με έμφαση στις θέσεις υψηλής τεχνολογικής εξειδίκευσης θα απαιτηθούν εργαζόμενοι υψηλών δεξιοτήτων προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες του νεοδιαμορφωμένου εργασιακού περιβάλλοντος. Το γνωστό χάσμα μεταξύ δεξιοτήτων αυτών που αναζητούν εργασία και εκείνων που θέλουν- αναζητούν να καλύψουν αυτές τις θέσεις δηλαδή των επιχειρηματιών διευρύνεται.
Η επένδυση στην εκπαίδευση και δια βίου κατάρτιση θα συμβάλει στην προσαρμογή με τις νέες απαιτήσεις ώστε να διασφαλισθεί η απαιτούμενη ισορροπία στο πεδίο της επιχείρησης με όρους κοινωνικής συνοχής και ευαισθησίας και κυρίως των εργαζομένων που βρίσκονται στην τελευταία φάση του κύκλου του εργασιακού τους βίου.
Με δεδομένη τη διασύνδεση της απασχόλησης με την βελτίωση του δείκτη παραγωγικότητας και την συνολική ανάπτυξη μιας οικονομίας σε ένα περιβάλλον δυσκολία εύρεσης εργαζομένων για κάλυψη θέσεων πχ των πωλήσεων, της εξυπηρέτησης, είναι απαραίτητο να υπάρχει ανασχεδιασμός από πλευράς επιχειρήσεων στην προσέγγιση νέων εργαζομένων. Επειδή η ζήτηση ανθρώπινου δυναμικού βρίσκει αδύναμη την προσφορά να ανταποκριθεί επιβάλλεται στο πλαίσιο αυτής της σχεδίασης να συμπεριληφθούν στο διάλογο και θέματα όπως: εκπαίδευση- κατάρτιση, αμοιβές, κίνητρα παραγωγικότητας, επαναδιατύπωση οράματος και διασύνδεση του με εταιρική κουλτούρα, χτίσιμο career path που θα εμπνεύσει και θα κινητροδοτήσει τις νέες δυναμικές γενιές υποψηφίων εργαζομένων να θεωρήσουν ελκυστικές τις νέες προτάσεις εργασίας καθώς μέσα από αυτές προδιαγράφονται προοπτικές επαγγελματικής ανέλιξης σε ένα εργασιακό περιβάλλον δημιουργικότητας και υγιούς ανταγωνισμού.