Είναι γνωστή η αγωνία του τερματοφύλακα τη στιγμή του πέναλτι. Την ίδια και πολύ μεγαλύτερη βέβαια αγωνία έχουν και οι σχολιαστές των γεγονότων, που όχι μόνο παρατηρούν και γράφουν γι’ αυτά αλλά βιώνουν και τις επιπτώσεις τους. Κυρίως όταν τα βλέπουν να αποκτούν μια δική τους ανεξέλεγκτη δυναμική και αδυνατούν να προβλέψουν την κατεύθυνσή τους. Σε μια τέτοια δεινή θέση βρίσκονται όσοι παρακολουθούν την πορεία των συζητήσεων μεταξύ της κυβέρνησης και των δανειστών και εταίρων.
Ενώ το σημείο μηδέν πλησιάζει όλο και πιο κοντά, η κυβέρνηση, δέσμια της προηγούμενης ρητορικής της, εμμένει σε κάποιες θέσεις οι οποίες για τους δανειστές κινούνται στη σφαίρα του παραλόγου. Αλήθεια, πώς να κατανοήσουν τις πρόωρες συντάξεις και το ότι μια κυβέρνηση διακυβεύει την ύπαρξη της χώρας για να συνταξιοδοτούνται κάποιοι στην ηλικία των πενήντα και κάτι; Πώς να κατανοήσουν ότι τα τουριστικά νησιά δεν πρέπει να έχουν τον ίδιο ΦΠΑ με τη φτωχή ηπειρωτική Ελλάδα; Από την άλλη και οι δανειστές εμμένουν με μια σχεδόν δογματική προσήλωση στις δικές τους ερμηνείες και προτάσεις για την εγχώρια κρίση παρά τη μέχρι τώρα διάψευσή τους. Ο καιρός όμως τελειώνει. Εκείνη που βρίσκεται σε δεινή θέση, σχεδόν υπαρξιακή, είναι η Ελλάδα. Η κυβέρνηση πρέπει να αντιληφθεί ότι το κόστος της όποιας συμφωνίας είναι πολύ μικρότερο από το κόστος της χρεοκοπίας. Και πρέπει να βιαστεί γιατί οι αλληλουχίες των γεγονότων και οι ιδεοληπτικές παραναγνώσεις τους, μπορεί να οδηγήσουν τη χώρα στο κενό.
Οι μαρξιστές του ΣΥΡΙΖΑ θα γνωρίζουν, φυσικά, την άποψη του Φρίντριχ Ενγκελς για την Ιστορία και τα αποτελέσματά της. Σε μια διάσημη επιστολή του γράφει: «Η Ιστορία πλάθει τον εαυτό της με τέτοιον τρόπο, ώστε το τελικό αποτέλεσμα ξεπηδάει πάντα μέσα από συγκρούσεις πολλών ατομικών θελήσεων, που καθεμιά τους πάλι έγινε ό,τι είναι χάρη σε πάμπολλες ειδικές συνθήκες ζωής. Ετσι, είναι αμέτρητες οι διασταυρούμενες ενέργειες και άπειρη η σειρά των παραλληλόγραμμων δυνάμεων, μέσα από τις οποίες ξεπηδάει μια συνισταμένη – το ιστορικό γεγονός.
Αλλά κι αυτό το ίδιο μπορεί πάλι να θεωρηθεί προϊόν μιας δύναμης που, κοιταγμένη στο σύνολό της, εργάζεται ασύνειδα και δίχως βούληση. Γιατί εκείνο που θέλει το κάθε άτομο εμποδίζεται απ’ όλα τα άλλα και ό,τι προκύπτει είναι κάτι που δεν το θέλησε κανείς». Μακάρι το αποτέλεσμα αυτής της καθ’ αυθυποβολής περήφανης διαπραγμάτευσης να μην είναι εκείνο που δεν ήθελε κανείς και κυρίως οι πληγωμένοι κάτοικοι τούτης εδώ της χώρας.