Ο Γ. Στουρνάρας και το επιτελείο του εμφανίζονται αισιόδοξοι για το μέλλον της οικονομίας. Είναι σχεδόν καθήκον τους να εμφανίζονται αισιόδοξοι και δεν αποκλείεται να γνωρίζουν κάτι περισσότερο από τους κοινούς θνητούς, αφού διαθέτουν τη γνώση της επιστημοσύνης, όπως και τη γνώση των στοιχείων. Ειδικά η γνώση των στοιχείων λέει ότι οι λεγόμενοι προδείκτες της οικονομίας είναι θετικοί και έτσι δικαιολογείται η πρόβλεψη ότι στο τελευταίο τρίμηνο ή τετράμηνο του 2013 θα υπάρξουν ίχνη ανάκαμψης. Μακάρι να έχουν δίκιο οι άνθρωποι…
Προς το παρόν, όμως, το σωτήριον έτος 2013 φαντάζει και είναι εξαιρετικά δύσκολο. Για μεγάλο μέρος του πληθυσμού, μάλιστα, είναι πολύ επώδυνο. Η ανεργία ξεπέρασε το 27% και τείνει ακάθεκτη προς το 30%. Ακόμη και αν δεχτούμε ότι στη μεγάλη σε έκταση μαύρη οικονομία αντιστοιχεί ανάλογη μαύρη εργασία, ή τα ποσοστά και ακόμη χειρότερα οι απόλυτοι αριθμοί των ανέργων είναι πάρα πολύ υψηλοί. Που σημαίνει ότι και με τις καλύτερες προοπτικές και με τις εξίσου καλύτερες συνθήκες, θα απαιτηθούν πολλά χρόνια για να ξαναπέσει η ανεργία σε «νορμάλ» ποσοστά και αριθμούς.
Οσοι από εμάς, που παίρνουμε μέρος κατά κάποιο τρόπο στον δημόσιο διάλογο, είτε ως επαγγελματίες είτε ως πολίτες που μετέχουν στα κοινά, υποστηρίζουμε σωστά και με φανατισμό ότι η χώρα δεν έχει προοπτική έξω από την Ευρωζώνη, θεωρούμε ότι κάποια στιγμή η οικονομία θα σταθεροποιηθεί, θα αρχίσουν να γίνονται παραγωγικές επενδύσεις, θα δημιουργηθούν θέσεις εργασίας και θα αυξάνεται το ΑΕΠ. Η αλήθεια είναι ότι γίνεται μεν συζήτηση, αλλά στην πράξη υλοποιούνται ελάχιστα από τα προαπαιτούμενα για να φτάσουμε στο ποθητό αποτέλεσμα. Η κρατική μηχανή παραμένει ανίκανη και ανενεργή, οι μεταρρυθμίσεις προχωρούν αργά μέσα σε ένα αρνητικό περιβάλλον, η γραφειοκρατία και η πολυνομία βασιλεύουν, η φοροδιαφυγή δεν περιορίζεται αποτελεσματικά, επενδύσεις δεν βλέπουμε, οι αποκρατικοποιήσεις καθυστερούν.
Αναμφίβολα, χρειάζεται χρόνο για να αποκτήσει σχήμα μία χώρα-πολτός, όπως η Ελλάδα. Παράλληλα, δεν αμφισβητείται ότι το μοντέλο «αλά γκρέκα» της ευημερίας με δανεικά δεν μπορούσε να συντηρηθεί αιώνια. Τέλος, ήταν βέβαιο ότι με την ουσιαστική χρεοκοπία που επήλθε, η δομή της κρατικοδίαιτης και ταυτόχρονα υπερκαταναλωτικής οικονομίας με δανεικά θα κατέρρεε με πάταγο και η ύφεση θα ήταν πολύ βαθιά και αυτή βιώνουμε τώρα. Από την άλλη πλευρά, διαφορετικό πράγμα η πρόβλεψη και η διαπίστωση της κατάστασης που έχει προκύψει και διαφορετικό πράγμα οι συνέπειες. Και σήμερα παρατηρούμε ότι οι καταστροφικές συνέπειες του κοινωνικού – οικονομικού μοντέλου που κατέρρευσε τρέχουν με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα από την κατασκευή νέου σε άλλες βάσεις.
Μπορεί η χρονική διαφορά μεταξύ καταστροφής και κατασκευής να είναι δεδομένη, αλλά όταν δοκιμάζονται άνθρωποι στο κενό που δημιουργείται, τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά. Γίνονται δε σοβαρότερα όταν εξ ανάγκης κατεδαφίζονται κεκτημένα, στρεβλά ή όχι, όταν μία ολόκληρη κοινωνία πρέπει να προσαρμοστεί σε χαμηλότερα επίπεδα διαβίωσης και όταν η συλλογική νοοτροπία αυτής κοινωνίας έχει διαμορφωθεί διαχρονικά και εκφράζεται με έναν τρόπο σκέψης που αποτελεί και το βασικό συστατικό της λεγόμενης «ελληνικής πραγματικότητας» πριν βυθιστεί σαν τον «Τιτανικό». Η κατάσταση χειροτερεύει όταν μία χώρα αναγκάζεται να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, προκειμένου να εξασφαλίσει την επιβίωσή της και όταν εξαρτάται οικονομικά από άλλους, οι οποίοι διαθέτουν τα λεφτά και θέτουν τους κανόνες. Καλό θα ήταν αυτοί οι άλλοι να αλλάξουν πολιτική, αλλά ώς τότε πρέπει να επιβιώσουμε.
Είναι αρκετοί εκείνοι που νομίζουν ότι ο μεγάλος κίνδυνος να χρεοκοπήσει και να βρεθεί εκτός Ευρωζώνης έχει περάσει για την Ελλάδα και άλλοι τόσοι που διαλαλούν ότι είναι στο χέρι της ελληνικής κυβέρνησης να αλλάξει τους κανόνες. Ούτε το ένα είναι σωστό ούτε το άλλο. Τώρα πλέον έχει προστεθεί και ο πολύ σοβαρός κίνδυνος της κοινωνικής αναταραχής που είναι πολύ ορατός και ενισχύεται από ακραία ρητορική και ανάλογες συμπεριφορές. Καλλιεργείται κλίμα έντασης από διάφορες πλευρές, ο δημόσιος διάλογος τροφοδοτείται από ανερμάτιστους, ο κομματικός πατριωτισμός συντηρείται, έχει προτεραιότητα και παρεμβαίνει παντού, κανείς δεν κάνει προσπάθεια να προσανατολίσει τον κόσμο προς κάποιο συλλογικό στόχο. Με λίγα λόγια, ελάχιστοι αντιλαμβάνονται ότι γίνεται ένας αγώνας δρόμου στην κόψη του ξυραφιού. Να προλάβουμε, δηλαδή, να στήσουμε ένα μοντέλο με προοπτική, πριν επέλθει η πλήρης καταστροφή.