Όταν βασικό θέμα της πολιτικής και παραπολιτικής επικαιρότητας ήταν το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών το προσεχές φθινόπωρο, ξεκίνησε ένα γαϊτανάκι σεναρίων για το ποιος θα έχει την ευθύνη μπροστά στην πιθανότητα της ακυβερνησίας. Μάλιστα, οι παλινωδίες του πρωθυπουργού απέναντι στο αν η Ν.Δ. θα διεκδικήσει μέχρι τέλους την αυτοδυναμία ή θα αποδεχτεί μια κυβέρνηση συνεργασίας επέτεινε αυτά τα σενάρια.
Μεταξύ αυτοδυναμίας και συνεργασιών
Προφανώς και βασικός στόχος της κυβερνητικής παράταξης είναι η ανανέωση της εντολής με μονοκομματική πλειοψηφία, προκειμένου ο Μητσοτάκης, με λυμένα τα χέρια, να εφαρμόσει το πρόγραμμα που επιθυμεί, χωρίς να πρέπει να συνδιαλέγεται για κάθε ένα θέμα με τον κυβερνητικό του εταίρο. Ωστόσο, σύντομα είδε ότι αυτή του η στάση αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη και μάλλον αρνητικά από την πλειοψηφία των πολιτών που, αν και κατατάσσουν τον εαυτό τους στην κεντροαριστερά, το 2019 ψήφισαν για πρώτη φορά Ν.Δ. και του έδωσαν απλόχερα ένα σχεδόν 40%. Έτσι το ενδεχόμενο συνεργασιών ξανάνοιξε δια στόματος του ίδιου του πρωθυπουργού. Εξάλλου, όλοι πλέον έχουν συμφωνήσει -έστω και ανόρεχτα- ότι η κάλπη είναι εκείνη που θα αποφασίσει με τι είδους κυβέρνηση θα πορευτούμε την επόμενη τετραετία. Και αν η απάντηση των ψηφοφόρων δεν δοθεί από την κάλπη της απλής αναλογικής, πιθανότατα θα δοθεί από την κάλπη της ενισχυμένης που θα ακολουθήσει.
Κοινό μέτωπο κατά Ανδρουλάκη
Αυτή η κάλπη όμως θα δώσει απαντήσεις και σε ερωτήματα που έχουν γεννηθεί το τελευταίο διάστημα. Όπως για παράδειγμα ποιος θα είναι ο επόμενος πρωθυπουργός. Είναι αλήθεια ότι η αναφορά Ανδρουλάκη στην πιθανότητα να μην ηγηθεί τις επόμενης κυβέρνησης, ούτε ο Μητσοτάκης, ούτε ο Τσίπρας, ξεκίνησε έναν νέο γύρο αντιπαράθεσης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Έχει, ωστόσο, ενδιαφέρον ότι ενώ οι δύο «πρωθυπουργίσιμοι» αρχηγοί είχαν βγάλει τα σπαθιά από τα θηκάρια τους και ξιφουλκούσαν σε κάθε σοβαρή ή αστεία ευκαιρία, ξαφνικά έδειξαν σύμπνοια και αλληλοκατανόηση όταν κατάλαβαν ότι ο επικεφαλής του κόμματος, που ενδεχομένως θα παίξει σημαντικό ρόλο στον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης, θέτει ως σενάριο πάνω στο τραπέζι την πιθανότητα ο όποιος πρωθυπουργός να είναι ένα τρίτο πρόσωπο κοινής αποδοχής. Ακόμα και όταν ο Ανδρουλάκης διευκρίνισε ότι αυτό που εννοούσε είναι ότι αν Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ υποστούν πολιτική ήττα, μη συγκεντρώνοντας ποσοστό ικανό για πανηγυρισμούς, θα πρέπει να ξανασκεφτούν το αν έχουν το ηθικό δικαίωμα να ηγηθούν της κυβέρνησης, ακολούθησε νέος γύρος κοινών επιθέσεων από Μητσοτάκη και Τσίπρα.
Ναρκοθετημένη συγκυβέρνηση
Είναι αλήθεια ότι αν είναι μία φορά δύσκολο να ευδοκιμήσει κυβέρνηση συνεργασίας με ορίζοντα τετραετίας, είναι ακόμα πιο δύσκολο να σταθεί τέτοια κυβέρνηση αν ο επικεφαλής της δεν είναι έστω ένας εκ των προέδρων των κομμάτων που θα συνεργαστούν. Στην ουσία, από την επόμενη μέρα, ο αρχηγός του πρώτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος, θα ψάχνει το… δημοσκοπικό ξέφωτο προκειμένου να ρίξει την κυβέρνηση και να πάει σε εκλογές με στόχο την αυτοδυναμία. Παρόμοια τακτική ενδεχομένως να ακολουθήσει και ο μικρότερος κυβερνητικός εταίρος, που γνωρίζοντας την φθορά που θα υποστεί, θα αναζητά την δική του ευκαιρία απόδρασης με το κεφάλι ψηλά.
Συμφωνίες και ασυμφωνίες
Έχει άραγε δίκιο ο Ανδρουλάκης όταν λέει ότι δεν πολιτικά σωστό, από την στιγμή που το μεγάλο κόμμα θα έχει κατρακυλήσει σε ποσοστά, ενώ το ΠΑΣΟΚ, ως εν δυνάμει συνέταιρος, θα έχει σημειώσει εκλογικό άλμα, να μπορεί να ζητά την μη πρωθυπουργοποίηση του Μητσοτάκη ή Τσίπρα; Αν το απομονώσουμε ως σκέψη από το πολιτικό περιβάλλον που θα έχει διαμορφωθεί, ίσως να έχει όντος δίκιο. Αλλά θα πρέπει να συντρέχουν όλες οι άνω προϋποθέσεις. Δηλαδή και το δίδυμο Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ να έχει υποστεί ήττα και το ΠΑΣΟΚ να έχει καταγράψει ποσοστά νίκης. Ωστόσο, πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη του και τα παραδείγματα από το παρελθόν και να επικεντρώσει την πίεση στις πολιτικές που θα κληθεί να εφαρμόσει η όποια συγκυβέρνηση, φέρνοντας τόσο τη Ν.Δ., όσο και τον ΣΥΡΙΖΑ, στην δύσκολη εξίσωση μιας πραγματικά σοβαρής προγραμματικής συμφωνίας, στην οποία η σφραγίδα των θέσεων της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας θα μπορούσε να είναι έντονη.