Πρωί στην Ακαδημίας, γωνία με Ιπποκράτους. Η αστυνομία έχει κάνει τρεις συλλήψεις. Οι τρεις συλληφθέντες μαύροι με τα πρόσωπα στραμμένα στις λαμαρίνες που ήταν κάποτε η καμένη Εμπορική, γύρω τους φρουρούν αστυνομικοί. Περιμένουν τα περιπολικά για την προσαγωγή. Αργούν, μαζεύεται κόσμος, ακούγονται τα πρώτα συνθήματα. Υπέρ των μεταναστών, κατά της αστυνομίας. Τώρα μαζεύεται άλλος κόσμος, αυτοί που φωνάζουν εναντίον αυτών που φωνάζουν υπέρ των μεταναστών. Δεν θα έρθουν αυτοί να μας διώξουν απ’ τα σπίτια μας, εμένα μ’ έχουν κλέψει, έβγαλαν μαχαίρι, είναι όλοι ληστές, να τους απελάσουν. Συνεννοήσεις με τον ασύρματο, ζητούν ενισχύσεις, φτάνουν κι άλλες μηχανές, κι άλλοι αστυνομικοί που κάνουν κλοιό γύρω από τους συλληφθέντες. Τα συνθήματα εκατέρωθεν ανεβαίνουν σε ένταση.
Ρωτάω τι συμβαίνει, γιατί έχουν συλληφθεί. Ρωτάω έναν, δυο, τρεις, όποιον βλέπω μπροστά μου, ρωτάω και από τις τρεις εμπλεκόμενες ομάδες, κανείς δεν ξέρει. Μου κάνει εντύπωση πως είμαι ο μόνος που ρωτάει την πρωταρχική ερώτηση, την ερώτηση που χωρίς αυτήν δεν μπορείς να πεις τίποτα, να πάρεις καμία θέση: γιατί;
Η αιτία είναι αδιάφορη, όλοι αμέσως μόλις φτάνουν στο σκηνικό, παίρνουν ενστικτωδώς θέση στις ομάδες, αδιαφορώντας απόλυτα για το σενάριο. Παιχνίδια ρόλων. Οι υπερασπιστές των ξένων είναι νεαροί, πιθανότατα φοιτητές. Οι κατήγοροι μεγαλύτεροι, πηγαίνουν στις δουλειές τους. Οι αστυνομικοί πολύ νεαροί επίσης. Δεν βοηθάνε. Όχι ότι προκαλούν, καθόλου, όμως έχουν επιλέξει μια αποστασιοποιημένη, παγωμένη έκφραση, σε επιφυλακή και εγρήγορση παρεμβάλλονται σιωπηλοί. Είναι φανερό ότι εδώ και καιρό έχουν την αίσθηση ότι οι πολίτες γύρω τους είναι πάντα εχθρικός πληθυσμός. Ούτε συζήτηση να πάρει κάποιος το λόγο, να εξηγήσει τι συμβαίνει, να καθησυχάσει τα πνεύματα. Οι αστυνομικοί της γειτονιάς που ξέρουν το δρόμο σαν το σπίτι τους και η γειτονιά τους ξέρει και ενίοτε τους εμπιστεύεται, στην Αθήνα είναι άγνωστο είδος.
Οι διάλογοι αγριεύουν. Οι υπερασπιστές των 3 μαύρων κατά σύμπτωση είναι 9 στους 10 γυναίκες. Οι απέναντι, μεγαλύτεροι άντρες. Ο αναπόφευκτος σεξισμός. Να τον πάρεις σπίτι σου ρε, φωνάζουν στην ομορφότερη με το σκουλαρίκι στη μύτη, να κάνετε καινούργια ράτσα. Οι καημένοι, δυστυχισμένοι άντρες. Αν κάποια δεν είναι μαζί τους, είναι μια γυναίκα που προτιμάει έναν άλλον άντρα, μια γυναίκα που αμφισβητεί την ίδια τους την ύπαρξη. Φύγε, ρε τουρκόσπορε, του απαντάει, ούτε εσύ είσαι Έλληνας, Τούρκος ήταν ο παππούς σου αλλά δεν το ξέρεις.
Οι τρεις ξένοι, πρόσωπα γυρισμένα πάντα στον τοίχο, ρίχνουν καμιά κλεφτή ματιά όταν οι φωνές αγριεύουν, απαθείς πάντα περιμένουν αμίλητοι. Οι αψιμαχίες συνεχίζονται, ξαφνικά φτάνουν τα περιπολικά, αστραπιαία τους εξαφανίζουν, οι αστυνομικοί αποχωρούν, τα πνεύματα ξεθυμαίνουν. Κάνω άλλη μια τελευταία προσπάθεια, διαλέγω αυτούς που φωνάζουν πιο δυνατά τα αντιρατσιστικά συνθήματα.
Γιατί τους πιάσανε; Ποιος ξέρει, μικροπωλητές θα ήτανε. Αποκλείεται, λέω, στα εκατό μέτρα πιο πάνω έχουν στήσει ολόκληρο παζάρι ανενόχλητοι, δεν μπορεί να κάνανε ολόκληρη επιχείρηση για να συλλάβουν τρεις, ούτε εμπορεύματα κουβαλάνε, τίποτα. Με κοιτάζουν αδιάφορα, στην εποχή μας και στη ζαλισμένη πόλη μας, το «story» δεν ενδιαφέρει κανέναν. Όλοι διαλέγουν ρόλους στο ήδη χιλιοπαιγμένο έργο: Οι «μπάτσοι», οι «Έλληνες», οι «αντιρατσιστές».Φεύγουμε όλοι, χωρίς να ξέρει κανένας τι συνέβη. Ήταν έλεγχος λαθρομεταναστών, ήταν μικροπωλητές λαθραίων εμπορευμάτων, ήταν ληστές, νονοί, καταζητούμενοι; Κανείς δεν ξέρει. Είναι όλοι ευχαριστημένοι, στην προσομοίωση πολιτικής δράσης έπαιξε ο καθένας με επιτυχία το ρόλο του.
Άγνοια και καλές προθέσεις, η συνταγή της σίγουρης καταστροφής, έλεγε ο Μάικλ Κράιτον. Εκδήλωση για την Αθήνα, της Δημοκρατικής Αριστεράς, κτίριο του ΕΒΕΑ, λίγο πιο πάνω. Είχατε πει ότι θα κάνετε παζάρι για να πουλάνε πράγματα οι ξένοι και δεν το κάνατε, λέει μια κυρία στο δήμαρχο της Αθήνας. Δεν έγινε γιατί είχα κάνει λάθος, απαντάει ο Καμίνης και μου ’ρχεται να τον φιλήσω. Στη χώρα της αυτάρεσκης άγνοιας, το να πει ένα δημόσιο πρόσωπο «έκανα λάθος», είναι σχεδόν επαναστατική πράξη. Νόμιζα, λέει, ότι μιλάμε για μετανάστες που πουλάνε τα πράγματά τους, εδώ μιλάμε για ένα τεράστιο παράνομο εμπόριο.
Γυρνώντας αργά το απόγευμα ανάποδα τον ίδιο δρόμο, βλέπω ήδη προκηρύξεις στο πεζοδρόμιο, «οι μετανάστες μικροπωλητές είναι απαγορευμένοι εργάτες». Τι σημαίνει δηλαδή αυτή η βαρύγδουπη σαχλαμάρα; Κι αυτοί που χτίζουν βίλες αυθαίρετες στα καμένα της Πάρνηθας «απαγορευμένοι εργάτες» είναι. Κι αυτοί που σπρώχνουν πρέζα για να εξοικονομήσουν τη δόση τους «απαγορευμένοι εργάτες» είναι. Οι κατώτεροι κρίκοι στην αλυσίδα της ιεραρχίας του εγκλήματος νομιμοποιούν το έγκλημα; Το παραεμπόριο και το λαθρεμπόριο δεν έχουν κανέναν ρομαντισμό. Είναι μια πολυεθνική βιομηχανία, παράνομης οικονομίας στην πιο άγρια και σκοτεινή μορφή, που στη χώρα μας κάνει τζίρους δισεκατομμυρίων με ανυπολόγιστους για το κράτος διαφυγόντες φόρους, ΦΠΑ, τέλη εισαγωγής. Και συγχρόνως υπονομεύει το νόμιμο εμπόριο, δηλαδή τις δουλειές όλων. Στη χώρα της εκτεταμένης φοροδιαφυγής, των ελλειμμάτων, των εισπρακτικών μέτρων για να αντιμετωπιστούν, είναι δυνατόν κάποιος να αντιμετωπίζει χαλαρά τις μαφίες του λαθρεμπορίου; Ας διαβάσει τα «Γόμορρα» του Σαβιάνο.
Μόλις έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει, όμως στην Ακαδημίας μοιάζει ήδη να είναι μεσάνυχτα. Ψιλοβρέχει, άδειοι οι δρόμοι, λίγα αυτοκίνητα, κανένας περαστικός, περπατάω μόνος στο πεζοδρόμιο. Προκηρύξεις, στο σκοτάδι στο παρκάκι περίεργες σκιές στα νταλαβέρια της νύχτας, στην πιάτσα άδεια ουρά τα ταξί, στη στάση κάποιοι μαζεμένοι περιμένουν το λεωφορείο που καθυστερεί, θα ’χουν 6ωρη στάση εργασίας για να κάνουν γενική συνέλευση. Άδειες βιτρίνες, λουκέτα, ένα κουρελιασμένο πανό στη Νομική, ένας σκύλος κοιμάται. Ένας δρόμος, όλες οι λάθος μάχες, όλα τα παιχνίδια ρόλων που παίξαμε, γιατί δεν μπορέσαμε και δεν ξέραμε και δεν θέλαμε να αντιμετωπίσουμε τα πραγματικά προβλήματα. Και να αλλάξουμε.