Στο ελληνικό πολιτικό σύστημα επικρατούν ορισμένες τάσεις και φαινόμενα που δείχνουν ότι όσον αφορά την αγάπη προς τη δημοκρατία χρειαζόμαστε περισσότερα POS από όσα χρειαζόμαστε για να χτίσουμε το αφορολόγητό μας.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Πρώτον, γιατί η αξιωματική αντιπολίτευση από τη δεύτερη ημέρα των εκλογών ζητεί εκ νέου εκλογές. Οταν μάλιστα δημοσιευτούν και οι πρώτες δημοσκοπήσεις που τη φέρνουν, συνήθως, πρώτη, αναζητεί στις δημοσκοπήσεις τη νομιμοποίηση της απαίτησής της. Δεύτερον, γιατί τα μικρά κόμματα, όσα αισθάνονται μικρά ή όσα ήσαν πριν μεγάλα και πλέον δεν πιστεύουν ότι μπορούν να ξαναγίνουν πάλι συνασπισμοί εξουσίας, ζητούν κάθε λίγο και λιγάκι οικουμενικές κυβερνήσεις. Ανεξάρτητα από το αν υπάρχει δεδηλωμένη ή όχι. Η μοναδική όμως ορθή Οικουμενική Κυβέρνηση στη μεταπολεμική Ελλάδα ήταν αυτή του κ. Παπαδήμου. Γιατί αυτή προέκυψε μετά την, εκ των πραγμάτων, απώλεια της δεδηλωμένης της κυβέρνησης Γιώργου Παπανδρέου, σε μια συγκυρία που έκτακτες εκλογές θα σήμαιναν έξοδο από το ευρώ. Τρίτον, γιατί είμαστε η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα στην οποία θεωρείται πιο εύκολο να συγχωνευτούν συμπολίτευση και αντιπολίτευση, αφήνοντας πεδίο δόξης λαμπρό στους αριστερούς και δεξιούς ακραίους, από το να υπάρχει εθνική συνεννόηση μεταξύ τους. Γιατί, τέλος, είμαστε η μοναδική χώρα στην Ευρώπη όπου η Σοσιαλδημοκρατία παρουσιάζεται, από μερικούς, ως τρίτος πόλος. Στην Ευρώπη όμως υπάρχουν μόνο δύο πόλοι. Ο ένας είναι ο συντηρητικός (Χριστιανοδημοκρατία – Κεντροδεξιά – οικονομικός φιλελευθερισμός) και ο άλλος ο προοδευτικός (Σοσιαλδημοκρατία – Κεντροαριστερά – Δημοκρατική Αριστερά).
Ο συντηρητικός πόλος θεωρεί ότι η ελεύθερη λειτουργία της αγοράς (λιγότεροι φόροι – χαμηλές δαπάνες) αρκεί από μόνη της για την ευημερία των πολιτών. Οπου δε υπάρχουν προβλήματα, χρειάζεται μόνο ένα «δίχτυ προστασίας» για αυτούς που δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τους ρυθμούς της αγοράς. Ο σοσιαλδημοκρατικός ή προοδευτικός πόλος (ελεύθερη αγορά – κοινωνικό συμβόλαιο – αναδιανομή) πιστεύει ότι οι κοινωνικές ανισότητες που αναπόφευκτα γεννά η ελεύθερη αγορά αντιμετωπίζονται με κοινωνικούς συμβιβασμούς μεταξύ των παραγόντων της επιχειρηματικότητας και της εργασίας, με την ενίσχυση των κοινωνικών υπηρεσιών και όχι με επιδοματικο-κρατικιστικές πολιτικές σαν αυτές που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ (13η εφάπαξ σύνταξη κ.λπ.). Στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες ενδιάμεσοι πόλοι δεν υπάρχουν, μόνο δυνάμεις που κινούνται αριστερά ή δεξιά των δύο πόλων. Βεβαίως, για να λέμε τα πράγματα όπως είναι, υπάρχουν και «συντηρητικοί» πολύ πιο κοντά στην πρόοδο και «προοδευτικοί» πολύ κοντά στη συντήρηση.
Και οι δύο πόλοι πάντως συμφωνούν με την άποψη του Καρλ Πόπερ ότι «δημοκρατία είναι εκείνο το πολίτευμα που δεν χρειάζεται να καταφύγεις σε αιματοχυσία για να αλλάξεις την κυβέρνηση». Αρκούν οι εκλογές. Δημοκρατία είναι ο σεβασμός της ετυμηγορίας των πολιτών και κατά συνέπεια δημοκρατικό είναι να ζητείς εκλογές, όταν δεν υπάρχει πραγματική δεδηλωμένη και όχι όταν διαπιστώνεις «αναντιστοιχία» με τις δημοσκοπήσεις. Δημοκρατία είναι να μην αποχωρείς από το Κοινοβούλιο για ψύλλου πήδημα, αλλά να παραμένεις σε αυτό ακόμη και αν δέχεσαι προκλήσεις από τους αντιπάλους σου, γιατί η δημοκρατία τρέφεται από τους υπερασπιστές της και όχι από τους ριψάσπιδες. Δημοκρατία είναι να είσαι υπουργός και να λογοδοτείς πρώτα στη Βουλή και όχι στο κόμμα σου. Δημοκρατία είναι να κατεβαίνεις στις εκλογές μην προδικάζοντας το αποτέλεσμα, προτείνοντας έτσι τη μια ή την άλλη κυβέρνηση, χωρίς να γνωρίζεις τους συσχετισμούς. Δημοκρατία είναι να κατεβαίνεις στις εκλογές με πρόγραμμα διακυβέρνησης δικό σου και όχι συγκυβέρνησης με άλλους. Την ίδια στιγμή, Δημοκρατία είναι και να μη θεωρείς πως η συνεργασία με το άλφα ή το βήτα κόμμα αποκλείεται a priori, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη η συγκυρία και οι κίνδυνοι ακυβερνησίας που γεννούνται από τα συστήματα απλής αναλογικής.
Αυτά όμως που κατατίθενται εδώ δεν είναι πρωτοφανή. Ηταν κοινοί τόποι σε έναν έλληνα πολιτικό του 19ου αιώνα, τον πολιτικό της δεδηλωμένης. Στον Χαρίλαο Τρικούπη. Αυτός υποστήριζε, από τότε, όχι μόνο την αρχή της δεδηλωμένης, αλλά και όλα όσα σήμερα είναι αυτονόητα για τα ευρωπαϊκά πολιτικά συστήματα. Υποστήριζε τον δικομματισμό (με τα σημερινά δεδομένα τον διπολισμό). Ηταν υπέρμαχος της ύπαρξης καθαρών μονοκομματικών κυβερνήσεων σε περίπτωση που υπήρχε δεδηλωμένη. Ηταν φανατικός εχθρός των άνευ λόγου οικουμενικών κυβερνήσεων (αρνήθηκε πολλές φορές να γίνει ακόμα και πρωθυπουργός σε οικουμενικές κυβερνήσεις) και επίσης ήταν διαπρύσιος υποστηρικτής μιας ισχυρής και συναινετικής αντιπολίτευσης. Ετσι καταλάβαινε ο Τρικούπης την εθνική συνεννόηση.
Ολα αυτά περιγράφονται στο εξαιρετικό βιβλίο της Λύντιας Τρίχα «Χαρίλαος Τρικούπης» (εκδόσεις Πόλις). Οπως η ίδια γράφει, «η συμβολή του στην εμπέδωση των δημοκρατικών θεσμών δεν περιορίζεται στην καθιέρωση της δεδηλωμένης… ανέδειξε και τη σημασία της αντιπολίτευσης για την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος και, δίνοντας ο ίδιος το παράδειγμα, κατέστησε σαφές ότι η άσκηση της αντιπολίτευσης πρέπει να γίνεται κατά τρόπο συνετό» (σελ. 561). Αγαπούσε τη δημοκρατία και έκοβε συνεχώς αποδείξεις για αυτό.
Σημαίνουν κάτι όλα αυτά για εμάς σήμερα; Βεβαίως και σημαίνουν. Προτάσεις για κυβερνήσεις εθνικής συνεννόησης όλων μαζί – χθες, σήμερα, αύριο – βλάπτουν σοβαρά τη Δημοκρατία. Εθνική συνεννόηση – χθες, σήμερα, αύριο – συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης χρειάζεται η χώρα, όχι συγχώνευσή τους. Μας τα έχει πει ήδη αυτά εδώ και 150 χρόνια ο πρώτος έλληνας εκσυγχρονιστής πολιτικός.